Перевод: с русского на греческий

с греческого на русский

(книгу)

  • 41 занести

    -есу, -есешь, παρλθ. χρ. занес
    -ела, -ело, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. занесенный, βρ: -сен, -сена, -сено ρ.σ.μ.
    1. φέρω, προσκομίζω•

    друг -нес мне новую книгу ο φίλος μου έφερε καινούργιο βιβλίο•

    судьба меня -ела сюда η τύχη με έφερε εδώ•

    как вас это -сло сюда τι σας έφερε εδώ• πως κι έτσι εδώ.

    2. βάζω, μεταφέρω μέσα•

    занести вещи в комнату βάζω τα πράγματα στο δωμάτιο.

    3. εγγράφω•

    занести в список εγγράφω στον κατάλογο.

    4. βάζω• σηκώνω, υψώνω•

    занести ногу на стремя βάζω το πόδι στον αναβολέα (της σέλας)•

    занести руку для удара οηκώνω το χέρι για να χτυπήσω.

    || εκτρέπω, ρίχνω, πετώ στην άκρη.
    5. σκεπάζω, καλύπτω (με λεπτά σώματα)•

    занести песком σκεπάζω με άμμο.

    || απρόσ. вся дорога -ело песком όλος ο δρόμος σκεπάστηκε με άμμο•

    каким ветром вас сюда -ело? ποιο καράβι σας έβγαλε εδώ.

    Большой русско-греческий словарь > занести

  • 42 зря

    επίρ.
    άδικα, άσκοπα., μάταια, στα χαμένα•

    зря я купил эту книгу... άδικα αγόρασα αυτό το βιβλίο... зря тратить деньги άσκοπα ξοδεύω τα λεφτά•

    болтать зря φλυαρώ στα χαμένα•

    зря старался μάιαια προσπαθούσα.

    εκφρ.
    почм зря – όπως τύχει (λάχει, αρέσει)•
    куда - – (διαλκ.) όπου λάχει.

    Большой русско-греческий словарь > зря

  • 43 измуслить

    ρ.σ.μ.
    (απλ.) λερώνω, μουτζουρώνω με. σάλιο ή βρεγμένα, λιγδωμένα χέριαизмуслить книгу λερώνω το βιβλίο.
    λερώνομαι με σάλιο, μουτζουρώνομαι.

    Большой русско-греческий словарь > измуслить

  • 44 изъять

    изыму, изымешь ρ.σ.
    βγάζω, αποσύρω, ανακαλώ• αφαιρώ•

    изъять из обращения старые денежные знаки αποσύρω από την κυκλοφορία τα παλιά νομίσματα•

    изъять книгу из продажи αποσύρω το βιβλ,ίο από την πώληση, παίρνω, κατάσχω.

    Большой русско-греческий словарь > изъять

  • 45 искать

    ищу, ищешь, μτχ. ενστ. ищущий, επίρ. μτχ. ища ρ.δ.
    1. ερευνώ, γυρεύω, ψάχνω, αναζητώ, αναγυρεύω•

    искать книгу γυρεύω το βιβλίο•

    искать работу ψάχνω (να βρω) δουλειά• искать кого-н. глазами ψάχνω να δω κάποιον•

    искать место ψάχνω θέση•

    в нем все ищут τον αναζητούν όλοι.

    || ενάγω, μηνύω, εγκαλώ.
    2. προσπαθώ, επιδιώκω, επιζητώ. || καταζητώ (για σύλληψη)•
    3. γαλιφίζω, κολακεύω, γλύφω, καλοπιάνω.
    εκφρ.
    искать чьей рукиπαλ. ζητώ το χέρι κάποιας (τη συγκατάθεση για γάμο).
    ερευνούμαι• αναζητούμαι.

    Большой русско-греческий словарь > искать

  • 46 -ка

    μόριο στο τέλος των ρ. στην προστακτική, που προσδίδει σημασία ηπιότητας της προσταγής• παράκλιση, νουθεσία, απλότητα•

    ступай-ка отсюда πήγαινε (φύγε) απ εδώ σε παρακαλώ•

    дайте-ка пройти κάνετε μέρος να περάσω, καλοί μου•

    пойдём-ка садиться за стол πάμε λιγάκι να καθίσομε στο τραπέζι•

    скажи-ка πες μου σε παρακαλώ•

    дайте-ка посмотреть αφήστε με λιγάκι να κοιτάζω.

    || (σημαίνει παρότρυνση)• έλα•

    на-ка выпей έλα πιες•

    ну-ка садись έλα κάθησε.

    || (με ρήματα πρώτου προσώπου μονολεκτικού μέλλοντα σημαίνει αιφνίδια εμφάνιση επιθυμίας ή απόφασης)• να•
    αγοράσω αυτό το βιβλίο•

    напишу-ка я ему письмо θα του γράψω γράμμα.

