-
1 καδος
-
2 κάδος
ο см. κάδη -
3 κάδος
[кадос] ουσ α кадка. -
4 καδδος
ὁ дор. (= κάδος См. καδος) сосуд, преимущ. избирательная урна ( у лакедемонян) Plut. -
5 καδισκος
ὅ [demin. к κάδος См. καδος] судебная урна (для подачи судейских голосов; в уголовных процессах их было две - для оправдательных и обвинительных голосов, в гражданских - до четырех) Lys., Arph., Arst., Dem. -
6 δνοφερος
-
7 κηδος
1) скорбь, горе, печаль(πολύστονον Hom.)
Τρώεσσι κήδεα ἐφῆπται ἐκ Διός Hom. — над троянцами нависли печали (ниспосланные) от Зевса2) тревога, заботаτῶν ἄλλων οὐ κ. Hom. — об остальных заботиться нечего
3) (преимущ. pl.) погребальный обряд, похороны(γόος καὴ κήδεα λυγρά Hom.; τὰ κήδη μάλιστα οἱ συγγενεῖς ἀπαντῶσι Arst.)
εἰς τὸ κ. ἰέναι Her. — идти на похороны4) родство через брак, свойствоκ. τινος λαβεῖν Eur. и κ. εἴς τινα μεθαρμόσασθαι Plut. — породниться с кем-л. через брак
5) бракτὸ κ. ξυνάψασθαι τῆς θυγατρός Thuc. — выдать дочь замуж
-
8 πισσινος
См. также в других словарях:
κάδος — jar masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κάδος — (I) ο (AM κάδος) κουβάς, ξύλινο ή μετάλλινο δοχείο για εναπόθεση, άντληση ή μεταφορά νερού ή άλλου υγρού («φοινικηΐου φ68οίνου κάδον», Ηρόδ.) νεοελλ. 1. ξύλινο δοχείο για πήξιμο τυριού 2. ξύλινο βυτίο για ζύμωση γλεύκους 3. φρ. (μεταλργ.) «κάδος… … Dictionary of Greek
κάδος — ο δοχείο από ξύλο ή μέταλλο κατάλληλο για μεταφορά υγρών: Μεταφέρουμε γάλα μέσα σε κάδους … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κᾶδος — κῆδος care about neut nom/voc/acc sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κάδω — κάδος jar masc nom/voc/acc dual κάδος jar masc gen sg (doric aeolic) κά̱δω , κήδω trouble pres subj act 1st sg (doric) κά̱δω , κήδω trouble pres ind act 1st sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κάδοι — κάδος jar masc nom/voc pl κά̱δοῑ , κήδω trouble pres opt act 3rd sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κάδοις — κάδος jar masc dat pl κά̱δοις , κήδω trouble pres opt act 2nd sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κάδον — κάδος jar masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κάδου — κάδος jar masc gen sg κά̱δου , κήδω trouble pres imperat mp 2nd sg (attic epic doric) κά̱δου , κήδω trouble imperf ind mp 2nd sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κάδους — κάδος jar masc acc pl κά̱δους , κῆδος care about neut gen sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κάδων — κάδος jar masc gen pl κά̱δων , κήδω trouble pres part act masc nom sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)