Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

)+η+ιδέα+2)+(

  • 81 идея

    [ιντιέγια] ουσ θ ιδέα

    Русско-эллинский словарь > идея

  • 82 абсолют

    α.
    αυθυπαρξία, το αυθύπαρκτο, το απόλυτο, το αυτοτελές (πνεύμα, ιδέα, θεός).

    Большой русско-греческий словарь > абсолют

  • 83 абстракт

    α.
    αφηρημένο πράγμα, ιδέα.

    Большой русско-греческий словарь > абстракт

  • 84 бредовой

    κ. бредовый επ.
    παραληρητικός, του παραληρήματος•

    -ое состояние κατάσταση παραληρήματος.

    || ανόητος, παράλογος• ανεδαφικός• φανταστικός•

    -ая идея παραληρητική ιδέα.

    Большой русско-греческий словарь > бредовой

  • 85 взгляд

    α.
    1. βλέμμα, ματιά.
    2. άποψη, γνώμη, ιδέα, πεποίθηση•

    политические -ы οι πολιτικές πεποιθήσεις•

    правильный взгляд σωστή άποψη•

    высказать свой взгляд λέγω τη γνώμη μου•

    на взгляд φαινομενικά, εξ όψεως•

    на мой взгляд κατά τη γνώμη μου•

    на первый взгляд εκ πρώτης όψεως•

    с первого -а από (με) την πρώτη ματιά.

    Большой русско-греческий словарь > взгляд

  • 86 вздумать

    ρ.σ.
    σκέφτομαι, μου κατεβαίνει, μου έρχεται στο νου η σκέψη, η ιδέα.
    βλ. ρ. ενεργ. φ.

    Большой русско-греческий словарь > вздумать

  • 87 взлелеять

    ρ.σ.μ.
    1. μεγαλώνω, διαπαιδαγωγώ με αγάπη.
    2. μτφ. τρέφω (ιδέα, σκέψη κ.τ.τ.).

    Большой русско-греческий словарь > взлелеять

  • 88 внедрить

    ρ.σ.μ., παθ. μτχ. παρλθ. χρ. -ренный, βρ: -рен, -рена, -рею
    κάνω να ριζώσει, εμφυτεύω, εμβάλλω, θεμελιώνω, εισάγω•

    внедрить в производство εισάγω στην παραγωγή•

    внедрить в со3нание необходимость дисциплины εμφυτεύω στη συνείδηση (κάνω συνείδηση) την ανάγκη της πειθαρχίας.

    ριζώνομαι, εμφυτεύομαι, θεμελιώνομαι• μου τυπώνεται•

    ей -лась мысль της ρίζωσε (της τυπώθηκε) η ιδέα.

    Большой русско-греческий словарь > внедрить

  • 89 возмечтать

    ρ.σ.
    1. ονειροπολώ, φαντασιοκο-πω, ρεμβάζω.
    2. (απλ.) μεγαλαυχώ, καυχιέμαι, έχω μεγάλη ιδέα για τον εαυτό μου.

    Большой русско-греческий словарь > возмечтать

  • 90 воображать

    ρ.δ., παθ. μτχ. ενστ. воображаемый
    βλ. вообразить.
    εκφρ.
    воображать о себе – έχω μεγάλη ιδέα για τον εαυτό μου, είμαι φανταρμένος.

    Большой русско-греческий словарь > воображать

  • 91 выношенный

    επ. από μτχ.
    1. καλομελετημένος, ώριμος•

    -ая идея καλομελετημένη ιδέα.

    2. άχρηστος από τη χρήση, φθαρμένος, κουρελιασμένος, λιωμένος.

    Большой русско-греческий словарь > выношенный

  • 92 гвоздь

    -я, πλθ. гвозди, -ей α. καρφί, καρφοβελόνα, ποντίλλα•

    деревянный гвоздь ξυλοκάρφι•

    прибить -ями καρφώνω.

    || μτφ. ο πιο βασικός, ο κυριότερος, το κλειδί.
    εκφρ.
    -ем засесть ή оид9тьκ.τ.τ. μου τυπώνεται, μου κολλά (για ιδέα, σκέψη κλπ.)• никаких -ей (απλ.) τίποτε άλλο, τίποτε παραπάνω.

