Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

Κολλυβάδες

  • 1 Κολλυβάδες

    Κολλυβάδες οι
    Коливады – монахи-святогорцы, стоявшие во главе духовного возрождения на Афоне в 17 веке. Последователи течения по возрождению святоотеческой мысли и традиции. Главными представителями коливадов были святые Никодим Святогорец (1749-1809), Неофит Кавсокаливит (1715-1784). Они назывались «коливадами», потому что были против служения панихиды в Воскресенье (на которую приносилось коливо)

    Η εκκλησία λεξικό (Церковный словарь Назаренко) > Κολλυβάδες

  • 2 Αγία Άννα

    Αγία Άννα η
    скит Святой Анны на Святой Горе Афон. Был основан преподобным Геронтием в 14 веке. Находится на юго-западном побережье Афона между Новым Скитом и скалами горы Афон. Святая Анна – самый древний и большой скит Святой Горы, принадлежит Великой Лавре. В соборном храме скита сохраняются мощи святой Анны. Из этого скита началось движение Коливадов (см. Κολλυβάδες)

    Η εκκλησία λεξικό (Церковный словарь Назаренко) > Αγία Άννα

См. также в других словарях:

  • Κολλυβάδες — Κίνημα μοναχών που αναπτύχθηκε στο Άγιον Όρος κατά τον 18o και τον 19o αι., τα μέλη του οποίου, παραμένοντας πιστά στην αρχαία εκκλησιαστική παράδοση, αντιδρούσαν στη συνήθεια να τελούνται μνημόσυνα και να προσφέρονται κόλλυβα την ημέρα της… …   Dictionary of Greek

  • κολλυβιστής — ο (Α κολλυθιστής) [κολλυβίζω] αυτός που κάνει ανταλλαγές νομισμάτων, αργυραμοιβός, σαράφης («ἐξέβαλε πάντας τοὺς πωλοῡντας καὶ ἀγοράζοντας ἐν τῷ ἱερῷ καὶ τὰς τραπέζας τῶν κολλυβιστῶν κατέστρεψε», ΚΔ) νεοελλ. (στον πληθ. ως κύριο όν.) οι… …   Dictionary of Greek

  • Ευαγγελισμού Θεοτόκου, μονή — Ονομασία διαφόρων μοναστηριών. 1. Μετόχι στον νομό Ιωαννίνων, που ιδρύθηκε τον 11o αι. 2. Σκιάθου. Ανδρικό μοναστήρι το οποίο εξαρτάται από τη μητρόπολη Χαλκίδος. Ιδρύθηκε το 1794 από τους Κολλυβάδες του Αγίου Όρους, μοναχούς που διαφωνούσαν στην …   Dictionary of Greek

  • Νικόδημος ο Αγιορείτης — (Νάξος 1749 – Άγιον Όρος 1809). Λόγιος μοναχός και πολυγραφότατος συγγραφέας θρησκευτικών βιβλίων. Μαθητής σε κάποιο ενοριακό σχολείο της πατρίδας του, σπουδαστής αργότερα στην Ευαγγελική Σχολή της Σμύρνης (1765 70), κοντά στον υπερσυντηριτικό… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»