Перевод: с русского на греческий

с греческого на русский

(семью)

  • 1 семью

    επιρ. (στον πολλαπλασιασμό)• εφτά φορές•

    -пять семью тридцать пять εφτά φορές το πέντε = τριάντα πέντε• εφτά επι πέντε = τριαντα πέντε.

    Большой русско-греческий словарь > семью

  • 2 приёмный

    1. (предназначенный, служащий для приёма кого-, чего-л.) της λήψης, της υποδοχής 2. (назначенный для посещений, для приёма кого-л.) της υποδοχής, της ακρόασης, της επίσκεψης Заорганизованный, введённый для приема кого-, чего-л куда-л.) εισαγωγικ/ός 4. -ая (комната) το δωμάτιο/γραφείο αναμονής/υποδοχής 5. (тот{}та{}, кто приняли чужого ребёнка в свою семью и заменяющие ему родителя) θετ/ός 6. (ребёнок, принятый в чужую семью) θετ/ός

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > приёмный

  • 3 кормить

    корм||и́ть
    несов
    1. (питать) τρέφω, θρέφω, σιτίζω/ ταγίζω, ταίζω (чаще животных):
    \кормить досыта ταίζω χορταστικά· \кормить на убой разг τρέφω γιά σφάξιμο·
    2. (грудью) θηλαζω, γαλουχώ, βυζαίνω·
    3. (содержать) διατρέφω, συντηρώ, διατηρώ:
    \кормить всю семью συντηρώ ὀλη τή οἰκο-γένεια· ◊ \кормить обещаниями τρέφω μέ ὑποσχέσεις· соловья ба́снями не кормят погов. νηστικό ἀρκοϋδι δέν χορεύει.

    Русско-новогреческий словарь > кормить

  • 4 семейный

    семейн||ый
    прил
    1. οἰκογενειακός:
    \семейныйые обязанности οἱ οἰκογενειακές ὑποχρεώσεις· по \семейныйым обстоятельствам γιά οἰκογενειακούς λόγους·
    2. (имеющий семью) ὁ οἰκογενειάρχης, ἄνθρωπος μέ οἰκογένεια

    Русско-новогреческий словарь > семейный

  • 5 семь

    семь
    числ. колич. ἐπτά, ἐφτά:
    \семью \семь\семь сорок девять ἐπτά ἐπτά σαράντα ἐννιά◊ \семь раз примерь \семь один раз отрежь погов. πέντε μέτρα κι ἕνα κόβε· у семи нянек дитя без глазу ὅπου λαλοῦν πολλοί πετεινοί ἀργεῖ νά ξημερώσει.

    Русско-новогреческий словарь > семь

  • 6 содержать

    содержать
    несов
    1. συντηρώ:
    \содержать семью συντηρώ οἰκογένεια· \содержать армию συντηρώ στράτευμα·
    2. (вмещать, заключать в себе) περιέχω:
    руда содержит много железа τό μετάλλευμα περιέχει πολύ σίδηρο·
    3. (держать) κρατώ, συντηρώ:
    \содержать в порядке κρατώ σέ τάξη.

    Русско-новогреческий словарь > содержать

  • 7 бросать

    ρ.δ.μ.
    1. ρίπτω, ρίχνω, πετώ•

    гранату ρίχνω χειροβομβίδα•

    бросать якорь ρίχνω άγκυρα.

    2. μετακινώ, στέλλω, κατευθύνω•

    бросать войска в бой ρίχνω στρατεύματα στη μάχη.

    3. διαχέω, σκορπίζω•

    бросать тень ρίχνω σκιά•

    солнце -ет лучи ο ήλιος ρίχνει, τις ακτίνες.

    4. αποβάλλω ως άχρηστο•

    он крох не -ет αυτός δεν πετάει ούτε τα ψίχουλα.

    || τοποθετώ άταχτα•

    бросать одежду как попало αφήνω (πετώ) τα ενδύματα όπως και όπου λάχει.

    5. αφήνω, εγκαταλείπω, παρατώ•

    бросать семью εγκαταλείπω την οικογένεια.

    || μτφ. παύω, σταματώ•

    бросать курить παύω να καπνίζω, κόβω το κάπνισμα•

    -айте работу! σταματήστε τη δουλιά!

    (απρόσ.) με πιάνει, με καταλαμβάνει•

    меня -ает то в жар, то в холод με πιάνει πότε ζέστη, πότε κρύο.