    Большой русско-греческий словарь > гвоздь

  • 93 гениальный

    επ., βρ: -лен, -льна, -льно.
    μεγαλοφυής•

    -ое произведение μεγαλοφυές έργο•

    -ая идея μεγαλοφυής ιδέα.

    Большой русско-греческий словарь > гениальный

  • 94 главный

    επ.
    κύριος, πρώτιστος, βασικός• κεφαλαιώδης, ουσιώδης•

    -ая идея книги η κύρια ιδέα του βιβλίου•

    -ые силы противника οι κύριες δυνάμεις του αντίπαλου•

    это самое -ое αυτό είναι το κυριότερο.

    || γενικός•

    -ая квартира το γενικό στρατηγείο•

    главный инженер ο γενικός μηχανικός, αρχιμηχανικός•

    главный врач ο αρχίατρος•

    главный редактор αρχισυντάκτης.

    εκφρ.
    - ое предложение – (γραμμ.) κύρια πρόταση•
    - ая книга – (λογιστ.) το καθολικό (βιβλίο)•
    - ым образом – κυρίως, κατά κύριο λόγο, κατά πρώτο, βασικά•
    - ое дело – πρώτο και κύριο, ιδιαίτερα σοβαρό, πολύ ουσιώδες.

    Большой русско-греческий словарь > главный

  • 95 доминанта

    θ.
    επικρατούσα, δεσπόζουσα, κυριαρχούσα—ιδέα.

    Большой русско-греческий словарь > доминанта

  • 96 думать

    ρ.δ.
    1. σκέφτομαι, -πτομαι, διανοούμαι, στοχάζομαι, συλλογιέμαι, διαλογίζομαι•

    о чём вы -ете? τι σκέφτεστε;•

    ему лень думать αυτός βαριέται, που ζει•

    тут нечего думать γι' αυτό δε χρειάζεται καμιά σκέψη•

    и не -ете это делать ούτε καν να το σκέφτεστε να το πράξετε.

    2. υποθέτω, έχω τη γνώμη• νομίζω•

    придёт ли он? — я -ю θα έρθει άραγε αυτός; νομίζω думать ναι•

    не -ю δε νομίζω, δεν πιστεύω•

    что вы об этом: -ете? τι γνώμη έχετε γι' αυτό;

    || εικάζω, υποψιάζομαι, υποθέτω.
    3. προτίθεμαι, σκοπεύω, σχεδιάζω, λογαριάζω•

    мне этот дом не нравится; я -ю продать его αυτό το σπίτι δε μου αρέσει, σκοπεύω να το πουλήσω.

    4. φροντίζω, νοιάζομαι, ενδιαφέρομαι•

    -ю только о себе κοιτάζω μόνο τον εαυτούλη μου•

    он не -ет о других αυτός δε νοιάζεται για τους άλλους.

    εκφρ.
    и не -ю – ούτε καν σκέφτομαι, δε με απασχολεί καθόλου•
    думать думу ή думушку – σκέφτομαι, σπάζω το κεφάλι μου•
    он много -ет о себе – αυτός έχει μεγάλη ιδέα για τον εαυτό του•
    не долго думать – χωρίς πολλή σκέψη (αδίσταχτα)•
    не думано – απρόοπτα•
    я -ю! – και βέβαια! εννοείται!
    μου φαίνεται, λογιάζω, κάνω τη σκέψη•

    мне -ется, что не приедет νομίζω πως δε θά 'ρθει•

    всё вышло так, как -лось όλα ήρθαν έτσι, όπως τα λογάριαζα.

    Большой русско-греческий словарь > думать

  • 97 забить

    -бью, -бьешь, προστκ. -бей, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. забитый, βρ: -бит, -а, -о; ρ.σ.μ.
    1. μπήγω, καρφώνω•

    забить сваю μπήγω πάσσαλο•

    забить гвозды χτυπώ καρφιά•

    забить клин βάζω σφήνα.

    (αθλτ.) βάζω, περνώ στο στόχο•

    гол βάζω γκολ, σημειώνω τέρμα•

    забить шар в угол περνώ μέσα τη μπίλα (στο μπιλιάρδο).

