-
1 Ζαν
-
2 Ζαν...
-
3 Ζάν
-
4 Ζην
-
5 Ζην...
-
6 ζᾶ
A = διὰ βίου). -
7 Ζεύς
Grammatical information: m.Other forms: Boeot. Lac. etc. Δεύς, voc. Ζεῦ, gen. Δι(Ϝ)ός, dat. (loc.) Δι(Ϝ)ί, dat. also ΔιϜεί (e. g. ΔιϜεί-φιλος;), acc. Ζῆν, since Hom. also Δί-α, Ζῆν-α with Ζην-ός, -ί; nom. Ζήν (A. Supp. 162 [lyr.]; or voc.?), Ζάν (Pythag., Ar.), Ζάς (Pherec. Syr.), gen. Ζανός (inscr. Chios IVa [? ] a. o.); note Δᾶν (Theocr. 4, 17); more forms in Schwyzer 576f., Leumann Hom. Wörter 288ff. and the dict.Dialectal forms: Myc. dat. diwe \/diwei\/Compounds: As 1. member in univerbations like Διόσ-κουροι (gen.; also Διεσ-κουρίδου [Priene a. o.]), ΔιϜεί-φιλος (dat.), stemform e. g. in διο-γενής; also Ζηνό-δοτος (for Διόσ-δοτος) a. o.; as 2. member in ἔνδιος, εὑδία, s. vv.; cf. also αὑτόδιον.Derivatives: δῖος, s. v.Etymology: Ols name of heaven, of the god of heaven, of the day, preserved esp. in Sanskrit, Greek and Italic, and prob. in Hittite, with several related forms: Ζεύς = Skt. dyáuḥ `(god of) heaven, day', Lat. Iovis and pob. in nu-diūs tertius `(it is) now the third day', i. e. `the day before yesterday', IE *d(i)i̯ēus; also Hitt. * šiuš, šiun(i)- `god'; Ζεῦ πάτερ = Lat. Iūpiter, Ζῆν = Skt. dyā́m, Lat. diem (with new nom. diēs, Diēspiter; cf. also Illyr. Δειπάτυρος); the other oblique cases, ΔιϜ-ός, - εί, -ί, Δία agree with Skt. diváḥ, divé, diví, dívam (partly parallell innovations). New in Greek are Ζῆν-α (after Δί-α) with Ζηνός, -ί, which contains the old acc. *Di̯ē(u)m with early loss of the u̯ seen also in Skt. Dyām; not to IE * din- `day' in Lat. nun-dinae `market-day', Skt. madhyán-dinam `midday' a. o. (after Kretschmer Glotta 14, 303f. also Τιν-δαρίδαι and 30, 93ff). - The α in Ζάς, Ζάν, Ζανός was spread from Elean Olympia, where η became ᾱ, s. Leumann Hom. Wörter 288ff. (after Kretschmer Glotta 17, 197) and Fraenkel Gnomon 23, 373. - It is generally assumed that IE *d(i)i̯ēus is an agent noon of the verb seen in Skt. dī́-de-ti `shine', gr. δέατο (s. v.) meaning `shine, glow, light'; *d(i)i̯ēus prop. "the shining, gleaming". Objections in Wackernagel BerlAkSb. 1918, 396ff. (= Kl. Schr. 1, 315ff.), Nilsson Gr. Rel. 1, 391. Beside Ζεύς etc. there is an old appellative for `god' in Skt. deváḥ = Lat. deus = Lith. diẽvas a. o., IE *deiu̯os; prop. "the heavenly, caelestis" as deriv. from the noun for `heaven'. - Except Bq see W.-Hofmann s. diēs, Fraenkel Lit. et. Wb. s. diẽvas, Wackernagel-Debrunner Aind. Gramm. 3, 219ff., Mayrhofer EWAia. s. dyáuh, Benveniste Origines 59f, 166. (Cf. also Τινδαρίδαι).Page in Frisk: 1,610-611Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > Ζεύς
-
8 Ζευς
