Перевод: с русского на греческий

с греческого на русский

)+για

  • 121 пожарный

    επ.
    πυροσβεστικός• της πυρκαγιάς•

    -ая команда πυροσβεστικός λόχος•

    пожарный шланг ο πυροσβεστικός υδροσωλήνας (μάνικα)•

    пожарный насос πυροσβεστική αντλία•

    -ое депо πυροσβεστικός σταθμός•

    пожарный дым ο καπνός της πυρκαγιάς;

    ουσ. πυροσβέστης.
    εκφρ.
    в -ом порядке – βεβιασμένα, εσπευσμένα•
    на всякий пожарный случай – για κάθε ενδεχόμενο, για ώρα ανάγκης, για καλό και για κακό.

    Большой русско-греческий словарь > пожарный

  • 122 ползти

    ползу, ползшь, παρλθ. χρ. полз
    -ла, -ло
    ρ.δ.
    1. έρπω, ερπύζω, σέρνομαι με την κοιλιά•

    червь ползт по земле το σκουλήκι σέρνεται στη γη•

    ползти вверх ανέρπω•

    ползти вокруг περιέρπω.

    2. μτφ. αργοκινούμαι, βραδυ-κινούμαι. || μεταδίνομαι αργά (για ήχους). || ρέω, χύνομαι, αργά.
    3. αναρριχιέμαι, σκαρφαλώνω• περιελίσσομαι.
    4. ελίσσομαι, βαίνω ο-φιοειδώς (για δρόμο κ.τ.τ.).
    5. (για χρόνο)• περνώ, διαβαίνω αργά.
    6. ξεφλουδίζομαι, απολεπίζομαι, βγαίνω, πέφτω. || πέφτω, ξεκόβομαι βαθμιαία• κατολισθαίνω•

    берег -зт η όχθη (ακτή) ξεκόβεται από λίγο-λίγο;

    7. ξεφτίζομαι. || χύνομαι από το φούσκωμα•

    тсто -зт из квашни το ζυμάρι χύνεται από το δοχείο.

    || (για βρέφη) μπουσουλώ, -ιζω.

    Большой русско-греческий словарь > ползти

  • 123 при

    (πρόθεση).
    1. (για τόπο) πλησίον,κοντά, σιμά, παρά, εγγύς, κατά•

    при входе стоит часовой κοντά στην είσοδο στέκεται σκοπός•

    город при реке παραποτάμια πόλη•

    жить при станции ζω κοντά στο σταθμό•

    при совете министров παρά το υπουργικό συμβούλιο•

    сражение при фермопилах η μάχη στις Θερμοπύλες•

    при институте κοντά στο Ινστιτούτο•

    ясли заводе βρεφικός σταθμός κοντά στο εργοστάσιο•

    поставить при себе τοποθετώ κοντά μου.

    2. μπροστά, ενώπιον, επι παρουσία•

    при снохе ни говори такие вещи μπροστά στη νύφη μη μιλάς τέτοια πράματα•

    при мне он ничего не сказал μπροστά μου αυτός δεν είπε τίποτε.

    3. (για χρόνο)• κατά•

    при отъезде κατά την αναχώρηση•

    при входе κατά την είσοδο•

    при обыске κατά την έρευνα.

    || σε • κατά•

    темно, при каждом шорохе она вздрагивала ήταν σκοτάδι, σε κάθε θρόισμα αυτή σάστιζε.

    || (για συνθήκες, περιβάλλον) κατά, σε•

    при резкой изменении температуры κατά την απότομη αλλαγή της θερμοκρασίας.

    4. (για ύπαρξη αντικειμένων, πραγμάτων κ.τ.τ.) με•

    он всегда был при деньгах αυτός πάντοτε ήταν με χρήματα ή είχε χρήματα.

    5. με, χάρη σε•

    при содействии друзей με τη συνδρομή των φίλων•

    при помоши сестры με τη βοήθεια της αδερφής.

    6. μαζί, μετά•

    надо иметь при себе справку с места работы πρέπει να έχεις μαζί σου βεβαίωση από τον τόπο εργασίας•

    прилагая при см βάζοντας (υποβάλλοντας) συνημμένα.

    7. επί, τον καιρό•

    при царе επί τσάρου.

    8. παρά, ενάντια•

    при всём его желании παρ όλη του τη θέληση.

