-
1 χρηστηριον
τό тж. pl.1) оракул, прорицалище(Φοίβου χ. Eur.; Πυθικὰ χρηστήρια Aesch.; τὸ ἐν Δελφοῖς χ. Her.)
χρέεσθαι χρηστηρίοισι Her. — вопрошать оракулы2) оракул, ответ оракула Her., Trag.τὸ χ. δηλοῦν Thuc. — объявить ответ оракула
3) тж. перен. жертваκείνου χρηστήρια τἀνδρός Soph. — жертвы, (павшие от руки) этого человека -
2 ασημος
21) не меченный, не имеющий знаков, без эмблем(ὅπλα Eur.)
2) нечеканенный, в слитках(χρυσός Her.; χρυσίον Thuc., Arst.; ἄργυρος ἄ. καὴ νομίσματα Plut.)
3) неясный, неразборчивый, невнятный(ἄσημα φράζειν Her.; φωναί Arst., Plut.)
4) непонятный, темный(χρηστήρια Her.; χρησμοί Aesch.; ὄργια Soph.)
5) неизвестный, безвестный, незначительный(οὐκ ἄ. πόλις Eur.; οἱ ἔνδοξοι καὴ οἱ ἀσημότεροι Plut.)
6) неузнанный, незамеченный(ὅ ἐργάτης Soph.)
-
3 διαπεμπω
тж. med.1) посылать в разные места, рассылать(παρὰ τὰ χρηστήρια τοὺς θεοπρόπους Her.; ἄλλον ἄλλῃ Thuc.; τινὰς πρός τινας Xen.; ἐμπόρων πλῆθος Arst.; ἄλλον εἰς ἄλλην πόλιν Plut.)
2) посылать, отправлять(τινὰ πρός τινα Arph.; πεντακοσίους ὁπλίτας τινί Thuc.; τὸ πνεῦμα τῇ καρδίᾳ Arst.; ἕτερον στρατηγὸν εἰς τέν Ἰβηρίαν Polyb.; ἀγγέλους καὴ γράμματά τινι Plut.)
-
4 διαπρασσω
атт. διαπράττω, эп.-ион. διαπρήσσω1) тж. med. совершать, исполнять, осуществлять, делать(πάντα τινί Her.; ταῦτα Arph.; πάγκαλον πρᾶγμα Plat.; διαπέπρακται ὃ τῶν ἐκείνου προγόνων οὐδεὴς πώποτε Isocr.)
εἰς ἐνιαυτὸν ἅπαντα οὔτι διαπρήξαιμι λέγων Hom. — я и за целый год не смог бы пересказать;οἱ ἀνήκεστα διαπεπραγμένοι Arst. — совершившие нечто непоправимое;τὰ χρηστήρια διαπρῆξαι Her. — привести в исполнение веления оракула2) завершать путь, проходить(ἔνθα καὴ ἔνθα δ. κέλευθον Hom.)
δ. πεδίοιο Hom. — проходить равниной3) доводить до конца, оканчивать(διαπέπρακται ὅ πόλεμος Plut.)
4) заниматься делами, работать(πλουτοῦσι, διαπράττουσι, εὐδαιμονοῦσιν Arph.)
5) ( о времени) проводить6) med. добиваться, достигатьπολλὰ δόντες δῶρα διεπράξαντο ὥστε … Xen. — многочисленными подарками они добились того, что …;
διαπράξεσθαι τέν εἰρήνην Plut. — добиться заключения мира;διεπράξατο οἰς Ἤπειρον ἀποσταλῆναι Plut. — он добился своей отправки в Эпир7) med. вести переговоры, договариваться(πρός τινα περί τινος Xen.; δι΄ ἑρμηνέων Her.)
8) pass. гибнуть(στυγερῷ θανάτῳ διεπράχθης Aesch.; τοῦ μὲν νοσοῦντος, τοῦ δὲ διαπεπραγμένου Soph.)
διαπεπράγμεθα Eur. — мы погибли;διαπέπρακται τὰ τῶν Καρχηδονίων Plut. — конец пришел карфагенскому государству -
5 επερωταω
ион. ἐπειρωτάω и ἐπειρωτέω1) вопрошать(τὰ χρηστήρια Her.; τὸν θεόν Thuc., Arst.; θυσίαις καὴ οἰωνοῖς Xen.)
2) спрашивать(τι Her., Plat., τινά τι Her., Aeschin., Plut. и τινα περί τινος Her., Dem.)
3) обращаться с запросом, запрашивать(τὸν δῆμον Plut.)
4) приступать с просьбой, просить(τινα ποιεῖν τι NT.)
-
6 εσθης
1) одеяние, одежда, платье Arst., Plut.χρηστηρία ἐ. Aesch. — одежды предсказательницы, т.е. Кассандры;
μετρία ἐ. Thuc. — простое платье;τὰ ἐσθῆτος ἐχόμενα Her. — вся одежда, какая была (на них)2) бельеἐσθῆτα ἔσφερον εἴσω Hom. — (братья Навсикаи) внесли (выстиранное ею) белье в дом
3) постель -
7 μεσομφαλος
-
8 περιστρωφαομαι
-
9 φοβερος
31) страшный, грозный, ужасный(χρηστήρια Her.; ἄχη Aesch.)
