-
1 μνηστευω
дор. μναστεύω [μνάομαι I и II] тж. med.1) свататься, добиваться рукиμ. θύγατρά τινος Hom. — искать руки чьей-л. дочери;
ἃ μναστευθεῖσ΄ ἐξ Ἑλλάνων Eur. — (Ифигения), руки которой добивались эллины2) ( о помолвке или браке) заключать, устраивать(γάμους Eur.)
τῇ πόλει δεῖ συμφέροντα μ. γάμον ἕκαστον Plat. — каждый брак должен заключаться с пользой для государства3) обещать в жены, обручать(τέν θυγατέρα τινί Eur.; μνηστευθεῖσά τινι NT.)
4) стремиться, добиваться, домогаться(χειροτονίαν Isocr.; μνηστευσόμενος ἄρχειν τινός Plut.)
μ. ἑαυτῷ τὸν πόλεμον Plut. — добиваться поста главнокомандующего5) стараться снискать милость, склонять на свою сторону(ἑαυτῷ τὸν δεσπότην Luc.)
См. также в других словарях:
χειροτονίαν — χειροτονίᾱν , χειροτονία extension of the hand fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
MANUS — I. MANUS apud Quintilianum l. 5. c. 13. Ut gladiatorum manus, quae secundae vocantur, fiunt et tertiae, si prima ad evocandum adversarii ictum prolata erat, et quartae, si geminata captatio est, ut bis cavere bis repetere oportuerit: sunt… … Hofmann J. Lexicon universale
CATHOLICUS — I. CATHOLICUS dignitas et Magistratus, in Africa praesertim. Eusebius, l. 8. c. 23. Καθολικὸν τῆς Α᾿φρικῆς, et de Vita Constantim, l. 4. τὸν τῆς διοικήςεως Καθολικὸν, h. e. Consularem et Praefectum Africae, ut interpretantur Viri docti. At… … Hofmann J. Lexicon universale
έτσι — (Μ ἔτσι και διαλεκτ. τ. ἔτσε, ἔτσου, ἔτις, ἴτις, ἴτσι, ἴτσου) επίρρ. 1. κατ αυτό τον τρόπο, τοιουτοτρόπως, με τον ίδιο τρόπο (α. «δεν έπρεπε να φερθείς έτσι» β. «έτσι θέλω κι έτσι κάνω» γ. «έτσι τ αποφάσισε τής ερωτιάς η κρίση», Ερωτόκρ.) 2. (για … Dictionary of Greek
μνηστεύω — (ΑΜ μνηστεύω Α δωρ. τ. μναστεύω) [μνηστός] δεσμεύω δύο άτομα διαφορετικού φύλου με αμοιβαία υπόσχεση γάμου, αρραβωνιάζω (α. «αύριο, μνηστεύω την κόρη μου» β. «ἀπογράψασθαι σὺν Μαριὰμ τῇ μεμνηστευμένη αὐτῷ γυναικί», ΚΔ) νεοελλ. (η μτχ. παθ. παρακμ … Dictionary of Greek
χειροτονία — η, ΝΜΑ [χειροτονῶ] (καν. δίκ.) εκκλησιαστική πράξη με την οποία αποδίδεται η ιερωσύνη σε έναν από τους τρεις βαθμούς, δηλαδή τού διακόνου, τού πρεσβυτέρου και τού επισκόπου νεοελλ. ειρων. ξυλοδαρμός μσν. αρχ. 1. ανύψωση, ανάταση τού χεριού (α.… … Dictionary of Greek
ГРИГОРИЙ БОГОСЛОВ — [Назианзин; греч. Γρηγόριος ὁ Θεολόγος, ὁ Ναζιανζηνός] (325 330, поместье Арианз (ныне Сиврихисар, Турция) близ Карвали (ныне Гюзельюрт), к югу от г. Назианза, Каппадокия 389 390, там же), свт. (пам. 25 янв., 30 янв. в Соборе Трех святителей; пам … Православная энциклопедия