-
1 собой
собойтвор. п. от себя· ◊ само́ \собой разумеется εἶναι αὐτονόητο[ν]· она хороша \собой εἶναι ὀμορφη. -
2 собой
-
3 себя
себя(себе, собой, собою) мест, воэвр. ἐαυτόν, ἐαυτήν:брать на \себя что́-л. ἀναλαμβάνω κάτι· познай самого́ \себя γνώθι σαυτόν написать от \себя γράφω ἐκ μέρους μου· поставить себе цель βάζω σκοπό μου· пригласить к себе προσκαλώ σπίτι μου· они́ недовольны собой δέν εἶναι εὐχαριστημένοι ἀπ' τόν ἐαυτό τους· он много рассказывал о себе διηγούνταν πολλά γιά τόν ἐαυτό του· ◊ вне \себя ἔξω φρενών приходить в \себя συνέρχομαι· владеть собой συγκρατιέμαι, συγκρατώ τόν ἐαυτό μου· мне не по себе разг δέν ἔχω διάθεση, δέν αίσθάνομαι καλά· за собой (позади) (ἀπό) πίσω μου· сам по себе αδτός καθ' ἐαυτός· προ \себя а) ἀπό μέσα Ι-οο, κατ· ἰδίαν (читать), б) μέ τό ἐαυτό μου, μόνος μου (торить)· быть себе на Уме́ разг εἶναι ιτονηρός, εἶναι τετραπέρατος· хорош собой ἔχει ὅμορφο πα-ροοσιαστικό· само собою разумеется εἶναι αὐτονόητα -
4 себя
себе, собою κ. собой, о себе (αυτοπαθής αντων. για τα τρία γένη)• εαυτός•каждый отвечает за себя ο καθένας είναι υπεύθυνος για τον εαυτό του•
каждый работает для себя ο καθένας εργάζεται για τον εαυτό του•
никто не хочет обесчестить себя κανένας δε θέλει να ατιμάσει τον εαυτό του•
он думает только о себе αυτός σκέφτεται μόνο για τον εαυτό του•
я не доволен собою δεν είμαι ευχαριστημένος από τον εαυτό μου•
судить других по себе κρίνω τους άλλους από τον εαυτό μου•
ты вредишь себе κακό του εαυτού σου κάνεις•
он вне себя от радости είναι εκτός εαυτού από τη χαρά.
|| (δικό) μου, σου, του κ.τ.τ. он порезал себе палец αυτός έκοψε το δάχτυλο του•брать (взять) кого с собой παίρνω κάποιον μαζί μου•
за себя πίσω μου.
|| κάποτε η μετάφραση του στην ελληνική είναι περίσσια•она обратила на себя взоры публики αυτή τράβηξε την προσοχή ή επέσυρε τα βλέμματα του πλήθους•
берите это на себя επιφορτιστείτε αυτή την υπόθεση•
присвоить -е чужое имение ιδιοποιούμαι ξένο κτήμα•
мне что-то не по себе κάπως δεν αισθάνομαι καλά.