ὅ ὅμιλος πλήθει φ. Thuc. — толпа, страшная своей численностью, но τὰ τῷ πλήθει φοβερά Juv., то, что внушает толпе страх;φ. ἰδεῖν и φοβερὰν ὄψιν προσιδέσθαι Aesch. — страшный на вид;φοβεροὴ ἦσαν μέ ποιήσειάν τι Xen. — следовало опасаться, как бы они не сделали чего-л.;τῶν φοβερῶν ὄντων τῇ πόλει γενέσθαι μόνος ἡγεμών Thuc. — единственный виновник угрожающих городу бедствий;φοβερὸν ἥ ἀποχώρησις Xen. — отступление (было бы) ужасно (ср. 2)2) объятый страхом, паническийἐν φοβερᾷ ἀναχωρήσει Thuc. — в паническом отступлении (ср. 1)
3) боязливый, робкий(φρήν Soph.; πῶλοι Plat.)
φ. εἴς τι Plat. — робеющий перед чем-л.
См. также в других словарях:
χρηστήρια — χρηστήριον an oracle neut nom/voc/acc pl χρηστήριος oracular neut nom/voc/acc pl χρηστήριος oracular neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χρηστηρίαν — χρηστηρίᾱν , χρηστήριος oracular fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ДЕЛЬФИЙСКИЙ ОРАКУЛ — • Delphicum oraculum, По Эсхилу (Eит. 1 слл.), Д. оракул впервые принадлежал древнейшей прорицательнице, богине Гебе, которая передала его своей дочери Фемиде, в эта своей сестре Фойбе, которая, в свою очередь, предоставила его, в… … Реальный словарь классических древностей
Philémon (lexicographe) — Pour les articles homonymes, voir Philémon. Philémon (en grec Φιλήμων) est le nom sous lequel nous est parvenu de manière fragmentaire un lexique du grec ancien, intitulé Λεξικόν τεχνολογικόν (Lexique systématique). La préface nous indique qu il… … Wikipédia en Français
εντέλλομαι — (AM ἐντέλλομαι και ἐντέλλω) δίνω εντολή, αναθέτω σε κάποιον να εκτελέσει κάτι («τοῑσι δέ... ἐνετέλλετο ὁ Κροῑσος ἐπειρωτᾱν τὰ χρηστήρια» τούς έδωσε εντολή ο Κροίσος να ρωτήσουν το μαντείο, Ηρόδ.) νεοελλ. 1. φρ. «εντελλόμενα έξοδα» έξοδα υπηρεσίας … Dictionary of Greek
εσθήτα — η (AM ἐσθής, Α και δωρ. τ. ἐσθάς) ένδυμα, ενδυμασία νεοελλ. (κυρίως) γυναικείο φόρεμα (φουστάνι) αρχ. μσν. 1. (περιλπτ.) τα ενδύματα («ἐσθῆτα ἔσφερον εἴσω») 2. το ένδυμα τού βαπτίσματος αρχ. φρ. α) «χρηστηρία ἐσθής» το ένδυμα τής προφήτιδος β)… … Dictionary of Greek
προχρεία — ἡ, Α 1. προκαταβολική δόση χρημάτων, προπληρωμή που δίνεται ως δάνειο 2. αρχικό κεφάλαιο για εμπορικές επιχειρήσεις 3. εγκατάσταση επιχείρησης με εργαλεία, σκεύη («ἀμπελικὸν χωρίον... καὶ προχρείας καὶ χρηστήρια», πάπ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < προχρῶμαι… … Dictionary of Greek
πύργος — Με τη λέξη πύργος εννοούμε γενικά ένα κτίριο στο οποίο χαρακτηριστικά υπερέχει η διάσταση του ύψους και το οποίο, συγχρόνως, έχει ένα γενικά κλειστό, αυστηρό και έντονα αμυντικό χαρακτήρα. Aυτή η μορφή κτιρίου, ή κατασκευής γενικότερα, έχει… … Dictionary of Greek
συγχρηστήριον — τὸ, Α οικιακό σκεύος. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + χρηστήρια «σκεύη, εργαλεία»] … Dictionary of Greek
φιλήμων — I Όνομα ιστορικών και μυθολογικών προσώπων. 1. Μυθολογικό πρόσωπο, που ζούσε στη Φρυγία με τη σύζυγό του Βαυκίδα, και φιλοξένησαν τον Δία στη φτωχική καλύβα τους. Σύμβολο συζυγικής αγάπης και ζευγάρι πολύ αγαπητό στους θεούς. Μετά τον θάνατό τους … Dictionary of Greek
φοβερός — ή, ό / φοβερός, ά, όν, ΝΜΑ (με ενεργ. σημ.) αυτός που προξενεί φόβο, τρομακτικός (α. «πικρή ναι η φοβερώτατη / τού κόσμου ανεμοζάλη», Σολωμ. β. «χρηστήρια φοβερὰ καὶ ἐς δεῖμα βαλόντα», Ηρόδ.) νεοελλ. αυτός που προκαλεί φρίκη, φρικτός,… … Dictionary of Greek