    Большой русско-греческий словарь > -ка

  • 47 какой

    αντων.
    1. (ερωτηματική) ποιος; τι;
    какой ваш любимый цвет? ποιο χρώμα σας αρέσει περισαότερο;•

    -го вы мнения о нём τι γνώμη έχετε γι αυτόν;•

    -ая нужда мне знать τι ανάγκη έχω να ξέρω•

    к -ому выводу пришли? Σε τι συμπέρασμα κατα/.ήζατε;•

    -ая польза мне от этого? τι ωφέλεια έχω εγώ απ αυτό;

    2. (περιφρονητικά) τι, τι είδους•

    какой он учёный τι επιστήμονας είναι αυτός.

    3. (αναφορ.) ποιος, τι•

    не знаю -ую книгу вам дать δεν γνωρίζω ποιο βιβλίο να σας δώσω.

    || που, οποίος•

    таких гвоздей -их вам нужно, у меня нет τέτοια καρφιά, που εσείς θέλετε, δεν έχω.

    4. ένας, κάποιος• οποιοσδήποτε. || (σε συνδυασμό με αρνητ. εκφράσεις: неизвестно: неведомо, не знаю κ.τ.τ.) για ποιόν, για τι•

    он поехал в афины неизвестно по -им делам αυτός πήγε στην Αθήνα, χωρίς να ξέρουμε για υποθέσεις (άγνωστο για τι).

    5. επιφ. τι•

    какой умный человек! τι έξυπνος άνθρωπος!•

    какой добрый! τι καλός!•

    -ое несчастие! τι δυστυχία!

    εκφρ.
    какой бы то ни был (было) – οποιοσδήποτε, καθένας, όποιος και να είναι•
    какой ни (на)есть – οποιοσδήποτε, όποιος να είναι, όποιος σας αρέσει•
    хоть какой ή какой хотите – οποιοδήποτε, όποιο θέλετε•
    из -ихπαλ. από ποιο κοινωνικό στρώμα•
    ни в -ую – με κανένα τρόπο, σε καμιά περίπτωση•
    где какой – ο καθένας εκεί που πρέπει•
    когда какой – το κάθε τι στον καιρό του•
    кому «• – ανάλογα με τον άνθρωπο•
    какой тут – άστ αυτά, έλα (σώπα) τώρα•
    какой там – τι είν αυτά (εκεί) που λες•
    какой там наши? – τι ζητάν οι δικοί μας εκεί;•
    -им образом? – πως; με τι τρόπο;

    Большой русско-греческий словарь > какой

  • 48 любой

    επ. (στα ελληνικά αποδίδεται με αόριστη αντωνυμία)• καθένας• όποιος, οποιοσδήποτε•

    любой из вас καθένας από σας•

    в любой час οποιαδήποτε ώρα•

    -ой ценой με κάθε θυσία•

    выбери себе -ую книгу διάλεξε όποιο βιβλίο θέλεις.

    Большой русско-греческий словарь > любой

  • 49 мусолить

    ρ.δ.μ.
    1. (απλ.) σαλιώνω, φτύνω•

    -нитку σαλιώνω την κλωστή•

    мусолить карандаш σαλιώνω το μολυβδοκόντυλο•

    мусолить палец σαλιώνω το δάχτυλο.

    || λερώνω με τα σαλιωμένα δάχτυλα•

    -книгу λερώνω το βιβλίο (ξεφυλλίζοντας το).

    2. μτφ. καθυστερώ, παρατραβώ, αναβάλλω•

    мусолить вопрос καθυστερώ ζήτημα.

    λερώνομαι με σάλιο. || σαλιώνομαι.