εκφρ.к себе – σπίτι μου•себя я пригласил его к себе – τον προσκάλεσα σπίτι μου•от себя – από μένα, από μέρος μου, εξ ονόματος μου•по себе – α) κατ εμέ• κατά τις δυνάμεις μου, κατά τις απαιτήσεις μου•найти работу по себе – βρίσκω δουλειά της αρεσκείας μου. β) πίσω μου•оставить по себе добрую память – αφήνω πίσω μου καλή ανάμνηση•α) άφωνα• μέσα μου• με σιγανή φωνή.β) брать, взять, принять на себя – παίρνω επάνω μου, υπ ευθύνη μου, υπεύθυνα•не в себе – εκτός εαυτού•не по себе – α) αδιαθετώ, β) βλ. неудобно•быть самим собой – όπως μου (του κλπ.) αρέσει, πρέπει στον ίδιο•собой – ή (απλ.) из себя κατά την εμφάνιση•себе на уме кто – είναι κρυφός, πονηρός•сам по себе – αυτός καθ εαυτόν•у себя – στο σπίτι μου, στο γραφείο μου κ.τ.τ. -
5 себя
себя (себе. собой, собою, о себе) τον εαυτό μου (σου, του, κτλ.) ◇ владеть собой αυτοκυριαρχώ; подумать про \себя σκέφτομαι μέσα μου; прийти в \себя συνέρχομαι; вне \себя έξω φρενών* * *(себе, собой, собою, о себе)τον εαυτό μου (σου, του, κτλ.)••владе́ть собо́й — αυτοκυριαρχώ
поду́мать про себя́ — σκέφτομαι μέσα μου
прийти́ в себя́ — συνέρχομαι
вне себя́ — έξω φρενών
-
6 влечь
влечь 1влягу, вляжешь, влягут, παρλθ. χρ. влег, влегла, -ло, ρ.σ.ξαπλώνω ανάμεσα, εισχωρώ, μπαίνω μέσα.влечь 2влеку, влечешь, влекут, παρλθ. χρ. влек, влекла, -ло, παθ. μτχ. ενεστ. влекомый, βρ: -ом, -а, -о, ρ.δ.μ.1. τραβώ, έλκω, ελκύω, σέρνω, σύρω•усталая лошадь еле влекла повозку το κουρασμένο άλογο μόλις μπορούσε και τραβούσε το κάρο.
2. μτφ. θέλγω•она влекла его к себе, как магнит αυτή τον τραβούσε σα μαγνήτης.
влечь за собой συνεπάγομαι, έχω σα συνέπεια, συνεπιφέρω, φέρω•
преступление -чет за собой наказание το έγκλημα συνεπάγεται τιμωρία•
одно несчастье -чет за собой другое το ένα κακό φέρνει το άλλο.
1. τραβιέμαι, έλκομαι, ελκύομαι, σύρομαι•телега -чется волами το κάρο το τραβούν τα βόδια.
|| αργοβαδίζω, σέρνομαι. || (γιαχρόνο) παρέρχομαι, περνώ αργά, αργοδιαβαίνω.2. μτφ. θέλγομαι, προσελκύομαι•ее сердце -клось к нему η καρδιά της αιχμαλωτίστηκε απ’ αυτόν.
-
7 за
πρόθεση με αιτ. ή οργανική.1. πέρα(ν), έξω•жить за городом ζω έξω από την πόλη•
пределами πέραν των ορίων, έξω από τα όρια•
выйти за дверь βγαίνω έξω από την πόρτα•
уехать за границу φεύγω για το εξωτερικό•
за морем, за морями πέραν των θαλασσών.
2. πίσω, όπισθεν, κοντά•запереть дверь за собой κλείνω πίσω μου την πόρτα•
идите за мною ελάτε κοντά μου (ακολουθείστε)•
он уехал вскорь -ним αυτός έφυγε αμέσως κοντά από ‘κείνον•
-садом πίσω από τον κήπο•
заложить руки за спинку βάζω τα χέρια πίσω•
гоняться за почестями επιδιώκω τιμές•
он пишет мне письмо за писмом μου γράφει γράμματα το ένα κοντά τ’ άλλο•
спрятаться за ширмы κρύβομαι πίσω από το παραβάνι•
он оставил его далеко за собой τον άφησε μακριά πίσω του•
у него ни собой ни за женой δεν έχει τίποτε ούτε αυτός ούτε η γυναίκα του.