    εκφρ.
    бросать деньги – σπαταλώ (σκορπίζω) τα χρήματα•
    бросать жребий – ρίχνω τον κύβο, το ζάρι (λύνω τι με την τύχη)•
    бросать камень ή камнем ή грязью – βάζω γάνες, αμαυρώνω•
    бросать оружие – πετώ το όπλο (παραδίνομαι, δειλιάζω)•
    бросать перчатку – α) πετώ το γάντι (προκαλώ σε μονομαχία)• β) μπαίνω σε αγώνα εναντίον κάποιου•
    бросать свет – ρίχνω φώς, φωτίζω (διευκρινίζω, διασαφηνίζω)•
    бросать теньμτφ. αμαυρώνω.
    1. αλληλορίχνω•

    -снежками χιονοπολεμώ.

    || μτφ. περιφρονώ, δεν υπολογίζω•

    бросать людьми δεν λογαριάζω τους ανθρώπους (τον κόσμο).

    2. σπεύδω, τρέχω•

    бросать на помощь τρέχω σε βοήθεια.

    || ρίχνομαι, πέφτω•

    бросать на колени πέφτω στα γόνατα•

    бросать в объятия ρίχνομαι στην αγκαλιά, -ιές.

    3. επιτίθεμαι, επιπίπτω, ορμώ, χυμώ, χύνομαι•

    собаки –ются на прохожих τα σκυλιά χύνονται στους διαβάτες.

    || τρώγω αχόρταγα•

    бросать на еду ρίχνομαι στο φαΐ.

    4. πηδώ από ψηλά•

    бросать в воду ρίχνομαι στο νερό•

    бросать в пропасть ρίχνομαι στο γκρεμό•

    бросать с моста ρίχνομαι από το γεφύρι.

    5. ρίχνομαι κλπ. ρ.μ. ενεργ. φ. (1, 2, 3 σημ.).
    εκφρ.
    бросать деньгами – σπαταλώ τα χρήματα•
    бросать словами, обещаниями – πετώ λόγια, δίνω υποσχέσεις (μιλώ ανεύθυνα)•
    бросать в глаза – χτυπώ στα μάτια (τραβώ την προσοχή, κάνω εντύπωση)•
    вино ή хмель -ется в голову – με χτυπά το κρασί στο κεφάλι (με μεθά)•
    краска ή кровь -ется в лицо – κοκκινίζω (από κάποιο αίσθημα)’ кровь -ется в голову μου ανεβαίνει το αίμα στο κεφάλι.

    Большой русско-греческий словарь > бросать

  • 8 внести

    -су, -сёшь, παρλθ. χρ. внес, внесла, -ло, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. -сенный, βρ: -сен, -сена, -сено ρ.σ.μ.
    1. βάζω μέσα, μπάζω, εισφέρω, είσκομίζω•

    внести вещи в комнату βάζω τα πράγματα στο δωμάτιο.

    2. εγγράφω, καταχωρώ•

    внести в список εγγράφω στον κατάλογο.

    3. πληρώνω•

    внести плату за обучение πληρώνω τα δίδακτρα•

    внести свой долго πληρώνω το μερτικό μου.

    4. (επι)φέρω, προκαλώ•

    внести замешательство φέρω σύγχυση•

    внести разлад в семью φέρω διχόνοια στην οικογένεια.

    5. παρουσιάζω, καταθέτω, προτείνω• υποβάλλω•

    внести предложение κάνω πρόταση•

    -законопроект υποβάλλω νομοσχέδιο.

    εκφρ.
    - ясность – διασαφηνίζω, διαλευκαίνω.
    εισορμώ, εισβάλλω, μπουκάρω.

    Большой русско-греческий словарь > внести

  • 9 завести

    -веду, -ведешь, παρλθ. χρ. завел, -ла, -ло, μτχ. παρλθ. χρ. заведший, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. заведенный, βρ: -ден, -дена, -о επιρ. μτχ. заведя
    ρ.σ.μ.
    1. οδηγώ, φέρω• πηγαίνω•

    завести в тупик οδηγώ σε αδιέξοδο•

    завести ребенка в детский сад πηγαίνω το παιδάκι στον παιδικό σταθμό (νηπιαγωγείο)•

    куда ты -вел меня? που με πήγες; που μ’ έφερες;

    2. δημιουργώ, φτιάχνω, ιδρύω•

    завести библиотеку φτιάχνω βιβλιοθήκη.

    || αποκτώ, παίρνω, έχω•

    -корову έχω δική μου αγελάδα•

    завести друзей αποκτώ (πιάνω) φίλους•

    завести семью αποκτώ (φτιάνω) οικογένεια•

    завести привычку αποκτώ συνήθεια.

