Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

(ε)πάνω

  • 61 взволочь

    -локу, -лочешь, -кут ρ.σ.μ.
    (απλ.) σέρνω, σύρω, τραβώ προς τα πάνω.
    σέρνομαι, σύρομαι, τραβιέμαι προς τα πάνω.

    Большой русско-греческий словарь > взволочь

  • 62 взмах

    α.
    κίνηση, κούνημα προς τα πάνω•

    взмах руки το κούνημα του χεριού προς τα πάνω•

    взмах крыльев το φτερούγισμα•

    взмах весел το ανασήκωμα των κουπιών (κατά την κωπηλασία), κωπηλάτημα.

    Большой русско-греческий словарь > взмах

  • 63 взмахнуть

    -ну, -нешь, ρ.σ.
    κινώ, αιωρώ, κουνώ προς τα πάνω• ανεμίζω•

    взмахнуть платком κουνώ επάνω το μαντήλι•

    взмахнуть крыльями φτερουγίζω•

    -фуражкой κουνώ επάνω το καπέλλο.

    κουνιέμαι προς τα πάνω.

    Большой русско-греческий словарь > взмахнуть

  • 64 взметать

    -ечу, -ечешь, κ. -аю, -аешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. взмётанный βρ: -тан, -а, -о
    1. ανεγείρω, σηκώνω, παρασέρνω προς τα πάνω•

    ветер -ал солому ο αέρας σήκωσε πάνω τ’ άχυρα.

    2. οργώνω χέρσο έδαφος.
    -аю, -аешь, ρ.δ.
    βλ. взмести κ. взметнуть.

    Большой русско-греческий словарь > взметать

  • 65 вскатить

    вскачу, вскатишь, ρ.σ.μ. ανακυλώ, κυλώ προς τα πάνω, ανεβάζω κυλώντας.
    κυλιέμαι προς τα πάνω, με ανεβάζουν κυλώντας.

    Большой русско-греческий словарь > вскатить

  • 66 выше

    1. συγκρ. β. του επ. высокий κ.του επίρ. высоко.
    2. επίρ. ψηλότερα, πιο ψηλά• ανώτερα• άνω, πιο πάνω, παραπάνω• ανωτέρω•

    температура выше ноля θερμοκρασία άνω του μηδενός•

    выше как сказано выше όπως ειπώθηκε παραπάνω•

    дети семи лет и выше παιδιά εφτά χρονών και πάνω•

    это выше моих сил αυτό ξεπερνά τις δυνάμεις μου•

    как было упомянуто выше όπως αναφέρθηκε παραπάνω•

    летать выше всех πετώ ψηλότερα απ’ όλους.

    Большой русско-греческий словарь > выше

  • 67 гак

    α.
    (ναυτ.) γάντζος, άγκιστρο.
    α.
    (απλ.) с -ом πάνω, παραπάνω•

    с тех пор прошло 18 лет с -ом από τότε πέρασαν πάνω από 18 χρόνια.

    Большой русско-греческий словарь > гак

  • 68 кверху

    επίρ.
    προς τα πάνω•

    упасть кверху ногами πέφτω με τα πόδια προς τα πάνω.

    Большой русско-греческий словарь > кверху

  • 69 на

    на 1
    πρόθ. με αιτ. και, προθτ.
    1. επάνω, επί, στον, στην, στο κ.τ.τ. положить книгу на стол βάζω το βιβλίο πάνω στο τραπέζι.• на землю, на земле (πάνω) στη γη•

    наклеить марку на конверт κολλώ γραμματόσημο στο φάκελλο•

    на полу, на пол στο πάτωμα•

    на улицу, на улице στο δρόμο•

    на сущу, на суще στην ξηρά.

    2. μέσα, εντός, εις, στον, στην, στο κ.τ.τ. первый работник на селе ο πρωτοπόρος της δουλειάς στο χωριό•

    тоска на сердце θλίψη στην καρδιά•

    служить на флоте υπηρετώ στο στόλο•

    идти на свадьбу πηγαίνω στο γάμο•

    идти на завод πηγαίνω στο εργοστάσιο•

    пришли на память прошлогодние события ήρθαν στη μνήμη τα περσινά γεγονότα ή θυμήθηκα τα περσινά γεγονότα.

