-
21 доминанта
1. (важнейшая составная часть чего-л) о δεσπόζων/επικρατών παράγοντας ^(господствующая идея) η κύρια/δεσπόζουσα σκέψη ή ιδέα 3. муз. η δεσπόζουσα.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > доминанта
-
22 мотив
1. (побудительная причина, основание, повод, довод) η αφορμή, η πρόφαση, η αιτία, το κίνητρο 2. литер. η ιδέα, το σχέδιο 3. муз. о σκοπός.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > мотив
-
23 мысль
1. (мыслительный процесс) η σκέψη, ο στοχασμός 2. (продукт мышления) η σκέψη, η ιδέα, (убеждение, взгляд) η άποψηРусско-греческий словарь научных и технических терминов > мысль
-
24 понятие
η έννοια, η ιδέα, το νόημαРусско-греческий словарь научных и технических терминов > понятие
-
25 убеждение
η πειθώ, η πεποίθηση, η ιδέα.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > убеждение
-
26 безыдейный
безыдейн||ыйприл χωρίς ἰδέα, χωρίς ἰδεολογικότητα. -
27 блеснуть
блесну||тьсов ἀστράφτω, ἀπαστράπτω, λάμπω, ἀπαυγάζω/ ἀκτινοβολώ (сверкнуть):\блеснутьла молния ἀστραψε; у меня \блеснутьла мысль μοῦ ήρθε ἡ ἰδέα. -
28 вбить
вбитьсов см. вбивать; ◊ он вбил себе в голову, (что)... τοῦ καρφώθηκε ἡ ίδέα, ὅτι... -
29 вздуматься
взду́ма||тьсясов безл:мне \вздуматьсялось погулять μοῦ ήλθε ἡ ίδέα νά κάνω περίπατο· ему́ \вздуматьсялось... τοδ σκαρφίστηκε νά..., τοδ ἐκάπνισε νά...· как \вздуматьсяется ὀπως νομίζετε, ὀπως ἐπιθυμείτε. -
30 воззренне
воззренн||ес ἡ ἀντίληψη [-ις], ἡ ίδέα/ ἡ ἀποψη, ἡ γνώμη (мнение):материалистические \воззреннея οἱ ὑλιστικές ἀντιλήψεις. -
31 возникать
возник||атьнесов ἀναφύομαι, ἐγείρομαι/ ἐμφανίζομαι, παρουσιάζομαι (появляться)/ γεννώμαι (зарождаться):\возникатьают новые города ἀνεγείρονται (или χτίζονται) νέες πόλεις· у иее возникло сомнение. τής γεννήθηκε ἡ ἀμφιβολία· у меня возникла мысль μοῦ ήλθε ἡ ἰδέα· \возникатьают новые трудности παρουσιάζονται καινούριες δυσκολίες. -
32 возомнить
возомнитьсов:\возомнить о себе σχηματίζω μεγάλην ίδέα γιά τόν ἐαυτό μου, ἀλαζο-νεΰομαι. -
33 воображать
вообра||жатьнесов φαντάζομαι, βάζω στό νοῦ μου:\воображатьжаю, каким ты стал φαντάζομαι πῶς θά ἔγινες· \воображатьжать всякие ужасы βάζω στό νοῦ μου τρομερά πράγματα· она \воображатьжала себя актрисой θεωρούσε τόν ἐαυτό τής ἡθοποιό· ◊ много о себе \воображатьжать разг ἔχω μεγάλη ἰδέα γιά τόν ἐαυτό μου. -
34 дельный
дельн||ыйприл πρακτικός, πραχτικός, θετικός, σοβαρός (толковый)/ ίκανός, ἐπιδέξιος, τῆς δουλειάς (способный, умелый):\дельный человек θετικός ἀνθρωπος· \дельныйая мысль ἡ πρακτική (или ἡ γόνιμη) ίδέα. -
35 думать
дума||тьнесов1. σκέφτομαι, σκέπτομαι / συλλογίζομαι, στοχάζομαι (размышлять):не долго \думатья χωρίς πολλές σκέψεις, χωρίς δισταγμό· я даже не \думатью οὔτε τό σκέφτομαι· тут нечего \думать δέν χρειάζεται πολλή σκέψη·2. (полагать) νομίζω, μοῦ φαίνεται, ὑποθέτω, πιστεύω:\думатью, что он не прав νομίζω δτι δέν ἐχει δίκη ὁ, πιστεύω δτι ἐχει ἄδικο· не \думатьκ> δέν πιστεύω· что вы об этом \думатьете? τί γνώμη ἔχετε γι ' αὐτό;· вы так \думатьете? ἐτσι νομίζετε;·3. (намереваться) σκοπεύω, λογαριάζω, ἔχω πρόθεση [-ιν]:я \думатью остаться до́ма σκοπεύω νά μείνω στό σπίτι·4. (заботиться, интересоваться) σκέφτομαι, σκέπτομαι, νοιάζομαι:\думать» только о себе σκέφτομαι μόνο τόν ἐαυτό μου· не \думать о других δέν νοιάζομαι γιά τους ᾶλλους· ◊ и не \думатью! οὔτε μοῦ πέρασε ἀπ' τό μυαλό!, οὔτε τό σκέπτομαι!· и \думать нечего μή διστάζεις καθόλου· много о себе \думать ἔχω μεγάλη Ιδέα γιά τόν ἐαυτό μου· \думатьться безл разг φαίνεται:мне \думатьется, что... μοῦ φαίνεται, πώς... -
