Перевод: с русского на греческий

с греческого на русский

(книгу)

  • 21 пожалуйста

    пожалуйста
    частица (σᾶς) παρακαλώ:
    принесите, \пожалуйста, книгу φέρτε (σᾶς) παρακαλώ τό βιβλίο[ν]· спасибо!--1 εὐχαριστώ! \пожалуйста παρακαλώ!

    Русско-новогреческий словарь > пожалуйста

  • 22 посвятить

    посвятить
    сов, посвящать несов
    1. ἀφιερώνω, ἀφιερῶ:
    \посвятить свою жизнь работе ἀφιερώνω ὅλη τήν ζωή μου στήν ἐργασία·
    2. (кому-л. книгу и т. п.) ἀφιερώνω·
    3. (в тайну) μυώ, μπάζω, είσάγω·
    4. (в сан) уст. χειροτονώ, ἀναγορεύω.

    Русско-новогреческий словарь > посвятить

  • 23 проглатывать

    проглатывать
    несов, проглотить сов в разн. знач. καταπίνω; проглотить обиду καταπίνω τήν προσβολή· проглатывать слова καταπίνω τά λόγια· \проглатывать книгу καταβροχθίζω τό βιβλίο· \проглатывать пилюлю καταπίνω τό χάπι.

    Русско-новогреческий словарь > проглатывать

  • 24 пролистать

    пролистать
    сов:
    \пролистать книгу φυλλομετρώ βιβλίο.

    Русско-новогреческий словарь > пролистать

  • 25 пронизать

    пронизать
    сов, пронизывать несов (δια)περνῶ, τρυπώ / περονιάζω (о холоде, ветре):
    пронизывать до костей τρυπώ ὡς τά κόκκαλα· эта мысль пронизывает всю книгу αὐτή ἡ Ιδέα διαποτίζει ὅλο τό βιβλίο.

    Русско-новогреческий словарь > пронизать

  • 26 просматривать

    просматривать
    несов
    1. ἐξετάζω, βλέπω, κοιτάζω κάτι:
    \просматривать фильм βλέπω ταινία· \просматривать книгу φυλλομετρώ, διαβάζω βιβλίο στά πεταχτά·
    2. (пропускать) δέν προσέχω, παραβλέπω.

    Русско-новогреческий словарь > просматривать

  • 27 растрепать

    растрепать
    сов, растрепывать несов στραπατσάρω, τσαλακώνω / ἀνακατώνω (волосы) I κουρελιάζω (книгу и т. п.).

    Русско-новогреческий словарь > растрепать

  • 28 расшивать

    расшивать
    несов
    1. (украшать вышивкой) κεντώ, στολίζω μέ κεντήματα·
    2. (распарывать) ξηλώνω (μετ.):
    \расшивать мешок ξηλώνω τό σακκί· \расшивать книгу χαλώ τό δέσιμο τοῦ βιβλίου·
    3. тех. μερεμετίζω.

    Русско-новогреческий словарь > расшивать

  • 29 рецензия

    рецензия
    ж ἡ κρίση, ἡ γνώμη, ἡ κριτική:
    \рецензия на книгу ἡ βιβλιοκρισία.

    Русско-новогреческий словарь > рецензия

  • 30 снабдить

    снабдить
    сов, снабжать несов ἐφοδιάζω/ τροφοδοτώ, ἐπισιτίζω (продовольствием):
    \снабдить книгу предисловием βάζω πρόλογο στό βιβλίο.

    Русско-новогреческий словарь > снабдить

  • 31 уткнуть

    уткнуть
    сов βυθίζω, μπήγω, χώνω:
    \уткнуть лицо́ в воротник χώνω τό πρόσωπο στον γιακά μου· \уткнуть нос в книгу разг χώνω τή μύτη μου στά βιβλίο.

    Русско-новогреческий словарь > уткнуть

  • 32 уткнуться

    уткнуть||ся
    βυθίζομαι, χώνομαι, κρύβομαι:
    \уткнутьсяся головой в подушку χώνω τό κεφάλι στό προσκέφαλο· \уткнутьсяся в книгу βυθίζομαι στό διάβασμα βιβλίου.