    3. εγκαθιδρύω, εγκατασαίνω, εισάγω, καθιερώνω•

    -новые порядки βάζω καινούργια τάξη•

    -обыкновение καθιερώνω συνήθεια.

    4. κουρδίζω•

    часы κουρδίζω το ρολόγι•

    завести машину βάζω μπρος στη μηχανή.

    5. αχίζω, ανοίγω•

    завести разговор ανοίγω κουβέντα•

    завести переписку ανοίγω αλληλο γραφία•

    завести знакомство πιάνω γνωριμίες•

    он за-вел канитель αυτός άρχισε ανιαρή ιστορία.

    εκφρ.
    завести глаза – α) ανασηκώνω τα μάτια. β) κλείνω τα μάτια, αποκοιμούμαι.
    1. εμφανίζομαι, παρουσιάζομαι•

    в доме -лись мыши στο σπίτι εμφανίστηκαν ποντίκια.

    2. καθιερώνομαι•

    -лись новые порядки μπήκε καινούργια τάξη•

    -лось обыкновение καθιερώθηκε συνήθεια.

    3. παλ. προμηθεύομαι, εφοδιάζομαι•

    завести мебелью εφοδιάζομαι με έπιπλα.

    4. κουρδίζομαι.

    Большой русско-греческий словарь > завести

  • 10 замок

    -мка α.
    1. πύργος•

    средневековый -μεσαιωνικός πύργος.

    2. παλ. φυλακή (κτίριο).
    -мка α.
    1. κλειδαριά, -ωνιά, κλείθρο•

    внутренний замок εσωτερική (χωνευτή) κλειδαριά•

    висящий замок κρεμαστή κλειδαριά (λουκέτο).

    2. κλείστρο όπλου.
    3. ξυλοδεσία.
    4. (αρχτ.) κλειδί θόλου.
    5. φερμουάρ, πόρπη, κουμπωτήρι.
    εκφρ.
    быть на -е ή под -ом – είμαι κλειδωμένος•
    держать под -ом – κρατώ κλειδωμένον (περιορισμέ νον)•
    за семью (ή десятью) -ами – διπλοκλειδωμένος (εξασφαλισμένος).

    Большой русско-греческий словарь > замок

  • 11 запор

    α.
    κλειδαριά, μάνταλο. || κουμπωτήρι.
    εκφρ.
    быть на -е – είμαι μανταλωυένος•
    за семью -ами – διπλοκλειδωμένος (σίγουρος, ασφαλισμένος).
    α.
    δυσκοίλια, -ότητα, έμφραγμα του πρωκτού.

    Большой русско-греческий словарь > запор

  • 12 книга

    θ.
    1. βιβλίο•

    книга большого размера βιβλίο μεγάλου σχήματος•

    переплести -у δένω βιβλίο•

    раскрыть -у ανοίγω το βιβλίο•

    для чтения αναγνωστικό, -σματάριο•

    книга с картинами εικονογραφημένο βιβλίο•

    учебная εγχειρίδιο•

    бухгалтерские -и λογιστικά βιβλία•

    кассовая книга βιβλίο ταμείου•

    приходорасходная книга βιβλίο εσόδων και εξόδων•

    церковные -и εκκλησιαστικά βιβλία•

    жалобная книга βιβλίο παραπόνων•

    сидеть за -ой κάθομαι να διαβάσω•

    записная книга το σημειωματάριο•

    книга записи актов гражданского состояния το ληξιαρχικό βιβλίο.

    2. έργο, σύγγραμμα.
    3. κατάλογος•

    телефонная книга τηλεφωνικός κατάλογος.

    4. οδηγός•

    справочная книга βιβλίο οδηγιών.

    5. τόμος.
    εκφρ.
    книга за семью печатями – (γραπ. λόγος) ακατάληπτο, ακατανόητο•
    и -и в руки кому – με μόρφωση και πρακτική, ειδήμονας, γνώστης.

    Большой русско-греческий словарь > книга

  • 13 одеть

    одену, оденешь, προστκ. одень, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. одетый, βρ: одет, -а, -о.
    ρ.σ.μ.
    1. ντύνω•

    одеть ребнка ντύνω το παιδάκι.

    || στολίζω. || εξασφαλίζω από ρούχα•

    одеть свою семью ντύνω την οικογένεια μου.

    2. μτφ.. καλύπτω, σκεπάζω. || τυλίγω, περιβάλλω (για ομίχλη, σκοτάδι κ.τ.τ.)•
    3. σκεπάζω•

    одеть сына •

    одеялом σκεπάζω το παιδί με το πάπλωμα.

