-
1 Άννα
Άννα ηАнна –1) матерь Богородицы Приснодевы Марии;2) имя некоторых святых жен Православной Церкви;3) женское имяЭтим.< евр. Hannah «благодать» -
2 Ἅννα
{собств., 1}Пророчица, дочь Фануилова из колена Асирова, вдова, вместе с Симеоном приветствовавшая Иисуса-младенца в храме (Лк. 2:36). См. евр. 2584 (הָנּחַ).Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > Ἅννα
-
3 Άννα
{собств., 1}Пророчица, дочь Фануилова из колена Асирова, вдова, вместе с Симеоном приветствовавшая Иисуса-младенца в храме (Лк. 2:36). См. евр. 2584 (הָנּחַ).Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > Άννα
-
4 Ἅννα
Анна (пророчица служившая при храме); см. евр. (חַנָּה).Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > Ἅννα
-
5 Ἅννα
АннаАннеΕλληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > Ἅννα
-
6 μικρή Αγία Άννα
μικρή Αγία Άννα ηмалый скит Святой Анны – афонский скит, составляющий часть скита Святой Анны (см. Αγία Άννα). Находится в пустыни, где подвизаются монахи-исихасты. Состоит из девяти калив. В этом скиту имеется пещера, где подвизались и видели нетварный свет преподобный Дионисий, Ритор и МитрофанΗ εκκλησία λεξικό (Церковный словарь Назаренко) > μικρή Αγία Άννα
-
7 Αγία Άννα
Αγία Άννα ηскит Святой Анны на Святой Горе Афон. Был основан преподобным Геронтием в 14 веке. Находится на юго-западном побережье Афона между Новым Скитом и скалами горы Афон. Святая Анна – самый древний и большой скит Святой Горы, принадлежит Великой Лавре. В соборном храме скита сохраняются мощи святой Анны. Из этого скита началось движение Коливадов (см. Κολλυβάδες) -
8 Αγία Άννα Ν.Θ. 228
Αγία Άννα Ν.Θ. 228 Святая Анна Ν.Θ. 228 – один из паромов, принадлежащий Святой Общине Афона, перевозящий паломников. Отходит каждый день от пристани Дафни и идет до скита Святой АнныΗ εκκλησία λεξικό (Церковный словарь Назаренко) > Αγία Άννα Ν.Θ. 228
-
9 Άννας
Άννας οАнна – иудейский первосвященник, который вынес приговор к осуждению Господа Иисуса Христа на смерть;ΦΡ.από τον Άννα στον Καϊάφα — от Анны до Каиафы – в значении претерпевании страданий от одного мучителя к другому, см. ΚαϊάφαςЭтим.см. Άννα -
10 αγιαννανίτης
αγιαννανίτης οмонах, подвизающийся в скиту Святой Анны (Афон) или в малом скиту Святой Анны (μικρή Αγία Άννα)Η εκκλησία λεξικό (Церковный словарь Назаренко) > αγιαννανίτης
-
11 451
{собств., 1}Пророчица, дочь Фануилова из колена Асирова, вдова, вместе с Симеоном приветствовавшая Иисуса-младенца в храме (Лк. 2:36). См. евр. 2584 (הָנּחַ).Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > 451
См. также в других словарях:
ἄννα — ἄννᾱ , ἀνά νάω flow pres imperat act 2nd sg ἄννᾱ , ἀνά νάω flow imperf ind act 3rd sg (homeric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Άννα — Άννα, η και Αννιώ, η κύρ. όνομα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Άννα — I Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Αδελφή της Διδούς, της ερωμένης του Αινεία. Προσπάθησε να τον πείσει να μην εγκαταλείψει την αδελφή της και, όταν αυτός έφυγε (υπακούοντας στις θεϊκές εντολές), η Διδώ αυτοκτόνησε από τη λύπη της. Σύμφωνα πάντως… … Dictionary of Greek
Άννα-Μαρία — (Κοπεγχάγη 1946 –).Βασίλισσα της Ελλάδας (1964 74). Κόρη του βασιλιά Φρειδερίκου και της βασίλισσας Ίνγκριντ, πριγκίπισσα της Δανίας, παντρεύτηκε τον τότε βασιλιά της Ελλάδας Κωνσταντίνο, στις 18 Σεπτεμβρίου 1964. Μετά το δημοψήφισμα του 1974,… … Dictionary of Greek
ἀννᾶ — ἀνά νάω flow pres subj act 1st sg (doric aeolic) ἀνά νάω flow pres ind act 1st sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἅννα — ἔννᾱ , ἔννους thoughlful neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Καλουτά, Άννα και Μαρία — (Αθήνα 1923 και 1921 –). Ηθοποιοί του θεάτρου, του κινηματογράφου και της τηλεόρασης. Σπούδασαν πιάνο αλλά σταδιοδρόμησαν ως ηθοποιοί. Παρουσιάστηκαν για πρώτη φορά στη σκηνή της Μαρίκας Κοτοπούλη σε ηλικία μόλις 4 ετών η Άννα και 6 η Μαρία. Από… … Dictionary of Greek
Μανιάνι, Άννα — (Anna Magnani, Ρώμη 1908 – 1973). Ιταλίδα ηθοποιός του θεάτρου και του κινηματογράφου. Σύμφωνα με μια μάλλον επινοημένη φήμη, ήταν αιγυπτιακής καταγωγής από τον άγνωστο πατέρα της. Ανατράφηκε από τη γιαγιά της σε μια φτωχογειτονιά της Ρώμης.… … Dictionary of Greek
Αγία Άννα — Ονομασία έξι οικισμών. 1. Παράλιος οικισμός (υψόμ. 10 μ., 192 κάτ.) της Νάξου. Βρίσκεται στο δυτικό άκρο του νησιού. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Νάξου του νομού Κυκλάδων. 2. Ορεινός οικισμός (υψόμ. 570 μ., 413 κάτ.) του νομού Ηλείας. Βρίσκεται… … Dictionary of Greek
Βερούλη, Άννα — (Καβάλα 1957 –). Πρωταθλήτρια στίβου. Η Β. υπήρξε η αθλήτρια που συνέβαλε με τις διακρίσεις της στην αναγέννηση του ελληνικού αθλητισμού και στην προσέλκυση περισσότερων γυναικών στα στάδια του στίβου. Μεγάλωσε στην Καβάλα και εντάχθηκε στο… … Dictionary of Greek
Γκορένκο, Άννα Αντρέγεβνα — Ρωσίδα ποιήτρια. Βλ. λ. Αχμάτοβα, Άννα Αντρέγεβνα … Dictionary of Greek