    2. κλείνω, σφαλίζω, σφραγίζω, ταπώνω, βουλώνω• εμ-φράζω, φράζω•

    забить окна досками κλείνω τα παράθυρα με σανίδες•

    забить щели паклей βουλώνω τις χαραμάδες με στουπί•

    забить проход εμφράζω τη δίοδο.

    || μπουκώνω. || γεμίζω, καργάρω•

    забить сарай γεμίζω κάργα την ξυλαποθήκη με καυσόξυλα.

    3. ξεμπερδεύω, ξεκάνω ξυλοκοπώντας.
    4. αποβλακώνω, ξεκουτιαίνω.
    5. πνίγω, εμποδίζω την ανάπτυξη•

    сорняки -ли всходы τα ζιζάνια έπνιξαν τις φύτρες.

    || ξεπερνώ, υπερτερώ•

    этот инженер всех забьет αυτός ο μηχανικός θα τους φάει όλους.

    6. σκοτώνω, φονεύω (στο κυνήγι, στον πόλεμο κ.τ.τ.).
    7. αρχίζω να χτυπώ•

    -ли барабаны άρχισαν να χτυπούν τα τύμπανα•

    забить тревогу αρχίζω να χτυπώ συναγερμό.

    || αρχίζω να τουφεκίζω. || ηχώ, χτυπώ, βγαίνω, εξέρχομαι με δύναμη. || προκαλώ τρόμο, τρεμούλα.
    εκφρ.
    забить голову кому – συσκοτίζω το μυαλό κάποιου•
    ему -ли голову метафизикой – τού ‘σχισαν το κεφάλι με τη μεταφυσική•
    забить в себе в голову – τυπώνω στο μυαλό, μου κολλά (τυπώνεται) η ιδέα.
    1. μαζεύομαι, περιορίζομαι• κρύβομαι•

    забить в угол μαζεύομαι στη γωνία.

    2. διαπερνώ, εισχωρώ, πέφτω (για χιόνι, σκόνη κ.τ.τ.)
    3. μπουκώνω, βουλώνω•

    труба -лась ο σωλήνας βούλωσε.

    || αρχίζω να χτυπώ. || χτυπώ, χτυπιέμαι•

    забить головой о стену χτυπώ το κεφάλι στον τοίχο.

    || χτυπιέμαι (σε παράφορα θλίψης). || αρχίζω να πάλλω•

    сердце -лось η καρδιά άρχισε να χτυπά.

    Большой русско-греческий словарь > забить

  • 98 забрать

    -беру, -берешь, παρλθ. χρ. забрал
    -ла, -ло, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. забранный, βρ: -ран, -а, -о
    ρ.σ.μ.
    1. παίρνω, πιάνω, λαβαίνω με τα χέρια. || παλ. παίρνω δανεικά, δανείζομαι (κυρίως για χρήματα).
    2. παίρνω•

    взять с собой παίρνω μαζί μου.

    3. αφαιρώ, αρπάζω•

    за долг -ал его поле για το χρέος του πήρε το χωράφι-του.

    || συλλαμβάνω•

    его -ал патруль τονι πήρε (έπιασε) η περίπολος.

    4. μτφ. κυριεύω, κατέχω, καταλαβαίνω•

    его -ла охота τον κυρίευσε η επιθυμία•

    его -ал страх τον κυρίευσε ο φόβος•

    ее -ла мысль την κυρίευσε η σκέψη.

    5. (ραπτ.) μαζεύω, κοντεύω, παίρνω•

    забрать шов μαζεύω λίγο τη ραφή•

    забрать рукар κοντεύω λίγο το μανίκι.

    6. αποκλίνω, κόβω•

    -вправо κόβω δεξιά.

    7. αγκιστρώνομαι, σκαλώνω•

    якорь -ал η άγκυρα έπιασε.

    εκφρ.
    забрать силу – παίρνω (αντλώ) δύναμη• αποκτώ επίδραση• забрать(себе) в голову μου κολλά (τυπώνεται) στο μυαλό η ιδέα.
    (γραμμ. στοιχ. βλ. забрать1) ρ.σ.μ. κλείνω, φράζω.

    Большой русско-греческий словарь > забрать

  • 99 замысел

    -ела α.
    1. σκοπός, δι,άθεση, πρόθεση, βλέψη.
    2. (φιλγ., καλλιτχ.) η κύρια ιδέα έργου.

