Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

(μισθοῖο

См. также в других словарях:

  • μισθοῖο — μισθός hire masc gen sg (epic) μισθόω let out for hire pres opt mp 2nd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • υπάργυρος — ον, ΜΑ αυτός που έχει πωληθεί ή μισθωθεί με αργύρια, με χρήματα (α. «λέγων ὑπάργυρον πᾱσαν γραφὴν ἐποίει», Τζέτζ. β. «εἰ μισθοῑο συνέθευ παρέχειν φωνὰν ὑπάργυρον», Πίνδ.) αρχ. 1. (για πέτρωμα, γη, ορυκτό) αυτός που περιέχει άργυρο, που έχει φλέβα …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»