    Большой русско-греческий словарь > мусолить

  • 50 на

    на 1
    πρόθ. με αιτ. και, προθτ.
    1. επάνω, επί, στον, στην, στο κ.τ.τ. положить книгу на стол βάζω το βιβλίο πάνω στο τραπέζι.• на землю, на земле (πάνω) στη γη•

    наклеить марку на конверт κολλώ γραμματόσημο στο φάκελλο•

    на полу, на пол στο πάτωμα•

    на улицу, на улице στο δρόμο•

    на сущу, на суще στην ξηρά.

    2. μέσα, εντός, εις, στον, στην, στο κ.τ.τ. первый работник на селе ο πρωτοπόρος της δουλειάς στο χωριό•

    тоска на сердце θλίψη στην καρδιά•

    служить на флоте υπηρετώ στο στόλο•

    идти на свадьбу πηγαίνω στο γάμο•

    идти на завод πηγαίνω στο εργοστάσιο•

    пришли на память прошлогодние события ήρθαν στη μνήμη τα περσινά γεγονότα ή θυμήθηκα τα περσινά γεγονότα.

    3. (κατεύθυνση) προς, κατά•

    окна на восток παράθυρα κατά την ανατολή•

    дверь на улицу πόρτα κατά το δρόμο•

    посмотреть на него κοιτάζω προς αυτόν.

    4. (επαφή σύγκρουση) επί, επάνω στον, στην, στο κ.τ.τ. наскочить на забор προσκρούω στον περίβολο•

    наткуться на камень σκοντάφτω στην πέτρα.

    5. (ομοιότητα)• προς, με• σαν•

    беспокойство похожее на страх ταραχή που μοιάζει με φόβο.

    6. (χρόνος)• τον, την, το• στον, στην, στο κ.τ.τ. на 15 июля назначен митинг την (στις) 15 Ιούλη καθορίστηκε συλλαλητήριο•

    на той неделе την ερχόμενη εβδομάδα•

    на следующий день την επόμενη (μέρα)•

    на другое утро το άλλο πρωί•

    на каникулах (σ)τις διακοπές.

    || προς•

    в ночь с 24 на 25 декабря тц νύχτα της 24 προς την 25 Δεκέμβρη.

    || σε•

    со дня на день από μέρα σε μέρα•

    с часу на час από ώρα σε ώρα.

    7. κατά, ως προς•

    мягкий на ощупь μαλακός (κατά) την αφή.

    8. (σκοπός• αφορμή) ως, για, δια•

    подарить на память δωρίζω για ενθύμιο•

    подарок на день рождения δώρο για τα γενέθλια•

    на всякий случай για κάθε ενδεχόμενο•

    деньги на ремонт χρήματα για επισκευή.

    9. (ειδικότητα, επάγγελμα) για•

    буду учиться на лётчика θα μάθω (σπουδάσω) για αεροπόρος.

    10. (αιτία) για, δια•

    спосибо на добром слове ευχαριστώ για τα καλά λόγια.

    11. χάρη, για, προς•

    на славу για δόξα•

    на страх για φόβο•

    родиться на горе γεννιέμαι για πίκρες.

    12. (τρόπο) με, κατά•

    на старинный образец κατά τον παλαιό τύπο (υπόδειγμα)•

    на скаку με καλπασμό, καλπάζοντας κατά τον καλπασμό•

    на бегу τρέχοντας• κατά το τρέξιμο•

    на лету πετώντας, στο πέταγμα, στον αέρα•

    на ходу πηγαίνοντας, βαδίζοντας, κινούμενος.

    || (επί βαθμολογίας) για•

    сдать экзамен на отлично δίνω εξετάσεις (για) άριστα.

    13. (συνθήκες, κατάσταση)• με•

    на пустой ή на голодный желудок με αδειανό το στομάχι.

    || από, εκ•

    на память από μνήμης;

    14. με•

    дверь закрыта на замок η πόρτα είναι κλεισμένη με κλείδωνιά•

    она одета на меху αυτή είναι ντυμένη με γούνα•

    ходить на костылях βαδίζω με τα δεκανίκια•

    жарить на масле τηγανίζω με λάδι•

    мы поедем на пароходе θα ταξιδέψομε με το πλοίο•

    играть на деньги παίζω με χρήματα.

    15. (αύξηση, μείωση, διαίρεση κλπ.) περί, κατά•

    продвинуться на 200 метров προωθούμαι κατά 200 μέτρα•

    на 10 лет моложе брата κατά δέκα χρόνια μικρότερος από τον αδερφό.

    || (για ποσοτική διαφορά) κατά, για•

    я опоздал на 10 минут εγώ άργησα κατά 10 λεπτά•

    отступить на два шага υποχωρώ κατά δυο βήματα.