gen. Διός (dat. Διΐ и Δί с ῑ, acc. Δία, voc. Ζεῦ; эп.-поэт.: gen. Ζηνός, dat. Ζηνί, acc. Ζῆνα и Ζῆν, дор. Ζᾶν и Δᾶν; поздн. у Sext. gen. Ζεός, dat. Ζεΐ, acc. Ζέα) Зевс ( сын Кроноса и Реи - Κρόνου παῖς, Κρονίδης и Κρονίων Hom., Hes.; его эпитеты преимущ. у Hom.: ἄναξ βασιλεύς «владыка и повелитель», πατέρ ἀνδρῶν τε θεῶν τε «отец богов и людей», μητιέτα, ὕπατος μήστωρ «высший промыслитель», μέγα, μέγιστος, κύδιστος, ὑπερμενής, ὑψίζυγος «величайший из богов», πανομφαῖος «податель всех знамений»: Ζ. αἰθέρι ναίων, νύκτες τε καὴ ἡμέραι ἐκ Διός εἰσιν, Ζ. ὕει, Ζ. νίφει; νεφεληγερέτα, κελαινεφής «тучегонитель», εὐρυόπα, τερπικέραυνος, ἀργικέραυνος, ἀστεροπητής, ὑψιβρεμέτης, ἐριβρεμέτης, ἐρίγδουπος, στεροπηγερέτα «громовержец», αἰγίοχος «эгидодержавный», ξείνιος «блюститель законов гостеприимства», ἱκετήσιος «покровитель просящих об убежище», μειλίχιος, σωτήρ «спаситель», ἐλευθέριος «освободитель от иноземного ига», ἀγώνιος «бог браней», ὃρκιος, πίστιος «страж и покровитель верности», μόριος «защитник священных масличных рощ Аттики», ἑρκεῖος, ὁμόγνιος «хранитель домашнего очага и семейных уз», он брат и супруг Геры - πόσις Ἥρης, бог племени древних пеласгов - Πελασγικός, почитаемый во всей Греции, но с главным культовым центром в Додоне - Δωδωναῖος; иногда он обособляется от сонма богов, напр. в обращении ὦ Ζεῦ καὴ θεοί Xen.; впоследствии отождествл. с римск. Juppiter)πρὸς (τοῦ) Διός! — клянусь Зевсом!;
μὰ (τὸν) Δία! — нет, клянусь Зевсом!;νέ (τὸν) Δία! — да, клянусь Зевсом!;τῷ Διῒ πλούτου πέρι ἐρίζειν погов. Her. — тягаться в богатстве с (самим) Зевсом;Διὸς ὅ ἀστήρ Arst. — планета Юпитер;Διὸς ἡμέρα поздн. — четверг (лат. Jovis dies);Ζ. (κατα-) χθόνιος Hom. (ср. Juppiter Stygius Verg.) — подземный Зевс = Ἅιδης -
9 Ζεύς
AΖηύς IG12(3).1313
([place name] Thera), but Ζεύς ib.1316, al.; [dialect] Boeot. Δεύς (q.v.); voc.Ζεῦ Il.1.503
, etc.; gen.Διϝός BMus.Inscr.952
(Cephallenia, vi B.C.),Διός Il.1.63
, etc.; dat. (Argive, from Olympia, v B.C.),Διί Il.1.578
, al., IG12.80.12 (v B.C.), etc., [var] contr. Δί [ῑ] Pi.O.13.106, SIG9,35 (Elis, vi B.C., Syrac., v B.C., from Olympia); late ([place name] Pisidia), etc.; acc. Δία, rarer than Διός, Διί in Hom. (Il.1.394, al.), freq. later (cf. Skt. dyaús, gen. divás, loc. diví 'sky', 'heaven', 'day', loc. also dyávi,= Lat. Jove, acc. dyā´m,= Lat. diem,= Gr. Ζῆν (v. infr.)): also nom. [full] Ζήν prob. in A.Supp. 162 (lyr.); gen. dat. acc. Ζηνός, Ζηνί, Ζῆνα, Il.4.408, 2.49, 14.157, al., freq. in Trag. (Com. only in Trag. phrases); Coan (iv/iii B.C.); acc. Ζῆν (Ζῆν' Aristarch.
) Il.8.206, 14.265, 24.331, Hes.Th. 884, at end of verse, before vowel in next verse (stem Ζην- prob. originated in acc. sg.); Cret. Ττηνός, Ττηνί, GDI5024.23, 77, Τῆνα, Τηνί, ib.5039.11, 5145.12, (iii B.C.); nom. Δήν Hdn.Gr.2.911:—[dialect] Dor. and [dialect] Att.-[dialect] Ion. forms with α (of doubtful origin), nom. [full] Ζάν Pythag. ap. Porph.VP17, Ar.Av. 570; gen. (Chios, iv B.C.), Cerc.1.7, Philox.3.10, IG5(1).407 (Sparta, ii A.D.); Ζανός and Ζανί, Lyr.Adesp. 82A, B ([place name] Ionic); acc.Ζᾶνα Call.Fr.10.6P.
