-
1 ἄρτοι
хлебыхлебовΕλληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > ἄρτοι
-
2 αλιζω
I(ᾰ) [ἅλς II]1) солить, посыпать солью(ἄρτοι ἡλισμένοι Arst.)
2) кормить солью(τὰ πρόβατα Arst.)
II(ᾱ) [ἁλής] собирать(ἄγορον φιλων Eur.; στρατόν Her.)
ἐπέν ἁλισθῇ ἥ στρατιά Xen. — когда армия будет собрана;ἁ. τινὰς εἰς ταὐτό Plat. — собирать кого-л. в одно место -
3 αναβρεχω
-
4 ατριπτος
-
5 διπυρος
-
6 εωλος
2[ἕως]1) ( о кушаньях) вчерашний, т.е. несвежий, черствый(ἄρτοι Arst.)
2) перестоявшийся, загнивающий(τὸ λιμναῖον ὕδωρ Arst.)
3) обнаруживающий признаки разложения(νεκρός Luc.)
4) чадящий, зловонный(θρυαλλίς Luc.)
5) увядающий, блеклый(στέφανος Plut.; μύρτον Anth.)
6) устаревший, несовременный, стародавний(ἀδικήματα Dem.; σοφισμάτια Luc.; ῥαψῳδίαι, πράγματα Plut.)
7) ( о человеке) сильно запоздавший Plut.8) страдающий похмельем (со вчерашней попойки)(ἕ. καὴ τεταραγμένος Plut.)
-
7 μαζα
μάζα, μᾶζαἥ1) тесто Her.2) лепешка, ячменный хлеб(μᾶζαι καὴ ἄρτοι Plat.)
μ. ἀμολγαίη Hes. — молочный хлеб, сдобная лепешка -
8 μαζα...
μᾶζα...μάζα, μᾶζαἥ1) тесто Her.2) лепешка, ячменный хлеб(μᾶζαι καὴ ἄρτοι Plat.)
μ. ἀμολγαίη Hes. — молочный хлеб, сдобная лепешка -
9 νεω
I.II.III.III(fut. νεύσομαι и νευσοῦμαι; aor. ἔνευσα; эп. impf. ἕννεον) плавать, плытьκατὰ στόμα ἷξε νέων Hom. — (Одиссей) добрался до устья вплавь;
ἥ τοῦ νεῖν ἐπιστήμη Plat. — уменье плавать(fut. νήσω, aor. ἔνησα; aor. pass. ἐνήθην) прясть(νήματα Hes.; στήμονα Arph.)
τὰ νηθέντα Plat. — пряжа;ἅσσα οἱ νήσαντο Κατακλῶθες Hom. — то, что ему напряли Пряхи, т.е. МойрыIV(aor. ἔνησα; pf. pass. νένησμαι и νένημαι) нагромождать, наваливать, насыпать, складывать(πυράν Her., Plut.; ξύλα Eur.; τὰς πυράς Thuc.)
ἀμφορῆς νενησμένοι Arph. — набросанные в кучу кувшины, т.е. беспорядочная груда бессловесных существ;ἄρτοι νενημένοι Xen. — кучи хлеба -
10 νουμηνιος
I2употребляемый в праздник новолуния(ἄρτοι Luc.)
IIὅ зоол. предполож. кроншнепξυνῆλθεν ἀτταγᾶς τε καὴ ν. погов. Timon ap. Diog.L. — сошлись кулик с кроншнепом ( о неустойчивой связи)
-
11 πυρινος
I3(ῠ) [πῦρ]1) огненный(ἄστρα Arst.; σῶμα Plut.; θώρακες NT.)
2) горячийπύριναι νύμφαι Anth. — горячие источники
II3(ῡ) [πυρός II] пшеничный(στάχυς Eur.; ἄρτοι Xen.; πτισάνη Arst.)