    1. ντύνομαι•

    тепло одеть ντύνομαι ζεστά•

    дурно (безвкусно) одеть ντύνομαι ακαλλαίσθητα.

    || εξασφαλίζομαι από ρούχα.
    2. μτφ. καλύπτομαι, σκεπάζομαι με (πρασινάδα, φυλλωσιά κ.τ.τ.). || τυλίγομαι, περιβάλλομαι (για ομίχλη σκοτάδι κ.τ.τ.).
    3. σκεπάζομαι (στον ύπνο)•

    одеялом σκεπάζομαι με το πάπλωμα.

    Большой русско-греческий словарь > одеть

  • 14 под

    α.
    βυθός, πάτος φούρνου, θερμάστρας.
    κ. подо (πρόθεση).
    I.
    Με αιτ. (για κίνηση, κατεύθυνση αντικειμένου προσώπου κλπ.).
    1. με σημ. τοπική αποκάτω, κάτω απο, υπό•

    поставить чемодан под кровать βάζω τη βαλίτσα κάτω από το κρεβάτι•

    ходить под дождь βαδίζωμε βροχή.

    2. (για κατάσταση)• με τα ρ. взять, отдать, попасть κ.τ.τ. υπό, στον, στην κλπ.• взять под контроль παίρνω κάτω από τον έλεγχο•

    он попал под машину τον πάτησε το αυτοκίνητο•

    под арест υπό κράτηση•

    под угрозу υπο ή με την απειλή•

    отдать под суд δίνω στο δικαστήριο•

    отдать под власть παραδίνω στην εξουσία.

    3. (για τόπο, χώρο)• κίνηση προς κάτι• πλησίον, κοντά, σιμά, εγγύς•

    перевести семью под Афины μεταφέρω την οικογένεια κοντά στην Αθήνα.

    4. (με σημ. χρονική) κοντά, σιμά, κατά την προηγούμενη, την παραμονή•

    под воскреснье κατά την Κυριακή•

    под праздник κοντά τη γιορτή•

    под рождество κοντά τα Χριστούγεννά•

    под новый год την παραμονή της Πρωτοχρονιάς•

    -вечер κατά το βράδυ•

    под утро κατά το πρωί•

    ему под сорок лет αυτός πλησιάζει τα σαράντα (χρόνια).

    5. (για ήχο) με, υπό με τη συνοδεία•

    под шум κάτω από τον θόρυβο•

    под аплодисменты κάτω από τα χειροκροτήματα•

    петь под гитару τραγουδώ με συνοδεία κιθάρας.

    6. (προορισμό)• για•

    бутылка под молоко μποκάλι για γάλα•

    склад под овощи αποθήκη λαχανικών.

    7. σαν, εν είδη, με μορφή, κατ απομίμηση•

    под орех απομίμηση κάρυνου ξύλου (χρώματος)•

    под мрамор κατ απομίμηση μάρμαρου.

    || (για όργανο, εργαλείο)• με•

    остричь под машинку κουρεύω με τη μηχανή.

    8. με, επί•

    выдать под расписку δίνω με υπογραφή•

    под честное слово με λόγο τιμής.

    II.
    Με οργν. (για αντικείμενα, πρόσωπα κλπ.).
    1. κάτω απο•

    стоять под навесом στέκομαι κάτω από το υπόστεγο•

    сидть под деревом κάθομαι κάτω από το δέντρο•

    под небесным сводом κάτω από τον ουράνιο θόλο (στο ύπαιθρο).

    || (για επίδραση) κάτω απο•

    под огнм противника κάτω από τα πυρά του εχθρού.

    2. (για κατάσταση, εκτέλεση)•

    под руководством партии κάτω από την καθοδήγηση τουκόμματος•

    под турецким игом κάτω από τον τούρκικο ζυγό.

    || με•

    под замком με κλειδωνιά•

    под ключом με το κλειδί.

    3. (αιτία) λόγω, ένεκα με τη συνέπεια υπό•

    под действием тепла με την επίδραση της θερμότητας•

    под тяжестью λόγω της βαρύτητας.

    4. (για ευρισκόνα πράγματα, πρόσωπα κλπ.) πλησίον, κοντά, σιμά, εγγύς•

    жить - Афинами ζω κοντά στην Αθήνα•

    битва под Москвой η μάχη κοντά στη Μόσχα.

    5. (προορισμό)• για•

    банка под вареньем βάζο για γλυκό•

    склад под овощами αποθήκη λαχανικών•

    поле под клевером το τριφυλλοχώραιφο.