, cf. Euhem.24J. ( FGrH 63); nom. [full] Ζάς Pherecyd.Syr.1, 2 ( Ζής ap.Hdn.Gr. l.c.),Ζάς Ζαντός Choerob. in Theod.1.116
; [full] Δάν (q. v.); [full] Τάν Head Hist.Num. 2469 ([place name] Crete); nom. [full] Δίς Rhinth.14, Hdn.Gr. l.c.:—obl. cases Ζεός, Ζεΐ, Ζέα, cited by S.E.M.1.177, 195; Ζεῦν f.l. for Ζῆν' Aeschrio 8.5: the pl. Δίες, Δίας, Διῶν, Δισί, Ael.Dion.Fr. 127;τοὺς κτησίους Δίας Ath. 11.473b
;Δίες καὶ Ζῆνες Stoic.2.191
; EleanΖᾶνες Paus.5.21.2
:— Zeus, the sky-god, ὔει μὲν ὀ Z. Alc.34, cf. SIG93.34 (v B.C.), Thphr. Char.14.12, etc.;Ζεῦ ἄλλοι τε θεοί Il.6.476
; ὦ Ζεῦ καὶ πάντες θεοί, ὦ Ζεῦ καὶ θεοί, X.Cyr.2.2.10, Ar.Pl.1, etc.; , Ar.V. 323 (lyr., prob. l.);ὦ Ζεῦ βασιλεῦ, τῆς λεπτότητος τῶν φρενῶν Id.Nu. 153
; in oaths, οὐ μὰ Ζῆνα, twice in Hom., Il.23.43, Od.20.339: freq. in Com. and Prose, , Pl.R. 426b (c.Art.,μὰ τὸν Δί', οὐ Ar.V. 169
, al.);ναὶ μὰ Δία Id.Ach.88
, X.Mem.2.7.14; νὴ τὸν Δία or νὴ Δία, Ar.V. 217, Eq. 319, etc.; cf.νηδί; πρὸς τοῦ Διός Id.Av. 130
;πρὸς Διός X.An.5.7.32
; οὐ τὸν Δία alone, Ar.Lys. 986: prov. of enormous wealth,τῷ Διὶ πλούτου πέρι ἐρίζειν Hdt.5.49
.II of other deities, Ζ. καταχθόνιος,= Πλούτων, Il.9.457;Ζ. χθόνιος S.OC 1606
, SIG1024.25 (Myconos, iii/ii B.C.); of non-Greek divinities,Ζ. Ἄμμων Pi.P. 4.16
, etc.; freq. of Semitic Baalim, Z. Βεελβώσωρος, etc., OGI620 (Gerasa, i A.D.)), etc.; Z. Ὠρομάσδης,= Pers. Ahuramazda, ib.383.41 (Nemrud Dagh, i B.C.).III of persons, ὁ σχινοκέφαλος Z., iron. of Pericles, Cratin.71; in flattery of kings, Hdt.7.56 (of Xerxes); Ξέρξης ὁ τῶν Περσῶν Z. Gorg.Fr.5aD.; [ἱερεὺς] Σελεύκου Διὸς Νικάτορος OGI245.10
(ii B.C.); of the Roman emperors, Opp.C.1.3; Νέρων Z.Ἐλευθέριος IG7.2713.41
([place name] Acraephiae), etc.;Ζῆνα τὸν Αἰνεάδην AP9.307
(Phil.).IV Διὸς ἀστήρ the planet Jupiter, Pl.Epin. 987c, Arist.Mete. 343b30, etc.; soΖεύς Placit.2.32.1
, Cleom.2.7; Διὸς ἡμέρα a day of the week, D.C.37.19.V Pythag. name for the monad, Theol.Ar.12. -
10 Ζηνώνειος
Ζηνώνειος, ον,A of Zeno,αἵρεσις D.L.1.19
; τὸ Z. Ph.2.460; Z., ὁ, Stoic philosopher, D.L.7.5:—also [full] Ζηνωνικός, [dialect] Dor. [full] Ζᾱν-, ή, όν, ἔρως Cerc.9.16
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > Ζηνώνειος
-
11 Ἀζᾶνες
См. также в других словарях:
Ζαν — Ζάν, Ζανός, ὁ (Α) δωρ. και ιων. τ. τού Ζήν, Ζηνός, βλ. Ζευς … Dictionary of Greek
Ζαν ντ’ Αρκ — (Jeanne d’ Arc, Ντομρεμί, Καμπανία 1412 – Ρουέν 1431). Γαλλίδα ηρωίδα και αγία της Δυτ. Καθολικής Εκκλησίας. Σε ηλικία 13 ετών είδε στον κήπο του πατρικού σπιτιού της το πρώτο από τα οράματά της, όπου παρουσιαζόταν ο αρχάγγελος Μιχαήλ, η αγία… … Dictionary of Greek