    3. (κατεύθυνση) προς, κατά•

    окна на восток παράθυρα κατά την ανατολή•

    дверь на улицу πόρτα κατά το δρόμο•

    посмотреть на него κοιτάζω προς αυτόν.

    4. (επαφή σύγκρουση) επί, επάνω στον, στην, στο κ.τ.τ. наскочить на забор προσκρούω στον περίβολο•

    наткуться на камень σκοντάφτω στην πέτρα.

    5. (ομοιότητα)• προς, με• σαν•

    беспокойство похожее на страх ταραχή που μοιάζει με φόβο.

    6. (χρόνος)• τον, την, το• στον, στην, στο κ.τ.τ. на 15 июля назначен митинг την (στις) 15 Ιούλη καθορίστηκε συλλαλητήριο•

    на той неделе την ερχόμενη εβδομάδα•

    на следующий день την επόμενη (μέρα)•

    на другое утро το άλλο πρωί•

    на каникулах (σ)τις διακοπές.

    || προς•

    в ночь с 24 на 25 декабря тц νύχτα της 24 προς την 25 Δεκέμβρη.

    || σε•

    со дня на день από μέρα σε μέρα•

    с часу на час από ώρα σε ώρα.

    7. κατά, ως προς•

    мягкий на ощупь μαλακός (κατά) την αφή.

    8. (σκοπός• αφορμή) ως, για, δια•

    подарить на память δωρίζω για ενθύμιο•

    подарок на день рождения δώρο για τα γενέθλια•

    на всякий случай για κάθε ενδεχόμενο•

    деньги на ремонт χρήματα για επισκευή.

    9. (ειδικότητα, επάγγελμα) για•

    буду учиться на лётчика θα μάθω (σπουδάσω) για αεροπόρος.

    10. (αιτία) για, δια•

    спосибо на добром слове ευχαριστώ για τα καλά λόγια.

    11. χάρη, για, προς•

    на славу για δόξα•

    на страх για φόβο•

    родиться на горе γεννιέμαι για πίκρες.

    12. (τρόπο) με, κατά•

    на старинный образец κατά τον παλαιό τύπο (υπόδειγμα)•

    на скаку με καλπασμό, καλπάζοντας κατά τον καλπασμό•

    на бегу τρέχοντας• κατά το τρέξιμο•

    на лету πετώντας, στο πέταγμα, στον αέρα•

    на ходу πηγαίνοντας, βαδίζοντας, κινούμενος.

    || (επί βαθμολογίας) για•

    сдать экзамен на отлично δίνω εξετάσεις (για) άριστα.

    13. (συνθήκες, κατάσταση)• με•

    на пустой ή на голодный желудок με αδειανό το στομάχι.

    || από, εκ•

    на память από μνήμης;

    14. με•

    дверь закрыта на замок η πόρτα είναι κλεισμένη με κλείδωνιά•

    она одета на меху αυτή είναι ντυμένη με γούνα•

    ходить на костылях βαδίζω με τα δεκανίκια•

    жарить на масле τηγανίζω με λάδι•

    мы поедем на пароходе θα ταξιδέψομε με το πλοίο•

    играть на деньги παίζω με χρήματα.

    15. (αύξηση, μείωση, διαίρεση κλπ.) περί, κατά•

    продвинуться на 200 метров προωθούμαι κατά 200 μέτρα•

    на 10 лет моложе брата κατά δέκα χρόνια μικρότερος από τον αδερφό.

    || (για ποσοτική διαφορά) κατά, για•

    я опоздал на 10 минут εγώ άργησα κατά 10 λεπτά•

    отступить на два шага υποχωρώ κατά δυο βήματα.

    16. εναντίον, κατά•

    жаловаться на директора παραπονούμαι κατά του διευθυντή.

    || μπροστά, εμπρός•

    это про-изходило на моих глазах αυτό γινόταν μπροστά στα μάτια μου.

