-
1 Κυβέλη
Κῠβέλη, ἡ, Cybele, E.Ba.79 (lyr.), Ar.Av. 877, etc.:—from [full] Κύβελον, τό, or [full] Κύβελα, τά, mountain in Phrygia, D.S.3.58, Str.12.5.3:— hence Adj. [full] Κῠβεληγενής, St.Byz.:—also [full] Κῠβήβη, Hippon.120 (dub.), Hdt.5.102, Anacreont.11.1; equated with Aphrodite by Charon Hist. ( FHGiv p.627):—fem.Adj. [full] Κῠβηλίς, ίδος, ἡ, Cybelian,AΚυβηλίδος ὄργανα Ῥείης Nonn.D.10.387
, 14.214, cf. Hippon.121, prob.in St.Byz. s.v. Κυβέλεια:—also [full] Κῠβεληΐς, Nonn.D.14.10, al.
См. также в других словарях:
Κυβεληγενής — Κυβεληγενής, ές (Α) (επίθ. τής Κυβέλης) αυτή που γεννήθηκε στο όρος Κύβελο. [ΕΤΥΜΟΛ. < Κύβελον + γενής (< γένος), πρβλ. Λυκη γενής, Πυλη γενής. Το η τού τ. οφείλεται πιθ. σε αναλογία προς άλλα σύνθ. (πρβλ. γαιη γενής)] … Dictionary of Greek
γένος — Όρος που χρησιμοποιείται στη ζωολογία και στη βοτανική για να προσδιορίσει τη συστηματική ταξινόμηση, ενώ στη γλωσσολογία αναφέρεται στη μορφολογική κατηγοριοποίηση των ονομάτων (ουσιαστικών, επιθέτων, αντωνυμιών, άρθρων, μετοχών) σε αρσενικά,… … Dictionary of Greek