-
1 Ισπανία
Ἱσπανίᾱ, ἹσπανίαSpain: fem nom /voc /acc dualἹσπανίᾱ, ἹσπανίαSpain: fem nom /voc sg (attic doric aeolic)——————Ἱσπανίᾱͅ, ἹσπανίαSpain: fem dat sg (attic doric aeolic) -
2 Ισπανια
ἡ Испания Diod., Plut. -
3 Ἱσπανία
Ἱσπᾱνία, ἡ,A Spain, Mon.Anc.Gr.16.1, Str.3.4.19, Agathem.7;ἀπὸ τῆς Ἰβηρίας ἢ Ἱσπανίας ἢ ὅπως ἄν τις ὀνομάζειν ἐθέλῃ Gal.12.388
; τὴν Ἰβηρίαν τε καὶ Σπανίαν (v.l. Ἱσπανίαν) ὀνομαζομένην Id.6.613, cf. 12.428, D.S.5.37.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > Ἱσπανία
-
4 Ἱσπανία
Βλ. λ. Ισπανία -
5 Ἱσπανίᾳ
Βλ. λ. Ισπανία -
6 Ισπανία
η Испания -
7 Ισπανίας
Ἱσπανίᾱς, ἹσπανίαSpain: fem acc plἹσπανίᾱς, ἹσπανίαSpain: fem gen sg (attic doric aeolic) -
8 Ἱσπανίας
Ἱσπανίᾱς, ἹσπανίαSpain: fem acc plἹσπανίᾱς, ἹσπανίαSpain: fem gen sg (attic doric aeolic) -
9 Испания
-
10 Ισπανίαι
-
11 Ἱσπανίαι
-
12 Ισπανίαν
-
13 Ἱσπανίαν
-
14 Ιβηρια
ион. Ἰβηρίη ἥ Иберия1) поэт. тж. Ἑσπερία, впосл. Ἱσπανία - страна, занимавшая Пиренейский п-ов, ныне Испания Her., Thuc.2) страна в Закавказье, приблиз. соотв. нын. Грузии Plut., Luc. -
15 Πανια
-
16 Σπανια
тж. Ἰσπανία ἥ Испания Plut. -
17 воздушный
возду́шн||ыйприл1. ἀέριος, ἐναέριος, τοῦ ἀέρος:\воздушныйое пространство ὁ ἐναέριος χώρος· \воздушныйые течения τά ρεύματα τοῦ ἀέρος, τά ἀτμοσφαιρικά ρεύματα· \воздушныйое сообщение ἡ ἀεροπορική συγκοινωνία· \воздушный шар τό ἀερόστατο· \воздушный десант τό ἀεροπορικό ἀγημα, ἡ ἀεροπορική ἀπόβαση· \воздушныйая тревога ὁ ἀεροπορικός συναγερμός·2. (легкий) ἀνάλαφρος, αἰθέριος:\воздушныйое платье ἀνάλαφρο φόρεμα· ◊ строить \воздушныйые замки φαντασιοκοπῶ, χτίζω πύργους στήν "ἰσπανία. -
18 замок
зам||ок Iм ὁ πύργος, τό κάστρο· ◊ строить воздушные \замокки χτίζω χάρτινους πύργους, χτίζω πύργους στήν ἰσπανία.зам||ок IIм1. ἡ κλειδωνιά, ἡ κλειδαριά:дверной \замок ἡ κλειδαριά τῆς πόρτας· висячий \замок τό λουκέτο· держать под \замокком κρατώ κλειδωμένο· запереть на \замок κλειδώνω·2. (оружия) ὁ ἐμπυρεύς· 3.:\замок свода архит. ὁ ἄντυξ· ◊ за семыо \замокками διπλοκλειδωμένος, κλειδομανταλωμένος. -
19 ορίζω
μετ.1) определять, давать определение; 2) определять, устанавливать, назначать;ορίζω τίς τιμές (την προθεσμία) — устанавливать цены (срок);
ορίζω αναπληρωτή — назначать заместителя;
3) распоряжаться, управлять, командовать (кем-чем-л.); повелевать (книжн.);δεν ορίζει τούς γιους του — он не может справиться со своими сыновьями;
4) разграничивать;τα Πυρηναία ορίζουν προς βορράν την 'Ισπανία — Пиренеи являются северной границей Испании;
§ ορίστε а) пожалуйста, прошу вас; вот пожалуйста; б) я слушаю, я здесь; что вам угодно?;ορίστε μας; как вам Зто нравится?; καλώς ορίσατε пожалуйста, добро пожаловать; καλώς όρισες с приездом, добро пожаловать; ορίστε; (при переспрашивании) повторите, пожалуйста, что вы сказали?; τί ορίζετε; что вам угодно? -
20 Ισπανιών
- 1
- 2
См. также в других словарях:
Ἱσπανία — Ἱσπανίᾱ , Ἱσπανία Spain fem nom/voc/acc dual Ἱσπανίᾱ , Ἱσπανία Spain fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἱσπανίᾳ — Ἱσπανίᾱͅ , Ἱσπανία Spain fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ισπανία — Επίσημη ονομασία: Βασίλειο της Ισπανίας Έκταση: 504.782 τ. χλμ. Πληθυσμός: 40.037.995 (2001) Πρωτεύουσα: Μαδρίτη (2.882.860 κάτ. το 2000)Κράτος της νοτιοδυτικής Ευρώπης, στην Ιβηρική χερσόνησο. Συνορεύει στα ΒΑ με τη Γαλλία και την Ανδόρα, στα Δ… … Dictionary of Greek
Ισπανία — η κράτος στην Ιβηρική χερσόνησο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Ἱσπανίας — Ἱσπανίᾱς , Ἱσπανία Spain fem acc pl Ἱσπανίᾱς , Ἱσπανία Spain fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἱσπανίαι — Ἱσπανίᾱͅ , Ἱσπανία Spain fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἱσπανίαν — Ἱσπανίᾱν , Ἱσπανία Spain fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἱσπανιῶν — Ἱσπανία Spain fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἱσπανίαις — Ἱσπανία Spain fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ευρώπη — I Μία από τις πέντε ηπείρους. Είναι το μικρότερο τμήμα του κόσμου μετά την Αυστραλία και την Ωκεανία. Από μία άποψη θα μπορούσε να θεωρηθεί το ακραίο δυτικό τμήμα της Ασίας, της οποίας αποτελεί τη φυσική προέκταση. Πράγματι, δεν υπάρχουν φυσικά… … Dictionary of Greek
Γιβραλτάρ — I Έκταση: 6,5 τ. χλμ. Πληθυσμός: 27.714 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: ΓιβραλτάρΠεριοχή στην άκρη της νοτιοδυτικής Ευρώπης, που τελεί σε καθεστώς αποικίας της Μεγάλης Βρετανίας. Η συνολική έκτασή του είναι 6,5 τ. χλμ. και ο πληθυσμός 27.714 κάτ. (2002)… … Dictionary of Greek