Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

Κυβέλα

См. также в других словарях:

  • Κύβελα — fem nom/voc sg Κύβελα neut nom/voc/acc pl Κύβελον neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κύβελα — lairs neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κύβελα — Ονομασία όρους της Φρυγίας, κατά την αρχαιότητα, το οποίο αναφέρεται από τον Στράβωνα. Πιθανότατα η θεά Κυβέλη έλαβε το όνομά της από αυτό το όρος. Ανάμεσα στο όρος Κ. και στις Κελαινές έρεε ο ποταμός Γάλλος. * * * κύβελα, τὰ (Α) (κατά τον Ησύχ.) …   Dictionary of Greek

  • Κυβέλας — Κυβέλᾱς , Κύβελα fem acc pl Κυβέλᾱς , Κύβελα fem gen sg (doric aeolic) Κυβέλᾱς , Κυβέλη fem acc pl Κυβέλᾱς , Κυβέλη fem gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κυβέλας — κυβέλᾱς , κυβέλη fem acc pl κυβέλᾱς , κυβέλη fem gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Κυβέλαν — Κυβέλᾱν , Κυβέλη fem acc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κυβέλαν — κυβέλᾱν , κυβέλη fem acc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Κυβέλης — Κύβελα fem gen sg (attic epic ionic) Κυβέλη fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Κυβέλοις — Κύβελα neut dat pl Κύβελον neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κυβέλοις — κύβελα lairs neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Κυβέλων — Κύβελα neut gen pl Κύβελον neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»