3. για, διά•он наказан за свою вину αυτός τιμωρήθηκε για το σφάλμα του•
вступиться за кого παίρνω το μέρος κάποιου•
просить за кого παρακαλώ για κάποιον•
работать за двоих δουλεύω για δυό•
за кого вы меня принимаете για ποιόν με περνάτε•
ручаться за кого εγγυώμαι για κάποιον•
я купил это за десять рублей το αγόρασα για δέκα ρούβλια•
благодарить -... ευχαριστώ για...• все за одного, один за всех όλοι για τον ένα, ο ένας για όλους" за наличные деньги σε μετρητά (τοις μετρητοίς)•
платье это прелестно за то же оно и дорого το φόρεμα αυτό είναι θαυμάσιο, γι’ αυτό είναι και ακριβό•
выдаёт за достоверное το παρουσιάζουν για έγκυρο•
я бранил его за леность τον μάλωνα για την τεμπελιά του•
за раз, за один раз για μια φορά•
я зайду за вами в два часа θα σας επισκεφτώ στίς δυο η ώρα•
послать за лекарством στέλλω για φάρμακο•
ходить за детьми πηγαίνω για τα παιδιά•
он смотрит за моим домом αυτός επιβλέπει το σπίτι μου.
|| (σημαίνει σκοπό)•за великое дело για μεγάλο έργο•
бороться за первенство αγωνίζομαι για το πρωτάθλημα.
4. αντί, για•око за όκο οφθαλμόν αντί οφθαλμού•
зуб за зуб οδόντα αντί οδόντος.
5. υπέρ•говорить за и против μιλώ υπέρ και κατά• (στην ψηφοφορία)•
кто за? ποιος είναι υπέρ;•
стоять за правду υπερασπίζω την αλήθεια (το δίκαιο)•
за кем ή за чем дело стило για ποιόν ή για ποιο πράγμα πρόκειται.
6. (για χρόνο) κατά, την ώρα•это случилось за обедом αυτό συνέβηκε την ώρα του φαγητού.
7. από•взять за руку πιάνω από το χέρι•
повесить за ноги κρεμώ από τα πόδια•
водить за нос σέρνω από τη μύτη•
бросить за окно ρίχνω από το παραθύρι•
схватить кого за ворот πιάνω κάποιον από το γιακά•
приниматься за работу αρχίζω (πιάνω) τη δουλειά•
заткнуть что за пояс κρεμώ κάτι από τη ζώνη.
8. στον, στην, στο•сесть за стол, за обед, за ужин κάθομαι (παίρνω θέση) στο τραπέζι, στο γεύμα, στο δείπνο•
сидеть за столом, за обедом, за ужином κάθομαι (παραβρίσκομαι) στο τραπέζι, στο γεύμα στο δείπνο•
он дает за дочерью миллион драхм αυτός δίνει (προίκα) στη θυγατέρα του ένα εκατομύριο δραχμές•
за ваше здоровье στην υγεία σας.
9. (σημαίνει απόσταση)•за версту от сюда ένα βέρατιο από εδώ.
10. προς•нога за ногу, шаг за шагом βήμα προς βήμα.
11. με•она вышла за военного αυτή παντρεύτηκε, (με) στατιωτικό.
12. λόγω, για λόγους, για, ένεκα, εξ αιτίας• σαν, ως•за неспособностью λόγω ανικανότητας•
за старостью лет σαν παρήλικος•
награждать за службу βραβεύω για υπηρεσία•
за недостаток времени λόγω έλλειψης χρόνου.
13. εν, κατά•за отсуствием εν απουσία, απόντος.
14. (για εργασία, ασχολία)•взяться за работу πιάνω τη δουλειά•
взяться за перо πιάνω την πένα, αρχίζω να γράφω.
15. μέσα, εντός, στον, στην, στο•держать, спрятать камень за пазухом κρατώ, κρύβω πέτρα στον κόρφο (έχω ύπουλο σκοπό).
16. αντί, για, στη θέση•расписаться за брата υπογράφω για τον αδερφό.