    17. (αφθονία, πλήθος) επί, επάνω•

    ухаб на ухабе πλήθος λακκούβες, η μιά κοντά στην άλλη•

    дыра на дыре τρύπα στην τρύπα (η μια κοντά στην άλλη).

    на 2
    (μόριο με σημ. κατηγ.) να (πάρε, πιάσε)•, возьми να, πάρε•, лови να, πιάσε•, это тебе να, αυτό είναι για σένα.
    εκφρ.
    вот (тебе и) наκ. (απλ.) вот те на (για κάτι απροσδόκητο, παράξενο) να λοιπόν, νάτα μας, αυτό μας έλειπε ακόμα•
    на-ка (-поди); (да и) на-поди – (απλ.) (για αγανάκτηση)1 ωρίστε μας.

    Большой русско-греческий словарь > на

  • 70 навыпуск

    επίρ.
    εξωτερικά, πάνω απο...• человек в брюках навыпуск άνθρωπος με παντελόνι πάνω από τις μπότες•

    человек с рубашкой навыпуск άνθρωπος με το πουκάμισο έξω (από το παντελόνι).

    Большой русско-греческий словарь > навыпуск

  • 71 надглазный

    επ.
    πάνω από το μάτι ή τα μάτια•

    надглазный шрам ουλή πάνω από τα μάτια.

    Большой русско-греческий словарь > надглазный

  • 72 надъесть

    -м, -ешь, -ест, -едим, -едите, -едят, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. надъеденный, βρ: -ден, -а, -о
    ρ.σ.μ. τρώγω πάνω-πάνω, εξωτερικά•

    надъесть горбушку τρώγω την κόρα (του ψωμιού).

    Большой русско-греческий словарь > надъесть

  • 73 нарваться

    -вусь, -вшься, παρλθ. χρ. нарвался, -валась, -валось
    ρ.σ.
    συναντώ απρόπτα, πέφτω επάνω• τρακάρω•

    нарушитель границы -лся на пограничника ο παραβάτης των συνόρων έπεσε πάνω στο φρουρό.

    συναντιέμαι (με κάποιον ή κάτι ανεπιθύμητο ή αντιπαθητικό)•

    нарваться на негодяя πέφτω πάνω σε παλιάνθρωπο•

    нарваться на неприятности συναντώ δυσάρεστα (πράγματα).

    Большой русско-греческий словарь > нарваться

  • 74 наткнуть

    -ну, -ншь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. наткнутый, βρ: -нут, -а, -о
    ρ.σ.μ. βάζω, χώνω, περνώ•

    наткнуть бабочку на булавку βάζω την πεταλούδα στην καρφίτσα.

    1. |προσκόπταί, προσκρούω, σκοντάφτω• τρακάρω, πέφτω πάνω•

    -на гвоздь προσκόπτω στο καρφί•

    конвой -лся на неприятеля η εφοδιοπομπή έπεσε πάνω στον εχθρό.

    2. μτφ. (απροσδόκητα) βρίσκω, ανακαλύπτω. || συναντιέμαι, συσχετίζομαι.

    Большой русско-греческий словарь > наткнуть

  • 75 натянуть

    -яну, -янешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. натянутый, βρ: -нут, -а, -о
    ρ.σ.μ.
    1. εντείνω, τεντώνω τραβώ•

    натянуть тетиву лука τεντώνω τη χορδή του τόξου•

    натянуть вожжи τραβώ τα χα-λινά•

    натянуть холст на рамку τεντώνω το πανί στο τελάρο.

    2. τραβώ προς το μέρος μου ή προς τα πάνω μου•

    натянуть на себя одеяло τραβώ πάνω μου το πάπλωμα.

    || φορώ, ντύνω, βάζω κάτι στενό•

    натянуть сапоги βάζω με δυσκολία τις μπότες•

    перчатки φορώ τα στενά γάντια.