    Русско-новогреческий словарь > уткнуться

  • 33 я

    я
    1. (меня, мне, мной, мною) мест, личн. ἐγώ:
    это я ἐγώ είμαι· вот и я νάμαι καἴ ἐγώ· я сам ἐγώ ὁ ἰδιος· э́то для меня αὐτό εἶναι γιά μένα· вы меня́ видели на улице? μέ είδατε στό δρόμο;· дай мне книгу δώσε μου τό βιβλίο· эта работа сделана мной αὐτή τή δουλειά τήν Εκανα ἐγώ· пойдем со мной πᾶμε μαζί· вы говорите обо мне? γιά μένα μιλάτε;· отпустите меня ἀφήστε με· я, нижеподписавшийся, свидетельствую, что... (ἐγώ) ὁ ὑποφαινόμενος (или ὁ κάτωθι ὑπογεγραμμένος) πιστοποιώ δτι...·
    2. с нескл. τό ἐγώ:
    он \я мое второе я εἶναι τό ἄλλο μου ἐγώ· я не я буду... νά μή μέ λένε...· я тебя (его, их, вас) (при выражении угрозы) θά σοῦ (τοῦ...) δείξω· по мне... κατ' ἐμέ, κατά τή γνώμη μου.

    Русско-новогреческий словарь > я

  • 34 вернуть

    -ну, -нешь, ρ.σ.μ.
    1. επιστρέφω, επαναδίδω, ξαναδίνω, γυρίζω πίσω•

    вернуть книгу επιστρέφω το βιβλίο•

    вернуть долг ξεπλερώνω το χρέος.

    2. επαναφέρω, αποδίδω•

    вернуть здоровье αποκατασταίνιο την υγεία•

    прошлого не вернуть το παρελθόν δεν ξαναγυρίζει.

    1. επανέρχομαι, επιστρέφω, γυρίζω πίσω•

    мой, брат -лся из отпуска ο αδερφός μου επέστρεψε από την άδεια•

    солдат -лся домой ο στρατιώτης γύρισε στο σπίτι του.

    || μτφ. συνέρχομαι, έρχομαι στα συγκαλά μου•

    ему -лось сознание αυτός συνήλθε από τη λιποθυμία.

    || μτφ. ε αναλαβαίνω•

    -к прежнему разговору ξαναγυρίζω στην κουβέντα που πριν είχαμε.

    2. -ну, -нешь, ρ.σ. (απλ.) περιστρέφω• περιστρέφω μια φορά.

    Большой русско-греческий словарь > вернуть

  • 35 верстать

    ρ.δ.μ.
    σελιδοποιώ•

    верстать книгу, газету σελιδοποιώ βιβλίο, εφημερίδα.

    ρ.δ.μ. (παλ.)
    1. εξισώνω, βάζω στην ίδια σειρά, μοίρα, κατηγορία.
    2. διανέμω, μοιράζω.
    3. στρατολογώ.
    σελιδοποιούμαι.

    Большой русско-греческий словарь > верстать

  • 36 вклеить

    -его, -еишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. -еенный, βρ: -еен, -а, -о, ρ.σ.μ.
    κολλώ εσωτερικά•

    вклеить лист бумаги в книгу κολλώ φύλλο χαρτιού στο βιβλίο.

    || μτφ. παίρνω μέρος στη συνομιλία•

    вклеить слово в разговор λέγω κι εγώ μια λέξη στην κουβέντα.

    κολλιέμαι εσωτερικά.

    Большой русско-греческий словарь > вклеить

  • 37 дать

    дам, дашь, даст, дадим, дадите, дадут; παρλθ. χρ. дал, дала, дало, дали (με το αρνητικό: не дал, не дала, не дало, не дали); προστκ. дай; παθ. μτχ. παρλθ. χρ. данный, βρ: дан, дана, дано
    ρ.σ.μ.
    1. δίνω• εγχειρίζω•

    дать деньги δίνω χρήματα•

    дать книгу δίνω βιβλίο.

    || παρέχω, χορηγώ, προσφέρω•

    помещение δίνω χώρο.

    || παραχωρώ•

    дать место δίνω τη θέση.

    || πληρώνω•

    сколько ты дал за галстук? πόσο έδοσες για τη γραβάτα;

    2. απονέμω•

    дать награду απονέμω βραβείο, βραβεύω.

    || μτφ. καθορίζω•

    дать задание на дом δίνω σπιτική δουλιά (στους μαθητές).

    || επιφέρω, καταφέρω•

    он дал ему пощечину του έδοσε ένα μπάτσο.

    || χτυπώ, δέρνω, πλήττω•

    дать по рукам χτυπώ στα χέρια.

