Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

Άννα

См. также в других словарях:

  • ἄννα — ἄννᾱ , ἀνά νάω flow pres imperat act 2nd sg ἄννᾱ , ἀνά νάω flow imperf ind act 3rd sg (homeric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Άννα — Άννα, η και Αννιώ, η κύρ. όνομα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Άννα — I Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Αδελφή της Διδούς, της ερωμένης του Αινεία. Προσπάθησε να τον πείσει να μην εγκαταλείψει την αδελφή της και, όταν αυτός έφυγε (υπακούοντας στις θεϊκές εντολές), η Διδώ αυτοκτόνησε από τη λύπη της. Σύμφωνα πάντως… …   Dictionary of Greek

  • Άννα-Μαρία — (Κοπεγχάγη 1946 –).Βασίλισσα της Ελλάδας (1964 74). Κόρη του βασιλιά Φρειδερίκου και της βασίλισσας Ίνγκριντ, πριγκίπισσα της Δανίας, παντρεύτηκε τον τότε βασιλιά της Ελλάδας Κωνσταντίνο, στις 18 Σεπτεμβρίου 1964. Μετά το δημοψήφισμα του 1974,… …   Dictionary of Greek

  • ἀννᾶ — ἀνά νάω flow pres subj act 1st sg (doric aeolic) ἀνά νάω flow pres ind act 1st sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἅννα — ἔννᾱ , ἔννους thoughlful neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Καλουτά, Άννα και Μαρία — (Αθήνα 1923 και 1921 –). Ηθοποιοί του θεάτρου, του κινηματογράφου και της τηλεόρασης. Σπούδασαν πιάνο αλλά σταδιοδρόμησαν ως ηθοποιοί. Παρουσιάστηκαν για πρώτη φορά στη σκηνή της Μαρίκας Κοτοπούλη σε ηλικία μόλις 4 ετών η Άννα και 6 η Μαρία. Από… …   Dictionary of Greek

  • Μανιάνι, Άννα — (Anna Magnani, Ρώμη 1908 – 1973). Ιταλίδα ηθοποιός του θεάτρου και του κινηματογράφου. Σύμφωνα με μια μάλλον επινοημένη φήμη, ήταν αιγυπτιακής καταγωγής από τον άγνωστο πατέρα της. Ανατράφηκε από τη γιαγιά της σε μια φτωχογειτονιά της Ρώμης.… …   Dictionary of Greek

  • Αγία Άννα — Ονομασία έξι οικισμών. 1. Παράλιος οικισμός (υψόμ. 10 μ., 192 κάτ.) της Νάξου. Βρίσκεται στο δυτικό άκρο του νησιού. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Νάξου του νομού Κυκλάδων. 2. Ορεινός οικισμός (υψόμ. 570 μ., 413 κάτ.) του νομού Ηλείας. Βρίσκεται… …   Dictionary of Greek

  • Βερούλη, Άννα — (Καβάλα 1957 –). Πρωταθλήτρια στίβου. Η Β. υπήρξε η αθλήτρια που συνέβαλε με τις διακρίσεις της στην αναγέννηση του ελληνικού αθλητισμού και στην προσέλκυση περισσότερων γυναικών στα στάδια του στίβου. Μεγάλωσε στην Καβάλα και εντάχθηκε στο… …   Dictionary of Greek

  • Γκορένκο, Άννα Αντρέγεβνα — Ρωσίδα ποιήτρια. Βλ. λ. Αχμάτοβα, Άννα Αντρέγεβνα …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»