    3. παρατραβώ, το παρακάνω, ξεπερνώ τα όρια.
    4. απρόσ. συννεφιάζω καλύπτω, σκεπάζω.
    1. τεντώνομαι, εντείνομαι.
    2. (απλ.) μεθώ, τα κοπανώ.

    Большой русско-греческий словарь > натянуть

  • 76 перебросить

    -брошу, -бросишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. переброшенный, βρ: -шен, -а, -о; ρ.σ.μ.
    1. ρίχνω, πετώ•

    перебросить мяч через забор ρίχνω το τόπι πάνω από τον περίβολο•

    он -ил мешок через плечо αυτός έρριξε το τσουβάλι πάνω στον ώμο.

    2. ρίχνω μακρύτερα απ ό,τι χρειάζεται.
    3. φτιάχνω•

    перебросить мост через реку ρίχνω γέφυρα στο ποτάμι.

    4. μετακινώ μεταφέρω•

    перебросить дивизию на левый фланг ρίχνω τη μεραρχία στο αριστερό πλευρό.

    || μετακομίζω.
    1. ρίχνομαι, πετάγομαι, περνώ από το ένα μέρος στο άλλο (υπερ)πηδώ. || επεκτείνομαι, ξαπλώνομαι.
    2. παλ. αυτομολώ.
    3. άλληλορίχνω, ρίχνομε ο ένας στον άλλο•

    перебросить мячом ρίχνομε ο ένας στον άλλο το τόπι.

    Большой русско-греческий словарь > перебросить

  • 77 перемаслить

    ρ.σ.μ. ρίχνω πολύ λάδι, πάνω από το κανονικό•

    перемаслить пирог ρίχνω λάδι στην πίτα πάνω από το κανονικά.

    || αλείφω με λάδι (όλα, πολλά). || λαδώνω, λιγδώνω, λερώνω.
    λαδώνομαι, λιγδώνομαι, λερώνομαι.

    Большой русско-греческий словарь > перемаслить

  • 78 плечо

    -а, πλθ. плечи, плеч κ. παλ. плеча, плечи ουδ.
    1. ώμος, πλάτη•

    взвалить-ношу на плечо ρίχνω το φορτίο στον ώμο•

    -и пиджака οι ώμοι του σακκακιού•

    на -! επ ώμου! (παράγγελμα στρατιωτικό).

    2. (ανατ.) βραχίονας. || κάθε τι παρεμφερές προς τον βραχίονα•

    плечо рычага ο βραχίονας του μοχλού.

    εκφρ.
    за -ами – (πίσω) στο παρελθόν•
    по -у – κατά τις δυνάμεις (σηκώνω)•
    не по -у – παρά τις δυνάμεις (δε σηκώνω)•
    с -а – α) μ όλη τη δύναμη (κίνησης από πάνω προς τά κάτω). β) μτφ. (απλ.) αμέσως, αυθόρμητα•
    с чьего -а ή с чужого -а – (για ένδυμα) φορεμένο, από άλλον•
    с плеч бросить ή стряхнуть – ξεφορτώνο, -μαι, απαλλάσσομαι, διώχνω ένα βάρος από πάνω μου•
    плечо к -у ή -ом к -у – κολλητά, αντάμα αλληλένδετα•
    на -ах противника (неприятеля) – κατά πόδας τον (υποχωρούντα) εχθρό•
    взвалить (положить) на -и чьи – ρίχνω (φορτώνω) τα βάρη (τις ευθύνες) σε άλλον•
    вывезти ή вывести на своих -ах – σηκώνω το βάρος στις πλάτες μου (για φροντίδες κ.τ.τ.)•
    иметь голову на -ах – έχω τα λογικά μου, σκέπτομαι λογικά, μπαίνω καλά στο νόημα•
    лежать (быть) на -ах – όλα πέφτουν στις πλάτες μου (φροντίζω για όλα).