17. (διάφορες επί μέρους σημασίες)•за вами остается еще два рубля μένετε ακόμα χρέος δυο ρούβλια•
запишите это за мною γράψετε το στο λογαριασμό μου (θα σας το χρωστώ εγώ)•
за мой счет με δικά μου έξοδα•
всеми расходами осталось еще сто рублей αφαιρουμένων όλων των εξόδων, έμειναν ακόμα εκατό ρούβλια•
ему за сорок лет αυτός είναι πάνω από σαράντα χρόνια, πέρασε τα σαράντα•
что за шум? τι θόρυβος είν’ αυτός•
ото было время... αυτό έγινε τον καιρό...
|| (με την ιδιότητα)•за подписью министра με την υπογραφή του υπουργού•
за то (αντιδιαστολή) γι’ αυτό.
|| σαν, ως, για•признать- благо ευδοκώ, συγκατανεύω.
|| (αντικείμενο επιδίωξης) •охотиться за куропатками κυνηγώ πέρδικες.
|| (άλλες σημασίες)•взяться за оружием παίρνω τα όπλα (επαναστατώ)•
за исключением εξαιρέσει, εκτός•
он за все сердится όλα του φταίνε•
заработок за год οι ετήσιες αποδοχές•
за неделю, за месяц σε μια βδομάδα, σ’ ένα μήνα•
ни за что με κανένα τρόπο.
-
8 захватить
захватить 1) (с собой ) παίρνω (μαζί μου) 2) (завладеть) αρπάζω, καταλαμβάνω σφετερίζομαι (присвоить)* * *1) ( с собой) παίρνω (μαζί μου) -
9 влечь
влеч||ьнесов1. книжн. (тащить) σέρνω, τραβῶ, σύρω, ἐλκω·2. (привлекать) προσελκύω, ἐπισύρω:его \влечьет к науке τόν τραβάει ἡ ἐπιστήμη, ἐχει κλί· ση στήν ἐπιστήμή ◊ \влечь за собой συνε· πάγομαι, συνεπιφέρω· это \влечьет за собой тяжелые последствия αὐτό θά ἔχει σοβαρές συνέπειες, αὐτό συνεπάγεται σοβαρές συνέπειες. -
10 повлечь
повлеч||ьсов (за собой) συνεπάγομαι, συνεπιφέρω, ἔχω σἀν ἀποτέλεσμα:это \повлечьет за собой важные последствия αὐτό θά συνεπιφέρει σοβαρές συνέπειες. -
11 каков
-а, -о αντων.1. (ερωτημ.) τι λογής; τι είδους;•ну что -а она? – чудо! – λοιπόν, τι λογής είναι αυτή; – θαύμα!•
каков он собой? τι εξωτερική εμφάνιση έχει;
2. (αναφορική) ποιος, τι•трудно сказать каков будет урожай δύσκολο είναι να προβλέψεις τι σοδειά θα έχομε•
каков он ποιος είναι αυτός•
-ы наши запасы ποια είναι τα αποθέματα μας.
|| πλθ. -ы όπως (ακολουθεί απαρίθμηση).3. επιφ. τι!каков мерзавец! τι παλιάνθρωπος! τι αχρείος!
εκφρ.каков ни на есть – οποιοσδήποτε•каков собой ή каков из себя – τι εμφάνιση έχει. -
12 сам
сама, само (οριστική αντωνυμία).1. ο ίδιος, μόνος (μου)- εγώ•я сам это сделал εγώ ο ίδιος το έκανα•
вы -и знаете εσείς οι ίδιοι ξέρετε ή μόνοι σας ξέρετε•
сам во всм виноват εγώ φταίω για όλα;•
других учит, а сам ничего не знает άλλους διδάσκει, ενω ο ίδιος δεν ξέρει τίποτε•
-а ест, другим не дат μόνη της τρώει, στους άλλους δε δίνει.
2. μόνος, εξ ιδίων•слзы так -и льются τα δάκρυα έτσι μόνα τους πηγαίνουν (ρέουν),
3. (επιτακτικό)• (και) ο ίδιος, ακόμα (και) ο ίδιος•сам чрт не разберт καιο διάβολος ακόμα δε μπορεί να ξέρει.