    Большой русско-греческий словарь > при

  • 124 прорезать

    -режу, -режешь
    ρ.σ.μ.
    1. κόβω• κόβω κουμπότρυπες. || τρυπώ κόβοντας•

    прорезать скэ.-терть κόβω το τραπεζομάντηλο.

    2. διασχίζω•

    молния -ла небо η αστραπή διέσχισε τον ουρανό•

    железная дорога -ла лес η σιδηροδρομική γραμμή διέσχισε το δάσος (πέρασε μέσα από το δάσος).

    || αυλακώνω (για ρυτίδες ουλές).
    3. κόβω (για ένα χρον. διάστημα).
    1. φύομαι, βγαίνω, σκάζω (για δόντια).
    2. διεισδύω, διασχίζω•

    прорезать сквозь толпу διασχίζω το πλήθος.

    3. αυλακώνω (για ρυτίδες).
    ρ.δ.
    βλ. прорезать (1, 2 σημ.).
    βλ. прорезаться (1, 2 σημ.).

    Большой русско-греческий словарь > прорезать

  • 125 рассыпать

    -плю, -плешь, προστκ. рассыпь ρ.σ.μ.
    1. (δια)σκορπίζω, διασπείρω• χύνω•

    рассыпать по скатерти соль χύνω το αλάτι στο τραπεζομάντηλο•

    всю муку она -ла на пол όλο το αλεύρι αυτή το έχυσε στο πάτωμα•

    рассыпать уголь σκορπίζω το κάρβουνο•

    рассыпать сено σκορπίζω το χόρτο.

    2. ρίχνω•

    рассыпать муку по мешкам ρίχνω αλεύριστα τσουβάλια.

    3. (για μαλλιά) αφήνω να πέσουν, να κρέμονται.
    4. αραιώνω•

    рассыпать роту δίνωαραιά διάταξη στο λόχο.

    1. (δια)σκορπίζομαι, διασπείρομαι.
    2. πέφτω, γίνομαι κομμάτια, κομματιάζομαι.
    3. (για μαλλιά) πέφτω, κρέμομαι•

    е волосы -лись прядами по плечам τα μαλλιά της έπεφταν μπούκλες στους ώμους.

    4. (για πλήθος, κοπάδι) φεύγω προς διάφορες κατευθύνσεις• σκορπίζω, -ομαι• χωρίζομαι, κατανέμομαι, μοιράζομαι•

    охотники -лись по лесу οι κυνηγοί σκόρπισαν στο δάσος.

    5. διαχέομαι• αναλύομαι•

    рассыпать в коплиментах κάνω πολλά κοπλιμέντα•

    рассыпать в похвалах εγκωμιάζω πολύ, πλέκω εγκώμια.

    6. ηχώ (διακοφτά, τρεμουλιαστά). || διαδίδομαι, ακούομαι (για γέλιο, κελάηδημα κ.τ.τ.).
    ρ.δ.
    βλ. рассыпать.
    βλ. рассыпаться.

    Большой русско-греческий словарь > рассыпать

  • 126 себя

    себе, собою κ. собой, о себе (αυτοπαθής αντων. για τα τρία γένη)• εαυτός•

    каждый отвечает за себя ο καθένας είναι υπεύθυνος για τον εαυτό του•

    каждый работает для себя ο καθένας εργάζεται για τον εαυτό του•

    никто не хочет обесчестить себя κανένας δε θέλει να ατιμάσει τον εαυτό του•

    он думает только о себе αυτός σκέφτεται μόνο για τον εαυτό του•

    я не доволен собою δεν είμαι ευχαριστημένος από τον εαυτό μου•

    судить других по себе κρίνω τους άλλους από τον εαυτό μου•

    ты вредишь себе κακό του εαυτού σου κάνεις•

    он вне себя от радости είναι εκτός εαυτού από τη χαρά.

    || (δικό) μου, σου, του κ.τ.τ. он порезал себе палец αυτός έκοψε το δάχτυλο του•

    брать (взять) кого с собой παίρνω κάποιον μαζί μου•

    за себя πίσω μου.

    || κάποτε η μετάφραση του στην ελληνική είναι περίσσια•

    она обратила на себя взоры публики αυτή τράβηξε την προσοχή ή επέσυρε τα βλέμματα του πλήθους•

    берите это на себя επιφορτιστείτε αυτή την υπόθεση•

    присвоить -е чужое имение ιδιοποιούμαι ξένο κτήμα•

    мне что-то не по себе κάπως δεν αισθάνομαι καλά.