    Большой русско-греческий словарь > замысел

  • 100 здоровый

    επ., βρ: -ров, -а, -о
    1. υγιής, γερός• ζωηρός•

    здоровый организм γερός οργανισμός•

    -вид ζωηρή όψη•

    в -ом теле здоровый дух γερό μυαλό σε γερό κορμί (νους υγιής εν σώματι υγιεί).

    || μτφ. σωστός, λογικός, ορθός•

    -ая политика σωστή πολιτική•

    -ая критика σωστή κριτική•

    -ая идея σωστή ιδέα (σκέψη).

    2. υγιεινός•

    здоровый ая пища υγιεινή τροφή•

    здоровый воздух καθαρός αέρας.

    3. ουσ. ρωμαλέος, εύρωστος, εύεκτος, γερός.
    4. (με σημ, κατηγ.) ακούραστος• επιτήδειος, ικανός.
    5. (απλ.) δυνατός, ισχυρός.
    εκφρ.
    будь -ов! – α) χαίρετε, αντίο, γεια σας! β) (μετά από φτάρνισμα) υγεία! γ) (στην πρόποση) στην υγειά σας! βίβα!•
    по добру по –ву – ε το καλό•
    убирайтесь по добру по здоровый ву – φύγετε απ εδώ με το καλό.

    Большой русско-греческий словарь > здоровый

См. также в других словарях:

  • ἰδέα — ἰδέᾱ , ἰδέα form fem nom/voc/acc dual (ionic) ἰδέᾱ , ἰδέα form fem nom/voc sg (attic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ιδέα —         (idea) (греч.) идея.         см. Эйдос. Философский энциклопедический словарь. М.: Советская энциклопедия. Гл. редакция: Л. Ф. Ильичёв, П. Н. Федосеев, С. М. Ковалёв, В. Г. Панов. 1983 …   Философская энциклопедия

  • ιδέα — Φιλοσοφική έννοια. Κατά την πρωταρχική της έννοια σημαίνει την ορατή μορφή, την όψη. Κατ’ επέκταση, ο όρος αναφέρεται γενικά στη μορφή, στο είδος και στο γένος. Στην καθημερινή χρήση της, η λέξη ι. υπονοεί καθετί που υπάρχει στον ανθρώπινο νου… …   Dictionary of Greek

  • ιδέα — η 1. τέλεια μορφή που συλλαμβάνουμε για κάτι: Ιδέα της τέλειας ισότητας. 2. έννοια κάποιου πράγματος ή ιδιότητας: Ιδέα του Θεού. – Ιδέα της πατρίδας. 3. ιδανικό, ιδεώδες: Ιδέα της ελευθερίας. – Ιδέα της δικαιοσύνης. 4. γνώμη που έχουμε για κάτι:… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἰδέᾳ — ἰδέαι , ἰδέα form fem nom/voc pl (ionic) ἰδέᾱͅ , ἰδέα form fem dat sg (attic doric ionic aeolic) ἰδέαι , ἰδέω know pres ind mp 2nd sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Великая идея (Μεγάλη Ιδέα) — Великая идея (греч. Μεγάλη Ιδέα Мегали Идэа)  ирридентистская концепция греков под игом Османской империи (Τουρκοκρατία), подразумевавшая реставрацию Византийской империи с центром в Константинополе. В среде греческой знати Константинополя… …   Википедия

  • Μεγάλη Ιδέα — Πολιτικό και εθνικό ιδεώδες που διαδόθηκε στον ελληνικό κόσμο στις αρχές του 19ου αι. και διήρκεσε έως την τρίτη δεκαετία του 20ού αι. Ο όρος Μ.I. ανάγεται στον 19ο αι. και αποδίδεται στον Κωλέττη, αλλά η ύπαρξη και η επίδραση που άσκησε στους… …   Dictionary of Greek

  • ἰδέας — ἰδέᾱς , ἰδέα form fem acc pl (ionic) ἰδέᾱς , ἰδέα form fem gen sg (attic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἰδέαι — ἰδέα form fem nom/voc pl (ionic) ἰδέᾱͅ , ἰδέα form fem dat sg (attic doric ionic aeolic) ἰδέω know pres ind mp 2nd sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἰδέαν — ἰδέᾱν , ἰδέα form fem acc sg (attic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἰδεῶν — ἰδέα form fem gen pl (ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»