-
1 нарваться
-вусь, -вшься, παρλθ. χρ. нарвался, -валась, -валосьρ.σ.συναντώ απρόπτα, πέφτω επάνω• τρακάρω•нарушитель границы -лся на пограничника ο παραβάτης των συνόρων έπεσε πάνω στο φρουρό.
συναντιέμαι (με κάποιον ή κάτι ανεπιθύμητο ή αντιπαθητικό)•нарваться на негодяя πέφτω πάνω σε παλιάνθρωπο•
нарваться на неприятности συναντώ δυσάρεστα (πράγματα).