    εκφρ.
    к себе – σπίτι μου•
    себя я пригласил его к себе – τον προσκάλεσα σπίτι μου•
    от себя – από μένα, από μέρος μου, εξ ονόματος μου•
    по себе – α) κατ εμέ• κατά τις δυνάμεις μου, κατά τις απαιτήσεις μου•
    найти работу по себе – βρίσκω δουλειά της αρεσκείας μου. β) πίσω μου•
    оставить по себе добрую память – αφήνω πίσω μου καλή ανάμνηση•
    α) άφωνα• μέσα μου• με σιγανή φωνή.
    β) брать, взять, принять на себя – παίρνω επάνω μου, υπ ευθύνη μου, υπεύθυνα•
    не в себе – εκτός εαυτού•
    не по себе – α) αδιαθετώ, β) βλ. неудобно•
    быть самим собой – όπως μου (του κλπ.) αρέσει, πρέπει στον ίδιο•
    собой – ή (απλ.) из себя κατά την εμφάνιση•
    себе на уме кто – είναι κρυφός, πονηρός•
    сам по себе – αυτός καθ εαυτόν•
    у себя – στο σπίτι μου, στο γραφείο μου κ.τ.τ.

    Большой русско-греческий словарь > себя

  • 127 сказать

    окажу, скажешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. сказанный, βρ: -зан, -а, -о
    ρ.σ.
    1. βλ. говорить.
    2. παλ. διηγούμαι.
    3. ανακοινώνω, γνωστοποιώ (απόφαση, διαταγή).
    4. скажем ως παρνθ. λ. να πούμε, παραδείγματος χάρη.
    5. προστκ. скажи(те) πες, πέστε (για αγανάκτηση, θαυμασμό κ.τ.τ.). || скажешь! είπες (καισύ) ! (περ ιφρονητ ικά στον συνομιλητή).
    εκφρ.
    как сказать – (για) να πούμε• κατά κάποιον τρόπο•
    лучше, вернее, проще, точнее сказать – για να πω καλύτερα, σωστότερα, πιο απλά, ακριβέστερα•
    можно сказать – (παρνθ. λ.) μπορώ να πω•
    нечего сказать – δε μπορώ να πω τίποτε (να επικρίνω)•
    ничего не -жешь – είναι άψογο, συμφωνώ ότι είναι καλό, σωστό•
    -ите на милость ή пожалуйстаβλ. 5 σημ. чтобы не сказать... για να μην πω... (κάτι χειρότερο, βαρύτερο).
    1. βλ. говориться.
    2. εκδηλώνομαι, φαίνομαι, φανερώνομαι. || επιδρώ, επιρεάζω.
    3. λέγω, ανακοινώνω, γνωστοποιώ.
    4. πάνω, προσποιούμαι•

    сказать больным κάνω τον άρρωστο.

    Большой русско-греческий словарь > сказать

  • 128 служить

    слуяу, служишь, μτχ. ενστ. служащий
    ρ.δ.
    1. υπηρετώ (εκτελώ δημόσια, στρατιωτική ή άλλη υπηρεσία).
    2. παλ. είμαι υπηρέτης, δούλος.
    3. παλ. δουλεύω σαν υποταγής. || προσφέρω εκδούλευση• εξυπηρετώ.
    4. προσφέρω τις υπηρεσίες μου•

    служить родине υπηρετώ την πατρίδα•

    служить народу υπηρετώ το λαό.

    || αποδίδομαι ολοκληρωτικά σε κάτι•

    служить бахусу το ρίχνω στο πιοτί (λατρεύω το Βάκχο)•

    служить Мамоне λατρεύω το Μαμωνά (τον πλούτο).

    5. εκτελώ τον προορισμό μου (για μέλη, όργανα του σώματος κ.τ.τ.).
    6. χρησιμεύω, χρησιμοποιούμαι•

    шинель эта -ла мне одеялом αυτή η χλαίνη μου χρησίμευσε για σκέπασμα•

    служить примером χρησιμεύω για παράδειγμα.

    7. ιερατευω• λειτουργώ, εκτελώ λειτουργία.
    8. (για μερικά ζώα) στέκομαι στα πισινά πόδια.
    βλ. ρ. ενεργ. φ. (6 σημ.).