    Большой русско-греческий словарь > плечо

  • 79 плюс

    α.
    1. το σϋν (+), σημείο αριθμητικό• σύμβολο θετικό.
    2. άνω του μηδενός (για θερμοκρασία).
    3. μτφ. το υπέρ, το πλεονέκτημα το θετικό, η θετική πλευρά•

    в этом есть свои -ы εδώ υπάρχουν και τα θετικά.

    || (για σχολικό βαθμό)• άνω, πάνω• +• получить 3 с -ом παίρνω βαθμό 3 και πάνω (μεταξύ 3 και 4).

    Большой русско-греческий словарь > плюс

  • 80 подбросить

    ρ.σ.μ.
    1. ρίχνω προς τα πάνω, α-ναρρίπτω•

    подбросить мяч πετώ το τόπι προς τα πάνω.

    || (συνήθως απρόσ.) ανατινάσσω, τραντάζω, αναπηδώ. || ρίχνω κάτω από•

    подбросить окурок под диван πετώ το αποτσίγαρο κάτω από το ντιβάνι.

    2. απότομα σηκώνω, ανυψώνω• ανατινάσσω,
    3. επιρρίπτω, βάζω επιπλέον. || (για χαρτπ.) δίνω, ρίχνω, πασσάρω (χαρτί)•

    подбросить валета ρίχνω βαλέ.

    || στέλλω•

    подбросить свежие силы ρίχνω νέες δυνάμεις..

    4. βάζω, ρίχνω κρυφά•

    подбросить документы ρίχνω κρυφά έγγραφα.

    || αφήνω έκθετο, εκθέτω•

    подбросить младенца εκθέτω βρέφος.

    5. μεταφέρω, πηγαίνω ως•

    -рось его до станции μετάφερε τον ως το σταθμό.

    Большой русско-греческий словарь > подбросить

См. также в других словарях:

  • πάνω — και επάνω και απάνω επίρρ. που σημαίνει 1. τόπο: Το δώρο σου είναι πάνω στο τραπέζι. 2. χρόνο: Πάνω που αρχίσαμε τη συζήτηση έφτασες κι εσύ. 3. εναντίον: Μόλις δρασκέλισα το κατώφλι, όρμησε ο σκύλος επάνω μου. 4. με το σύνδ. και, υπέρβαση ορίου:… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • πάνω — και πάνου ΝΜ βλ. επάνω …   Dictionary of Greek

  • Πάνω Καμάρι — Οικισμός (υψόμ. 40 μ.) του νομού Κορινθίας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Καμαρίου (11 τ. χλμ.) …   Dictionary of Greek

  • πανώ — πᾱνώ , πανός masc nom/voc/acc dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πάνω — πάνον neut nom/voc/acc dual πάνον neut gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Καρούζης, Γεώργιος — (Πάνω Αρόδες, Κύπρος 1934 –). Κύπριος εκπαιδευτικός και συγγραφέας. Σπούδασε στο Λονδίνο, στην Τουλούζ και στην Ολλανδία. Αρχικά σταδιοδρόμησε ως εκπαιδευτικός σε σχολεία της πρωτοβάθμιας και δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης της Κύπρου και της Αγγλίας… …   Dictionary of Greek

  • μεσημεριάτικα — πάνω στο μεσημέρι: Μας επισκέφτηκε μεσημεριάτικα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… …   Dictionary of Greek

  • Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… …   Dictionary of Greek

  • Ρωσία — H Pωσική Oμοσπονδία αποτελεί το μεγαλύτερο σε έκταση κράτος της γης. Tα σύνορά της ξεκινούν από την Eυρώπη, καλύπτουν όλη την Aσία και φτάνουν στην Άπω Aνατολή. Bόρεια και ανατολικά βρέχεται από τον Aρκτικό και τον Eιρηνικό Ωκεανό και στα δυτικά… …   Dictionary of Greek

  • Γερμανία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας Προηγούμενη ονομασία (1948 90): Γερμανική Ομοσπονδιακή Δημοκρατία (ή Δυτική Γερμανία) & Γερμανική Λαϊκή Δημοκρατία) Έκταση: 357.021 τ.χλμ Πληθυσμός: 82.440.309 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα:… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»