    16. εναντίον, κατά•

    жаловаться на директора παραπονούμαι κατά του διευθυντή.

    || μπροστά, εμπρός•

    это про-изходило на моих глазах αυτό γινόταν μπροστά στα μάτια μου.

    17. (αφθονία, πλήθος) επί, επάνω•

    ухаб на ухабе πλήθος λακκούβες, η μιά κοντά στην άλλη•

    дыра на дыре τρύπα στην τρύπα (η μια κοντά στην άλλη).

    на 2
    (μόριο με σημ. κατηγ.) να (πάρε, πιάσε)•, возьми να, πάρε•, лови να, πιάσε•, это тебе να, αυτό είναι για σένα.
    εκφρ.
    вот (тебе и) наκ. (απλ.) вот те на (για κάτι απροσδόκητο, παράξενο) να λοιπόν, νάτα μας, αυτό μας έλειπε ακόμα•
    на-ка (-поди); (да и) на-поди – (απλ.) (για αγανάκτηση)1 ωρίστε μας.

    Большой русско-греческий словарь > на

  • 51 надписать

    -пишу, -пишешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. надписанный, βρ: -сан, -а, -о
    ρ.σ.μ.
    1. παλ.
    επιγράφω, γράφω επάνω•1 надписать посвя-щёние на книге επιγράφω αφιέρωση στο βιβλίο. || γράφω επιγραφή•

    надписать книгу γράφω επιγραφή στο βιβλίο.

    2. γράφω ανωτέρω, από πάνω.

    Большой русско-греческий словарь > надписать

  • 52 озаглавить

    -влю, -вишь
    ρ.σ.μ. τιτλοφορώ•

    озаглавить книгу τιτλοφορώ το βιβλίο.

    Большой русско-греческий словарь > озаглавить

  • 53 отжарить

    ρ.σ.μ.
    1. αποψήνω, αποτηγαν ίζω, α-ποκαβουρδίζω• τελειώνω το ψήσιμο, το τηγάνισμα, το καβούρδισμα.
    2. μτφ. (απλ.) εκτελώ, φτιάχνω κ.τ.τ. γρήγορα, ολοταχώς•

    он -ил за час восемь километров αυτός έτρεξε για μιά ώρα οχτώ χιλιόμετρα•

    всю книгу она -ла за один день όλο το βιβλίο αυτή το διάβασε για μιά μέρα•

    он -ил трепака αυτός χόρεψε τρεπάκι.

    || μαλώνω. || χτυπώ, δέρνω•

    -кнутом μαστιγώνω, χτυπώ με το βούρδουλα.

    Большой русско-греческий словарь > отжарить

  • 54 оформить

    -млго, -мишь
    ρ.σ.μ.
    1. διαπλάσσω, διασχηματίζω, διατυπώνω• διακοσμώ, φιλοτεχνώ• εξωραΐζω•

    оформить соглашение διατυπώνω (συντάσσω) συμφωνία•

    оформить книгу διακοσμώ βιβλίο.

    2. εγγράφω (κατά τις διατάξεις)•

    оформить на работу εγγράφω, προσλαμβάνω στη δουλειά.

    1. εγγράφομαι, προσλαμβάνομαι (σύμφωνα με τις διατάξεις).
    2. σχηματίζομαι, παίρνω την τελική μορφή διαπλάσσομαι διατυπώνομαι.

    Большой русско-греческий словарь > оформить

  • 55 перевести

    -веду, -ведшь, παρλθ. χρ. перевл
    -вела, -вело, μτχ. παρλθ. χρ. пере-вдший, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. переведенный, βρ: -ден, -дена, -дено,
    επιρ. μτχ. переведши κ. переведя,
    ρ.σ.μ.
    1. μετακινώ, μετατοπίζω, μεταθέτω• μεταφέρω•

    перевести стрелку часов μετακινώ το δείχτη του ρολογιού•

    перевести больного в другую палату μεταφέρω τον ασθενή σε άλλο θάλαμο.

    || οδηγώ, περνώ•

    перевести слепого через улицу περνώ τον τυφλό από το δρόμο.