    Большой русско-греческий словарь > служить

См. также в других словарях:

  • για — (I) (πρόθ., σύνδ.). Ι. (ως πρόθ. και με έκθλιψη γι ) εκφράζει: 1. αναγκαστικό αίτιο(«τσακώνονται για το παραμικρό») 2. τελικό αίτιο, σκοπό («τόν σκότωσε για την τιμή της») 3. κίνηση σε τόπο («φεύγω για το σπίτι») 4. ικανότητα, αρμοδιότητα,… …   Dictionary of Greek

  • για — 1. πρόθεση που σημαίνει α. αιτία και σκοπό: Καταδικάστηκε για τη δολοφονία της γυναίκας του. β. κατεύθυνση: Μπήκε στο αεροπλάνο για το Παρίσι. γ. καταλληλότητα: Αλοιφή για εγκαύματα. δ. αξία, τίμημα: Αναγκάστηκε να το πουλήσει για ένα κομμάτι… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Συνθήκη για το Εξώτερο Διάστημα — Ο πλήρης τίτλος της είναι Συνθήκη για τις Αρχές που διέπουν τις Δραστηριότητες Κρατών στην Εξερεύνηση και Χρήση του Εξώτερου Διαστήματος, της Σελήνης και Άλλων Ουρανίων Σωμάτων. Πρόκειται για διεθνή συνθήκη που εγκρίθηκε από την 21η σύνοδο της… …   Dictionary of Greek

  • Ευρωπαϊκή Κοινότητα για την Ατομική Ενέργεια — (Ευρατόμ). Βλ. λ. Ευρωπαϊκή Ένωση (Ιστορία) …   Dictionary of Greek

  • ραβδούχος — Για τους αρχαίους Έλληνες ρ. ήταν αυτός που κρατούσε τη ράβδο ως ένδειξη αξιώματος, δηλαδή ως κριτής ή ένας από τους πέντε, που επέβλεπαν την τήρηση της τάξης στο θέατρο καθώς και στους αγώνες. Οι «αλύται» της Ολυμπίας ονομάζονταν ρ. (Θουκ. 5,… …   Dictionary of Greek

  • ουρανός — Για τον γήινο παρατηρητή, είναι ο ημισφαιρικός θόλος που φαινομενικά ορίζει το διάστημα και στον οποίο προβάλλονται κατά τη νύχτα οι ορατοί αστέρες. Ο. αποκαλείται και ό,τιδήποτε έχει το σχήμα του ουράνιου θόλου, όπως οροφή ή στέγη σε σχήμα θόλου …   Dictionary of Greek

  • χώρος — Για τη στοιχειώδη γεωμετρία, χ. είναι μια αυτονόητη έννοια και αποτελείται από το περιβάλλον μέσα στο οποίο είναι δυνατόν να τοποθετηθούν νοερά τα άλλα, επίσης αυτονόητα, γεωμετρικά στοιχεία: σημεία, ευθείες, επίπεδα. Τα σύγχρονα όμως μαθηματικά… …   Dictionary of Greek

  • σωματογραφία — Για να απεικονίσουμε ανθρωπολογικό υλικό έχουμε, εκτός τη φωτογραφία και τη γεωμετρική σχεδίαση, και τη σ. Τη σ. χρησιμοποιούμε για να κάνουμε διαγράμματα του κρανίου, μπορούμε όμως και να τη χρησιμοποιήσουμε και για άλλα οστά (οστεογραφία) και… …   Dictionary of Greek

  • συντεταγμένες γεωγραφικές — Για τον ακριβή προσδιορισμό οποιουδήποτε σημείου πάνω στη Γη, καταφεύγουμε σ’ ένα ιδιαίτερο σύστημα συντεταγμένων, οι οποίες συνίστανται από το πλάτος και το μήκος και έχουν ως βασική αναφορά τον Ισημερινό και τον πρωτεύοντα ή αρχικό μεσημβρινό.… …   Dictionary of Greek

  • ακριβοποτίζω — (για φυτά και μτφ. για τα παιδιά) ποτίζω με πολλή στοργή και αγάπη, ακριβανατρέφω*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ακριβο * + ποτίζω] …   Dictionary of Greek

  • αναγραίνω — (για μαλλί ή βαμβάκι) ξαίνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ανα * + γραίνω «ανοίγω με τα δάχτυλα το πυκνό μπλεγμένο μαλλί για να γίνει ευκολότερο το ξάσμα»] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»