-
12 υπερημερος
21) просрочивший день платежа, неуплативший в срок Lys., Plut.ὑ. ἐγένετό τινι Dem. — он не уплатил в срок кому-л.;
ὑ. γενέσθαι τῆς προθεσμίας Luc. — пропустить назначенный срок, но ὑ. γενέσθαι τοῦ βίου τινός Luc. появиться после чьей-л. смерти;ὑ. τῆς ζωῆς Luc. — живущий дольше положенного2) отсрочивший, отложившийτὸ τῆς δίκης ὑπερήμερον Plut. — отсрочка воздаяния;
ἄρτοι ὑπερήμεροι τῆς ἑορτῆς Luc. — хлебы, не поспевшие к празднику (по по друг. - оставшиеся от праздника) -
13 πρόθεσις
ἡ πρό|θεσις, εως 1. представление, предложение (напр., оἱ ἄρτοι τῆς προθέσεως хлебы предложения, выставлялись в Иерусалимском храме по субботам); 2. ['то, что человек положил себе'] намерение, план
См. также в других словарях:
ἄρτοι — ἄρτος cake masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κἄρτοι — ἄρτοι , ἄρτος cake masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσφορά — Στην οικονομική γλώσσα σημαίνει μία ποσότητα αγαθών ή υπηρεσιών που βρίσκεται διαθέσιμη στην αγορά σε μια δεδομένη στιγμή και σε μια καθορισμένη τιμή. Ο σχετικός καθορισμός της τιμής είναι απαραίτητος, γιατί η π. οποιουδήποτε αγαθού τείνει… … Dictionary of Greek
ενώπιος — (AM ἐνώπιος, ον) (το ουδ. ως επίρρ. ή πρόθ. με γεν.) ενώπιον κατά πρόσωπο, μπροστά σε κάποιον (α. «ενώπιον εμού τού συμβολαιογράφου» β. «ενώπιόν του εστάθησαν αρματωμένοι πάντες», Χρον. Mορ. γ. «ἐνώπιον ἁπάντων τῶν Ἑλλήνων», Αισχίν.) αρχ. 1.… … Dictionary of Greek
ζυμίτης — ζυμίτης, ὁ (Α) [ζύμη] 1. ο ένζυμος άρτος («ἄρτοι ζυμῑται μεγάλοι», Ξεν.) 2. στον πληθ. οἱ ζυμῑται (ενν. ἄρτοι) σύμβολο τής αιγυπτιακής πολιτείας … Dictionary of Greek
πρόθεση — Αμετάβλητο (άκλιτο) μέρος του λόγου, που δηλώνει τις σχέσεις αλληλεξάρτησης μεταξύ ενός ονόματος ή μιας ονομαστικής έκφρασης και των άλλων στοιχείων της πρότασης. Αν και διαφέρει από το επίρρημα και τον σύνδεσμο, οι σχέσεις εξάρτησης των οποίων… … Dictionary of Greek
πρόσωπο — Μέρος της κεφαλής που βρίσκεται κάτω από το μπροστινό τμήμα του κρανίου. Ο σκελετός του αποτελείται από 6 ζυγά οστά (άνω γνάθος, ζυγωματικό οστό, δακρυϊκό οστό, ρινικό οστό, κάτω ρινική κόγχη, υπερώιον) και από δύο μονά (κάτω γνάθος και ύνις)· τα … Dictionary of Greek
первородный — @font face {font family: ChurchArial ; src: url( /fonts/ARIAL Church 02.ttf );} span {font size:17px;font weight:normal !important; font family: ChurchArial ,Arial,Serif;} прил. (греч. πρωτότοκος) прежде других родившейся, поспевший,… … Словарь церковнославянского языка
ANNONAE Civicae — item Annonae Publicae, dicti sunt tit. Cod. de Annonis civ. panes, qui plebi Constantinopolit. olim Imperatoriâ liberalitate quottidie distribuebantur. l. 8. eod. tit. Annonas civicas in Urbe Constantinopol. scholae scutariorum et scutariorum… … Hofmann J. Lexicon universale
BUCCAE — apud Iuvenalem, Sat. 3. v. 35. Notaeque per oppida buccae: Et, Sat. 11. v. 34. Maevius et Matho buccae: in veterib. Glossis Buccones, sunt scurtae vel parasiti, qui alienâ bucceâ, h. e. quadrâ, vivunt. Graeci βουκκίονες ab eadem voce appellant.… … Hofmann J. Lexicon universale
PASTELLUM — vel Guesdum hodie vocatur, quod olim in Gallia Guastum, eâdem herba, quae Vitrum Latine et Graece ἴσατις; a qua id genus coloris, quô caeruleum tingitur, confici solet, sic dicta quod contusa in pastillos digeratur, Graeci recentiores πάςτιλλον… … Hofmann J. Lexicon universale