    3. παραθέτω• παρουσιάζω κάνω εκδήλωση•

    дать обед δίνω γεύμα•

    дать концерт δίνω συναυλία•

    дать бал δίνω χορό.

    4. φέρω, αποφέρω, προσκομίζω•

    дать большой доход δίνω μεγάλο έσοδο.

    || φέρω, επιφέρω•

    дать успокоение φέρω καθησύχαση, καθησυχάζω.

    5. εμφανίζω, παρουσιάζω•

    дать трещину ραγίζομαι, παρουσιάζω ρωγμή•

    -течь κάνω νερά, αφήνω να τρέχει•

    дать осечку παθαίνω αφλογιστία•

    дать осадок αφήνω κατακάθια.

    6. με πολλά ουσ. σχηματίζει• συνδυασμούς•

    дать распоряжение δίνω εντολή (εντέλλομαι)•

    дать согласие συμφωνώ, συγκατατίθεμαι, δίνω συγκατάθεση•

    дать позволение επιτρέπω•

    дать ответ δίνω απάντηση (απαντώ)•

    дать разрешение δίνω άδεια (επιτρέπω)•

    дать обещание δίνω υπόσχεση (υπόσχομαι)•

    дать отсрочку δίνω αναβολή, παράταση (αναβάλλω, παρατείνω)•

    дать указания υποδείχνω, δίνω οδηγίες.

    || μεταδίνω, κάνω•

    сигнал δίνω σήμα, κάνω σινιάλο•

    дать знак κάνω νεύμα.

    || χτυπώ, κρούω•

    дать звонок χτυπώ το κουδούνι.

    7. παρέχω τη δυνατότητα, αφήνω, επιτρέπω•

    дайте мне отдыхать αφήστε με να ξεκουραστώ•

    он не дает- мне спать αυτός δε με αφήνει να κοιμηθώ.

    8. προστκ. дай ως προτρεπτικό μόριο: εμπρός, μπρος, άι, δόσ(ε), δόσ’ του.
    εκφρ.
    дать веру – πιστεύω, δίνω πίστη•
    дать вожжи ή поводокκ.τ.τ. χαλαρώνω τα χαλινά•дать знать κάνω γνωστό, γνωστοποιώ•
    дать начало – κάνω την αρχή, πρωταρχίζω•
    дать себя знать – υποχρεώνω τον εαυτό μου να καταλάβει, να αι-αθανθεί•
    дать свет – ανάβω το φως•
    дать себе труд – κουράζω, βασανίζω•
    не дал себе труда подумать – δε βασάνισε καθόλου το μυαλό του•
    слово – α) δίνω το λόγο (να μιλήσει.), β) υπόσχομαι•
    ни дать ни взять – ούτε πολύ ούτε λίγο, ακριβώς το ίδιο•
    я тебе (те) дам – θα σου τις δώσω, θα σε δείρω, θα τις φας (απειλή)•
    дай Бог – (ευχή) να δόσει ο Θεός•
    не дай Бог – (απευχή) να μη δόσει ο Θεός.
    1. πιάνομαι•

    не дать в обман δε θα πέσω στην παγίδα, δε θα πιαστώ κορόιδο.

    || υποκύπτω, υποχωρώ.
    2. πετυχαίνω, ευδοκιμώ είμαι ευμαθής•

    математика ему не далась τα μαθηματικά αυτός δεν τα έπαιρνε•

    история ему далась лучше грамматики αυτός την ιστορία την έπαιρνε καλύτερα από τη γραμματική.

    || δίνομαι, αποκτιέμαι•

    ничто даром не дается τίποτε δε δίνεται δωρεάν (τζάμπα).

    Большой русско-греческий словарь > дать

  • 38 достать

    -ану, -анешь, προστκ. -ань ρ.σ.
    1. φτάνω, σώνω, παίρνω, βγάζω•

    достать книгу с полки φτάνω το βιβλίο από το ράφι•

    достать платок из кармана βγάζω το μαντήλι από τη τσέπη•

    достать бумагу из портфеля βγάζω το χαρτί από το χαρτοφύλακα.