    6. με, υπό•

    судно под греческим флагом σκάφος με ελληνική σημαία•

    под псевдонимом με το ψευδώνυμο•

    под именем με το όνομα•

    под названием με την ονομασία.

    || με•

    под соусом με σάλτσα.

    || με τα ρ. понимать, подразумевать κλπ. με•

    я хочу знать что вы понимаете под этими словами θέλω να μάθω, τι εννοείτε με αυτές τις λέξεις.

    Большой русско-греческий словарь > под

  • 15 пропитать

    ρ.σ.μ. (δια)τρέφω•

    пропитать семью συντηρώ την οικογένεια.

    τρέφομαι, συντηρούμαι σιτίζομαι.
    ρ.σ.μ. διαβρέχω, διαποτίζω, μουσκεύω. || πληρώ, γεμίζω στον υπέρτατο βαθμό. || διέπω, διαποτίζω, κυριαρχώ.
    διαβρέχομαι, διαποτίζομαι, μουσκεύω. || μτφ. διέπομαι από είμαι βαμμένος, φανατικός.

    Большой русско-греческий словарь > пропитать

  • 16 семь

    семи, οργν. семью αριθμ.
    ο αριθμός 7. || ποσόν εφτά•

    семь учеников εφτά μαθητές•

    семь лет εφτά χρόνια•

    семь рублей εφτά ρούβλια•

    семь раз отмерь семь один раз отрежь παρμ. μέτρα καλά κι ύστερα κόψε.

    Большой русско-греческий словарь > семь

  • 17 содержать

    ρ.δ.μ.
    1. συντηρώ, διατρέφω•

    семью συντηρώ την οικογένεια.

    || εξασφαλίζω με μέσα.
    2. παλ. διατηρώ, έχω στην κατοχή μου•

    содержать трактир διατηρώ ταβέρνα.

    3. παλ. • περιποιούμαι, εξυπηρετώ.
    4. κρατώ, τρέφω•

    кроликов τρέφω κουνέλια.

    || διατηρώ σε μια ορισμένη κατάσταση,
    5. περιορίζω την ελευθερία•

    содержать под арестом έχω υπο κράτηση•

    содержать в тюрьмах κρατώ στις φυλακές.

    6. περιέχω•

    овощи -ат витамины τα λαχανικά περιέχουν βιταμίνες.

    1. συντηρούμαι, ζω.
    2. κρατιέμαι, τηρούμαι•

    всё дело -ится в секрете ή в тайне όλη η υπόθεση τηρείται μυστική.

    3. εξασφαλίζομαι με τα απαραίτητα.
    4. χωρώ•

    в конюшне -атся до 30 лошадей στο σταύλο κρατιούναι περί τα 30 άλογα.

    5. είμαι κρατούμενος•

    содержать в тюрьме κρατούμαι στη φυλακή.

    6. περιέχομαι, ενυπάρχω•

    в овощах -атся витамины τα λάχανα έχουν βιταμίνες.

    Большой русско-греческий словарь > содержать

См. также в других словарях:

  • СЕМЬЮ — СЕМЬЮ, нареч. Взяв семь раз (об умножении). Семью восемь пятьдесят шесть. Толковый словарь Ушакова. Д.Н. Ушаков. 1935 1940 …   Толковый словарь Ушакова

  • семью — взяв семь раз Словарь русских синонимов. семью нареч, кол во синонимов: 1 • взяв семь раз (1) Словарь синонимов ASIS. В.Н. Тришин …   Словарь синонимов

  • семью —   семью (в умножении: семь раз).   Семью пять тридцать пять …   Правописание трудных наречий

  • СЕМЬЮ — СЕМЬЮ, нареч. В умножении: семь раз. С. семь сорок девять. Толковый словарь Ожегова. С.И. Ожегов, Н.Ю. Шведова. 1949 1992 …   Толковый словарь Ожегова

  • семью — (Источник: «Полная акцентуированная парадигма по А. А. Зализняку») …   Формы слов

  • семью — нареч. 198 см. Приложение II (при умножении) Ср. твор. пад. числит. семью …   Словарь ударений русского языка

  • семью — нареч. Взяв семь раз (об умножении). Семью пять тридцать пять …   Энциклопедический словарь

  • семью — нареч. Взяв семь раз (об умножении) Семью пять тридцать пять …   Словарь многих выражений

  • семью семь — семью семь …   Орфографический словарь-справочник

  • Семью — нареч. качеств. количеств. 1. Семь раз. 2. Взяв семь раз (при умножении). Толковый словарь Ефремовой. Т. Ф. Ефремова. 2000 …   Современный толковый словарь русского языка Ефремовой

  • семью — с емью (при умножении) …   Русский орфографический словарь

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»