4. ουσ. ο νοικοκύρης, ο αφέντης, ο αρχηγός, το κεφάλι, ο τρανός•приехал ο τρανός ήρθε.
5. μαζί με ουσ. σημαίνει: ποιότητα, ιδιότητα• προσωποποίηση ή ενσάρκωση•он -а доброта ο ίδιος είναι η καλοσύνη (προσωποποίηση της καλοσύνης).
εκφρ.-а, -о собой – άθελα, ακούσια•глаза закрываются -и – τα μάτια κλείνονται μόνα τους•- о собой разумеется – εννοείται, είναι αυτονόητο, υπονοείται, εξυπακούεται, αυθυπακούεται, μιλά μόνο του•сам, сама, само по себе: α) μόνος μου, μοναχός μου, αυτοτελώς; β) αυτός καθ εαυτός, αυτή καβ εαυτή, αυτό καθ εαυτό• αυτός ο ίδιος, αυτή η ίδια, αυτό το ίδιο. γ) κάτι το ίδιο, το ιδιαίτερο•сам себе голова (хозяин, господин – κ.τ.τ.) είμαι αυτεξούσιος, αυτοκέφαλος, αυτοτελής, αυτοκυρίαρχος, κύριος εαυτού•сам, -а, -о за себя говорит – μιλά μόνο του, είναι ολοφάνερο. -
13 вода
1. (жидкость, представляющая собой соединение водорода с кислородом) το ύδωρразг. το νερόаммиачная - αμμωνιακό -, η υδαρής αμμωνίαдистиллированная - αποσταγμένο/απεσταγμένο -жёлтая - мед. το γλαύκωμαжёсткая - σκληρό -, ασβεστούχο -забортная - мор. θαλάσσιο -зельтерская - см. сельтерская -малая - мор. η ρηχία- θαλάσσηςмытьевая - πλυσίμα-τος/πλύσηςобессоленная - см. опресненная -оборотная - см. циркуляционная -отходящая - см. отработавшая -охлаждающая - ψύξης, ψυκτικό -охлаждённая - κρυο/κρυωμένο -питательная - (котла) мор. - τροφοδότησης (λέβητα), τροφοδοτικό -полная - мор. η πλήμμηполная квадратурная - η πλήμμη διχοτομικής παλίρροιας, η πλήμμη παλίρροιας τετραγωνισμούпроточная - τρεχούμενο -, ρέον -рабочая мор. - λειτουργίαςсбросная - см. отработавшая -солёная - см. морская -тяжелая - физ. βαρύ - (D20)химически связанная - χημι-κά/χημικώς ηνωμένο/ενωμένο -2. -ы мн. τα ύδατα (πλ)· грунторые - υπόγεια -сточные - ακάθαρτα -, τα βροχόνερα3. -ы мед. τα νεράРусско-греческий словарь научных и технических терминов > вода
-
14 держать
1. (не давать выпасть, сохранять за собой) κρατώ, βαστώ 2. (служить опорой чему-л, поддерживать) υποστηρίζω Заставлять оставаться где-л или находиться в каком-л. состоянии{}положении{}) κρατώ, θέτω υπό κράτηση 4. (хранить где-л.) κρατώ, φυλάσσω, έχω 5. (владеть кем-, чём-л.) κρατώ, κατέχω, διατηρώ 6. (двигаться в определённом направлении) κατευθύνομαι, κρατώ πορεία.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > держать
-
15 жалюзи
1. (ставни на окнах) το παραθυρόφυλλο, (шторы из связанных между собой пластинок) οι περσίδες, подъёмные - οι ανυψωμένες περσίδες (παραθύρου) 2. (paдиатора, двигателя) οι προστατευτικές περσίδες (θερμαντικού ή ψυγείου).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > жалюзи
-
16 завеса
(то, что закрывает собой что-л.) το φράγμα водяная горн. - (σταγόνων) του ύδατοςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > завеса
-
17 замещать
1. (заменять) αντικαθιστώ 2. (заменять собой) αναπληρώνω 3. (назна-чать на вакантную должность) συμπληρώνω (κενή θέση) 4. хим. υποκαθιστώ.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > замещать
-