    2. αγγίζω, θίγω, άπτομαι•

    достать рукой до потолки φτάνω με το χέρι ως την οροφή.

    3. εφοδιάζομαι, βρίσκω, εξεβρίσκω•

    достать материал для постройки βρίσκω οικοδομικό υλικό•

    достать билет в театре κατορθώνω να πάρω εισιτήριο για το θέατρο.

    4. (απρόσ.) φτάνει, αρκεί, επαρκεί•

    -нет ли вам на дорогу зтих денег θα σας φτάσουν άραγε για το δρόμο αυτά τα χρήματα.

    εκφρ.
    достать из-под земли; достать со дна морского – βρίσκω παντί σθένει, πάση θυσία, οπωσδήποτε• βρίσκω έστω και κάτω από τη γη, στα τρίσβαθα της θάλασσας.
    1. περιέρχομαι στην κυριότητα•

    дом -лся ему по наследству το σπίτι το κληρονόμησε, το έχει από κληρονομιά.

    || πέφτει στο μερτικό μου, λαχαίνει•

    ему -лся фотоаппарат του έπεσε (στο λαχνό) φωτογραφική μηχανή•

    ему -лся счэст-ливый номер του έπεσε τυχερός αριθμός (λαχνός).

    2. επιπλήττω, επιτιμώ, τιμωρώ.

    Большой русско-греческий словарь > достать

  • 39 жарить

    ρ.δ.
    1. μ. τηγανίζω, τσιγαρίζω• καβουρδίζω, γιαχνίζω•

    жарить картошку на масле τηγανίζω πατάτες με λάδι•

    жарить рыбу τηγανίζω ψάρια.

    || ψήνω•

    жарить семечки ψήνω σπόρια.

    2. καίω, θερμαίνω δυνατά•

    солнце -ит ο ήλιος ψένει.

    3. μ. υπερθερμαίνω, πυρακτώνω, κορώνω.
    4. (απλ.) χρησιμοποιείται αντί των αντίστοιχων ρημάτων με σημασία επιτακτική: -ит дождь βρέχει δυνατά•

    жарить наизусть αποστηθίζω καλά•

    -ли его розгами τον χτύπησαν γερά μέ τις βέργες•

    жарить в гармонике παίζω πολύ στη φυσαρμόνικα•

    жарь в аптеку τρέξε γρήγορα στο φαρμακείο•

    так и -ит книгу за книгой καταβροχθίζει τα βιβλία το, ένα κοντά τ’ άλλο.

    1. ψήνομαι• καβουρδίζομαι. || τηγανίζομαι, τσίτ γαρίζομαι.
    2. θερμαίνομαι, ζεσταίνομαι (στον ήλιο, φωτιά κλπ.).

    Большой русско-греческий словарь > жарить

  • 40 заглянуть

    -яну, -янешь, ρ.σ.
    1. κοιτάζω, βλέπω, ρίχνω μια ματιά•

    он -ул в окно αυτός κοίταξε στο παράθυρο•

    заглянуть под стол κοιτάζω κάτω από το τραπέζι•

    заглянуть в глаза κοιτάζω στα μάτια•

    заглянуть в словарь κοιτάζω στο λεξικό•

    он не -ул в книгу αυτός δεν κοίταξε (δεν άνοιξε) το βιβλίο•

    заглянуть в комнату ρίχνω μια ματιά στο δωμάτιο•

    заглянуть в чужие карты κοιτάζω τα παιγνιόχαρτα του διπλανού μου.

    || μτφ. εισχωρώ, φέγγω•

    солнце в ту сторону не -янет την άλλη πλευρά ο ήλιος δεν την βλέπει.

    || μτφ. διαβάζω στα πεταχτά, ρίχνω μια ματιά (στο κείμενο). || μτφ. εισχωρώ, μπαίνω, διεισδύω•заглянуть в душу εισχωρώ στην ψυχή.
    2. επισκέπτομαι για λίγο, περνώ στο πόδι.
    εκφρ.
    заглянуть вперед – κοιτάζω μπροστά, βλέπω (οραματίζομαι) το μέλλον.

    Большой русско-греческий словарь > заглянуть

См. также в других словарях:

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»