    2. (για υπάλληλους)• μεταθέτω. || προβιβάζω, προάγω.
    3. (για βλέμμα, μάτια)• περιφέρω, στρέφω, γυρίζω. || κατευθύνω γυρίζω•

    перевести разговор на другое γυρίζω την κουβέντα αλλού.

    4. μεταβιβάζω•

    перевести имение на имя своей жены μεταβιβάζω, το κτήμα στο όνομα της συζύγου μου.

    5. στέλλω, αποστέλλω•

    перевести деньги родителям αποστέλλω χρήματα στους γονείς• перевести 100 рублей по телеграфу στέλλω 100 ρούβλια τηλεγραφικώς.

    6. μεταφράζω•

    перевести книгу с русского языка на греческий μεταφράζω βιβλίο από τα ρωσικά στα ελληνικά.

    || (για χρημ. αξία)• μετατρέπω μεταφέρω• перевести 1000 рублей на греческие драхмы μετατρέπω 1000 ρούβλια σε ελληνικές δραχμές.
    7. αποτυπώνω, ξεσηκώνω, βγάζω•

    перевести рисунок αποτυπώνω σχέδιο.

    8. καταστρέφω, εξοντώνω, εξολοθρεύω, ξεκάνω, αφανίζω•

    перевести крыс εξολοθρεύω τους αρουραίους.

    || σπαταλώ σκορπίζω.
    εκφρ.
    перевести дух (дыхание); – α)ανασαίνω βαθιά; β) ανασαίνω πρόσκαιρα (μτφ.).
    1. μεταθέτομαι, μετατίθεμαι•

    перевести в провинцию μεταθέτομαι στην επαρχία.

    2. καταστρέφομαι, εξολοθρεύομαι, εξοντώνομαι. || σπαταλώμαι.
    3. αποτυπώνομαι.

    Большой русско-греческий словарь > перевести

  • 56 переменить

    -меню, -мнишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. переменённый, βρ: -нён, -нена, -нено
    ρ.σ.μ.
    1. αλλάζω,• переменить книгу в библиотеке αλλάζω το βιβλίο στη βιβλιοθήκη•

    переменить работу αλλάζω τη δουλειά•

    переменить бель αλλάζω τα εσώρουχα•

    переменить разговор αλλάζω την κουβέντα.

    2. κάνω τι διαφορετικό•

    переменить голос αλλάζω τη φωνή•

    переменить мнение αλλάζω γνώμη.

    1. αλλάζω, γίνομαι διαφορετικός•

    тема разговора -лась το θέμα της συνομιλίας άλλαξε•

    жизнь -лась η ζωή άλλαξε•

    погода скоро -ится ο καιρός γρήγορα θ αλλάξει•

    женится-переменится όποιος παντρεύεται - συμμαζεύεται (αλλάζει).

    2. αλλάζω•

    переменить ролями αλλάζομε τους ρόλους.

    Большой русско-греческий словарь > переменить

  • 57 переплести

    -плету, -плетёшь, παρλθ. χρ. переплл
    -плела, -лб, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. переплетнный, βρ: -тн, -тена,, -тено
    ρ.σ.μ.
    1. δένω• βιβλιοδετώ•

    он -л свою книгу αυτός έδεσε το βιβλίο του.

    2. τυλίγω, πλέκω. || συνδέω, ενώνω. || (περι)τυλίγω, (περι)ελίσσω. || μτφ. συνδέομαι αδιάρρηκτα.
    3. ξαναπλέκω•

    переплести косы ξαναπλέκω τις κοσίδες.

    περιτυλίγομαι, περιελίσσομαι. || συνδέομαι αδιάρρηκτα.

    Большой русско-греческий словарь > переплести

  • 58 приблизить

    -ижу, -йзишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. приближенный, βρ: -жен, -а, -о
    ρ.σ.μ.
    1. πλησιάζω, ζυγώνω, σιμώνω•

    приблизить книгу к глазам πλησιάζω το βιβλίο στα μάτια.

    2. (για χρ. διάστημα) συντομεύω.
    3. παίρνω κοντά μου, προσλαμβάνω προσδέχομαι. || (πα.λ.) συγκατα-ταλέγω στους προσκείμενους, πλησιάζω.
    έρχομαι πλησίον, πλησιάζω, προσεγγίζω, σιμώνω, ζυγώνω•

    время -лось σίμωσε ο καιρός, -лась зима ζύγωσε ο χειμώνας•

    дело -лось к концу η υπόθεση παίρνει τέλος.

    || κοντεύω, εγγίζω τα όρια.

