Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

(τραπέζῃ

См. также в других словарях:

  • Τραπεζῇ — Τραπεζῆι , Τραπεζεύς at masc dat sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τραπεζῇ — τραπεζῆι , τραπεζεύς at masc dat sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τραπέζῃ — τράπεζα table fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τραπέζηι — τραπέζῃ , τράπεζα table fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τράπεζα — Ονομασία ιδρυμάτων που εκτελούν πολλές και διάφορες λειτουργίες: από το εμπόριο και την ανταλλαγή νομισμάτων και την κατάθεση χρημάτων έως την παροχή πιστώσεων και άλλων χρηματοδοτήσεων. Ιστορία. Πολλές τραπεζικές πράξεις έχουν την καταγωγή τους… …   Dictionary of Greek

  • CANIS Trapezites seu Mensarius — Homero non semel memoratur; Od. inprimis ρ. v. 309. Οἷοί τε τραπεζῆες κυν´ες ἀνδρῶν Γἰγνοντ᾿, ἀγλαΐης δ᾿ ἕεκεν κομέουσιν ἄνακτες. Quales sunt virorum mensarii canes, Quos delitiarum gratiâ nutriunt Reges. Τραπεζῆες, i. e. οἱ εν τραπέζῃ τρεφόμενοι …   Hofmann J. Lexicon universale

  • NUPTAALE Poculum — inter Graecorum nuptiales ritus. Cum enim apud hos duae potissimum formulae sacrae habeantur, altera Sponsalium sacrorum, sine celebritate Nuptiali, altera Nuptialium sacrorum, posterior haec Ἀκολουθεία τοῦ ςτεφανώματος vocatur, Ordo sacer… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • δαίνυμι — και δαινύω (Α) Ι. 1. προσφέρω γεύμα ή συμπόσιο (φρ., «δαίνυμι γάμον ή τάφον» προσφέρω συμπόσιο γαμήλιο ἤ επιτάφιο 2. φιλεύω κάποιον με κάτι («τὸν... Αστυάγης ἀνόμῳ τραπέζῃ ἔδαισε») II. δαίνυμαι 1. συμποσιάζω, ξεφαντώνω 2. τρώγω κάτι, εξαντλώ κάτι …   Dictionary of Greek

  • εμπρέπω — ἐμπρέπω (Α) διακρίνομαι σε κάτι, διαπρέπω, ξεχωρίζω («ἀρεταῑς τε ποικίλαις ἐμπρέποντας», Μην. Ωδ.) αρχ. 1. είμαι καταφανής, φανερός («λίπος ἐπ ὀμμάτων αἵματος ἐμπρέπειν», Αισχ.) 2. είμαι ένδοξος, περιφανής, διακρίνομαι 3. αρμόζω, είμαι κατάλληλος …   Dictionary of Greek

  • κοίτη — Το κοίλο μέρος του εδάφους που κατέχεται από τα νερά ενός χειμάρρου, ενός ποταμού ή μιας λίμνης. Απαρτίζεται από τον πυθμένα και δύο όχθες, οι οποίες μπορεί να αποτελούν προϊόν φυσικής διεργασίας ή να έχουν σχηματιστεί με τεχνητά αναχώματα.… …   Dictionary of Greek

  • τραπέζωσις — εζώσεως, ἡ, Α [τραπεζῶ] 1. ετοιμασία τραπεζιού, παράθεση φαγητών 2. (κατά τον Δίον. Αρεοπ.) «τραπέζωσίν φησι τὰ ἐν τῇ θείᾳ τραπέζῃ διὰ τοῦ ἁγίου ἄρτου καὶ τοῦ ποτηρίου τῆς εὐλογίας τελούμενα μυστήρια» …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»