36 забирать
забира||тьнесов1. (брать) παίρνω:\забирать у кого́-л. τοῦ παίρνω· \забирать с собой παίρνω μαζί μου·2. (овладевать) πιάνω, καταλαμβάνω:меня \забиратьет страх μέ πιάνει φόβος·3. (при шитье) μαζεύω· ◊ \забирать в голову μοῦ κολλᾶ στό μυαλό ἡ Ιδέα. -
37 замысел
замыселм1. (намерение) τό σχέδιο[ν], ἡ πρόθεση [-ις]·2. (идея) ἡ ίδέα. -
38 засесть
засе||стьсов1. (за что-л.) καθίζω, ἐγκαθίσταμαι:\засесть за работу στρώνομαι στή δουλειά·2. (где-л.) πιάνω θέσεις, ἐγκαθίσταμαι:\засесть дома κλείνομαι (или παραμένω) στό σπίτι· \засесть в засаду στήνω ἐνέδρα, ἐνεδρεύω·3. (застрять) прям., перен καρφώνομαι:э́та мысль \засестьла у него́ в голове τοῦ καρφώθηκε αὐτη ἡ ἰδέα στό μυαλό. -
39 затеи
затеиж1. ἡ ἐπιχείρηση [-ις]:безу́м-ная \затеи ὁ παραλογισμός·2. (забава) ἡ Ιδέα, ἡ πρωτοβουλία. -
40 малейший
малейш||ий(превосх. ст:от малый) ἐλάχιστος, παραμικρός, μικρότατος:не иметь ни \малейшийего понятия о чем-л. δέν ἔχω κἄν Ιδέα γιά κάτι.
См. также в других словарях:
ἰδέα — ἰδέᾱ , ἰδέα form fem nom/voc/acc dual (ionic) ἰδέᾱ , ἰδέα form fem nom/voc sg (attic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ιδέα — (idea) (греч.) идея. см. Эйдос. Философский энциклопедический словарь. М.: Советская энциклопедия. Гл. редакция: Л. Ф. Ильичёв, П. Н. Федосеев, С. М. Ковалёв, В. Г. Панов. 1983 … Философская энциклопедия
ιδέα — Φιλοσοφική έννοια. Κατά την πρωταρχική της έννοια σημαίνει την ορατή μορφή, την όψη. Κατ’ επέκταση, ο όρος αναφέρεται γενικά στη μορφή, στο είδος και στο γένος. Στην καθημερινή χρήση της, η λέξη ι. υπονοεί καθετί που υπάρχει στον ανθρώπινο νου… … Dictionary of Greek
ιδέα — η 1. τέλεια μορφή που συλλαμβάνουμε για κάτι: Ιδέα της τέλειας ισότητας. 2. έννοια κάποιου πράγματος ή ιδιότητας: Ιδέα του Θεού. – Ιδέα της πατρίδας. 3. ιδανικό, ιδεώδες: Ιδέα της ελευθερίας. – Ιδέα της δικαιοσύνης. 4. γνώμη που έχουμε για κάτι:… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἰδέᾳ — ἰδέαι , ἰδέα form fem nom/voc pl (ionic) ἰδέᾱͅ , ἰδέα form fem dat sg (attic doric ionic aeolic) ἰδέαι , ἰδέω know pres ind mp 2nd sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Великая идея (Μεγάλη Ιδέα) — Великая идея (греч. Μεγάλη Ιδέα Мегали Идэа) ирридентистская концепция греков под игом Османской империи (Τουρκοκρατία), подразумевавшая реставрацию Византийской империи с центром в Константинополе. В среде греческой знати Константинополя… … Википедия
Μεγάλη Ιδέα — Πολιτικό και εθνικό ιδεώδες που διαδόθηκε στον ελληνικό κόσμο στις αρχές του 19ου αι. και διήρκεσε έως την τρίτη δεκαετία του 20ού αι. Ο όρος Μ.I. ανάγεται στον 19ο αι. και αποδίδεται στον Κωλέττη, αλλά η ύπαρξη και η επίδραση που άσκησε στους… … Dictionary of Greek
ἰδέας — ἰδέᾱς , ἰδέα form fem acc pl (ionic) ἰδέᾱς , ἰδέα form fem gen sg (attic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἰδέαι — ἰδέα form fem nom/voc pl (ionic) ἰδέᾱͅ , ἰδέα form fem dat sg (attic doric ionic aeolic) ἰδέω know pres ind mp 2nd sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἰδέαν — ἰδέᾱν , ἰδέα form fem acc sg (attic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἰδεῶν — ἰδέα form fem gen pl (ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)