    Большой русско-греческий словарь > приблизить

  • 59 проглотить

    -лочу, -лотишь παθ. μτχ. παρλθ. χρ. проглоченный, βρ: -чен, -а, -о
    ρ.σ.μ.
    1. καταπίνω•

    проглотить лекарство καταπίνω το φάρμακο.

    2. μτφ. πιστεύω αφελώς ή ανέχομαι κάτιαδιαμαρτύρητα: проглотить оскорбление ανέχομαι την προσβολή. || μτφ. συγκρατώ, δε φανερώνω, καταπνίγω•

    проглотить волнение δε φανερώνω την ταραχή.

    3. μτφ. δεν εκφέρω•

    проглотить слово καταπίνω τη λέξη.

    4. μτφ. καταβροχθίζω, διαβάζω γρήγορα.• я проглотитьил за вечер книгу για ένα βράδυ διάβασα ένα βιβλίο.
    εκφρ.
    проглотить язык – καταπίνω ή δαγκώνω τη γλώσσα (δέχομαι αδιαμαρτύρητα, το βουλώνω)•
    язык -тишь – να γλείφεις και τα δάχτυλα (από τη νοστιμάδα).

    Большой русско-греческий словарь > проглотить

  • 60 развернуть

    -ну, -ншь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. разврнутый, βρ: -нут, -а, -о ρ.σ.μ.
    1. ξετυλίγω• ξεδιπλώνω• αναπτύσσω• απλώνω•

    бумагу, ковр ξετυλίγω το χαρτί, το χαλί•

    развернуть знамя ξεδιπλώνω τη σημαία•

    деревья -ли почки τα δέντρα έβγαλαν μπουμπούκια (μπουμπούκιασαν).

    || ανοίγω•

    развернуть книгу ανοίγω το βιβλίο•

    развернуть салфетку ανοίγω (ξεδιπλώνω) το πετσετάκι•

    развернуть паруса ανοίγω τα πανιά (ιστία).

    2. ισάζω, ισώνω, κάνω ευθύ•

    развернуть плечи ισώνω τους ώμους.

    3. (στρατ.) αναπτύσσω• παίρνω διατάξεις μάχης•

    развернуть колонну при наступлении αναπτύσσω τη φάλαγγα σε διάταξη επίθεσης.

    4. (στρατ.) μετασχηματίζω, μετατρέπω•

    развернуть бригаду в дивизию μετασχηματίζω την ταξιαρχία σε μεραρχία.

    5. δημιουργώ, φτιάχνω πρόχειρα.
    6. μτφ. αυξαίνω, μεγαλώνω•

    развернуть все свои силы αναπτύσσω όλες τις δυνάμεις μου•

    он блестяще -ул свой талант αυτός λαμπρά ανέπτυξε το ταλέντο του•

    развернуть социалистическое соревнование αναπτύσσω πλέρια τη σοσιαλιστική άμιλλα.

    7. μτφ. εκθέτω λεπτομερώς•

    развернуть план αναπτύσσω λεπτομερώς το σχέδιο.

    1. ξετυλίγομαι• ξεδιπλώνομαι. || ανοίγομαι (στον αέρα). || ανοίγομαι, χωρίζω•

    книга -лась в ин-терсном месте το βιβλίο άνοιξε σε ενδιαφέρον μέρος (σελίδα)•

    покупки -лись τα ψώνια ανοίχτηκαν.

    2. (στρατ.) μετασχηματίζομαι, μετατρέπομαι•

    полк -лся в бригаду το σύνταγμα μετασχηματίστηκε σε ταξιαρχία.

    3. εκτείνομαι, ξαπλώνομαι, ξανοίγομαι• αναπτύσσομαι.
    4. μτφ. προβάλλω, εμφανίζω, δείχνω (τον εαυτό μου, δυνάμεις μου, ικανότητες κ.τ.τ.).
    φέρνομαι ελεύθερα, ξανοίγομαι, δε συστέλλομαι.
    5. αναπτύσσομαι πολύ.
    6. στρίβω, στρέφω, κάνω στροφή, γυρίζω.
    7. (απλ.) βλ. размахнуться.

    Большой русско-греческий словарь > развернуть

См. также в других словарях:

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»