18 подчёркнутый
1. (имеющий под собой черту) υπογραμμισμένος 2. (более отчётливый, выразительный) εκδηλωτικός, χαρακτηριστικός, εξαιρετικός.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > подчёркнутый
-
19 пояс
1. тех. η ζώνη, η λωρίδα, το ζωνάριшвеллерный - стр. η φλάντζα της δοκού2. мор. η σειρά ελασμάτωνширстречный - του ζωστήρα 3 (то что расположено полосой вокруг чего-л.окружает собой что-л.) η ζώνη, ο ζωστήρας, η λωρίδα, η ταινίαчасовой - ωρολογιακή -, ωριαία - άτρακτος4. (часть туловища между грудью и животом, талия) η μέση, η οσφύς 5. (часть поверхности земного шара между двумя меридианами) η ζώνη (της γης) 6. (климатическая зона) η ζώνη. тропический - τροπική - 7. эк. η ζώνη 8. (часть скелета позвоночных животных и человека, служащая для причленения к туловищу и опоры конечностей) η οσφύς.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > пояс
-
20 привезти
1. (доставить при помощи средств передвижения) μεταφέρω 2. (приехав, иметь с собой что-л предназначенное для передачи) φέρω μαζί μου, κομίζω 3. (приехав, сообщить какие-л. сведения) φέρω πληροφορίες/είδηση.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > привезти
См. также в других словарях:
собой — с лица, из себя, на лицо, лицом, собою, внешне, на вывеску Словарь русских синонимов. собой см. внешне Словарь синонимов русского языка. Практический справочник. М.: Русский язык. З. Е. Александрова. 2011 … Словарь синонимов
собой — СОБОЙ. см. себя. Толковый словарь Ушакова. Д.Н. Ушаков. 1935 1940 … Толковый словарь Ушакова
собой — и (устар., разг.) из себя. 1. См. представлять собой и изображать собой. 2. Он был очень толст и высок ростом, из лица смугл и безбород... (Тургенев). Старшая дочь их... необыкновенно миловидная из себя, играла очень хорошо на фортепьяно… … Словарь управления
Собой и Собою — нареч. разг. 1. Лицом, внешностью, фигурою Толковый словарь Ефремовой. Т. Ф. Ефремова. 2000 … Современный толковый словарь русского языка Ефремовой
Собой красава, да душа трухлява. — Собой красава, да душа трухлява. См. СУЩНОСТЬ НАРУЖНОСТЬ … В.И. Даль. Пословицы русского народа
Собой красава, да не по красаве слава. — Собой красава, да не по красаве слава. См. СУЩНОСТЬ НАРУЖНОСТЬ … В.И. Даль. Пословицы русского народа
Собой-то краля, а умом-то фаля. — Собой то краля, а умом то фаля. См. УМ ГЛУПОСТЬ … В.И. Даль. Пословицы русского народа
собой — собою – тв. ед. возвратного местоим. сѧ себя , др. русск. собою, ст. слав. собоѭ. Слав. инновация в связи с дат. себѣ, др. русск. собѣ или род. себе; ср. Бругман, Grdr. 2, 2, 419; Мейе, Introd. 336; Вондрак–Грюненталь, Vgl. Gr. 2, 72 … Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера
собой — нареч. качеств. обстоят. разг.; = собою Лицом, внешностью, фигурою. Толковый словарь Ефремовой. Т. Ф. Ефремова. 2000 … Современный толковый словарь русского языка Ефремовой
собой — соб ой (форма местоим. себ я) … Русский орфографический словарь
собой — (разг.) … Словарь многих выражений