Γκαμπέν, Ζαν — (Jean Gabin, Μιριέλ, Σεν ε Ουάζ 1904 – 1976). Καλλιτεχνικό ψευδώνυμο του Γάλλου ηθοποιού του κινηματογράφου Ζαν Αλεξίς Μονκορζέ (Moncorgé). Αφού εργάστηκε για οκτώ χρόνια στο ελαφρύ θέατρο, παρουσιάστηκε στον κινηματογράφο με το φιλμ οπερέτα… … Dictionary of Greek
Αλαμπέρ, Ζαν Λε Ρον Ντ΄- — (Jean Le Rond d’ Alembert, Παρίσι 1717 – 1783). Γάλλος μαθηματικός, φυσικός και φιλόσοφος. Νόθος γιος του στρατηγού Ντεστούς και της Μαντάμ ντε Τανσέν, εγκαταλείφθηκε αμέσως μετά τη γέννησή του στα σκαλοπάτια της εκκλησίας Σεν Ζαν Λε Ρον (από… … Dictionary of Greek
Βατό, Ζαν-Αντουάν — (Jean Antoine Watteau, Βαλανσιέν 1684 – Νοζάν σιρ Μαρν 1721). Γάλλος ζωγράφος. Η περίφημη σειρά των έργων του Αβρές γιορτές (Fêtes galantes) είναι η τελειότερη έκφραση του λεπτού γαλλικού πνεύματος των αρχών του 18ου αι. Λίγες πληροφορίες… … Dictionary of Greek
Κορό, Ζαν-Μπατίστ Καμίγ — (Jean Baptiste CamilleCorot, Παρίσι 1796 – 1875). Γάλλος ζωγράφος. Μαθήτευσε για διάστημα τριών ετών στο εργαστήριο του Ζαν Βικτόρ Μπερτέν, ενώ παράλληλα ζωγράφιζε στα περίχωρα του Παρισιού, στο δάσος του Φοντενεμπλό και στη Νορμανδία. Το 1825… … Dictionary of Greek
Λιλί, Ζαν-Μπατίστ ή Λούλι, Τζιοβάνι Μπατίστα — (Jean Baptiste Lulli ή Giovanni Battista Lulli, Φλωρεντία 1632 – Παρίσι 1687). Ιταλός συνθέτης, γαλλικής υπηκοότητας. Το 1646 εγκαταστάθηκε στο Παρίσι, όπου σπούδασε βιολί, τραγούδι και χορό και αναδείχτηκε στην Αυλή του Λουδοβίκου ΙΔ’, αρχικά ως … Dictionary of Greek
Ανουίγ, Ζαν — (Jean Anouilh, Μπορντό 1910 – 1987). Γάλλος θεατρικός συγγραφέας. Στις πρώτες του κωμωδίες,όπως Η Ερμίνα (1932), Ο ταξιδιώτης χωρίς αποσκευές (1937) και Η άγρια (1938), που μπορούν να θεωρηθούν προοίμιο της μελλοντικής θεατρικής του… … Dictionary of Greek
Αραγκό, Φρανσουά Ντομινίκ Ζαν — (François Dominique Jean Arago, Εσταζέλ νταλε Ρουσιγιόν 1786 – Παρίσι 1853). Γάλλος φυσικός, αστρονόμος και πολιτικός. Μόλις αποφοίτησε από την πολυτεχνική σχολή του Παρισιού, πήρε μέρος μαζί με τον Ζαν Μπατίστ Μπιό στις εργασίες μέτρησης του… … Dictionary of Greek
Βαν Νταμ, Ζαν Κλοντ — (Βέλγιο 1961 –). Καλλιτεχνικό ψευδώνυμο του Βέλγου ηθοποιού Ζαν Κλοντ Βαν Βάρενμπεργκ. Στράφηκε στον κινηματογράφο αμέσως μόλις έγινε γνωστός από τις πολεμικές τέχνες, όταν κέρδισε στο πανευρωπαϊκό πρωτάθλημα καράτε. Νωρίτερα ασχολήθηκε με τη… … Dictionary of Greek
Ζαρ, Ζαν Μισέλ — (Jean Michel Jarre, Λιόν 1948 –). Γάλλος συνθέτης, γιος του Μορίς Ζαρ (βλ. λ.). Ξεκίνησε τις μουσικές σπουδές του σε ηλικία 5 ετών και διδάχθηκε αρμονία, αντίστιξη και φούγκα στο Παρισινό Ωδείο. Οι μουσικές ανησυχίες του τον οδήγησαν, το 1968,… … Dictionary of Greek