Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

Κῠβεληγενής

См. также в других словарях:

  • Κυβεληγενής — Κυβεληγενής, ές (Α) (επίθ. τής Κυβέλης) αυτή που γεννήθηκε στο όρος Κύβελο. [ΕΤΥΜΟΛ. < Κύβελον + γενής (< γένος), πρβλ. Λυκη γενής, Πυλη γενής. Το η τού τ. οφείλεται πιθ. σε αναλογία προς άλλα σύνθ. (πρβλ. γαιη γενής)] …   Dictionary of Greek

  • γένος — Όρος που χρησιμοποιείται στη ζωολογία και στη βοτανική για να προσδιορίσει τη συστηματική ταξινόμηση, ενώ στη γλωσσολογία αναφέρεται στη μορφολογική κατηγοριοποίηση των ονομάτων (ουσιαστικών, επιθέτων, αντωνυμιών, άρθρων, μετοχών) σε αρσενικά,… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»