-
1 διαπεμπω
тж. med.1) посылать в разные места, рассылать(παρὰ τὰ χρηστήρια τοὺς θεοπρόπους Her.; ἄλλον ἄλλῃ Thuc.; τινὰς πρός τινας Xen.; ἐμπόρων πλῆθος Arst.; ἄλλον εἰς ἄλλην πόλιν Plut.)
2) посылать, отправлять(τινὰ πρός τινα Arph.; πεντακοσίους ὁπλίτας τινί Thuc.; τὸ πνεῦμα τῇ καρδίᾳ Arst.; ἕτερον στρατηγὸν εἰς τέν Ἰβηρίαν Polyb.; ἀγγέλους καὴ γράμματά τινι Plut.)
-
2 εισπεμπω
староатт. ἐσπέμπω1) посылать(τινὰ δόμους τινός Eur.; δύο κοτύλας οἴνου τινί Thuc.; πρέσβεις εἰς τὰς Συρακούσας Plut.)
2) (коварно) подсылать(μάντιν κακοῦργον Soph.)
3) med. принимать (внутрь)(διὰ τοῦ στόματός τι Xen.)
4) противопоставлять
См. также в других словарях:
Ignacio de Antioquía — San Ignacio de Antioquía Icono que represent … Wikipedia Español
διόπεμπτος — διόπεμπτος, ον (Μ) σταλμένος από τον Δία. [ΕΤΥΜΟΛ. < διο * + πεμπτός < πέμπω] … Dictionary of Greek
θεόπεμπτος — η, ο (AM θεόπεμπτος, ον) ο σταλμένος από τον θεό (ή τους θεούς), ο θεόσταλτος νεοελλ. μοιραίος αρχ. υπεράνθρωπος, εξαιρετικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < θεο * + πεμπτος (< πέμπω), πρβλ. διά πεμπτος, επί πεμπτος] … Dictionary of Greek