-
101 залегать
Русско-греческий словарь научных и технических терминов > залегать
-
102 зонт
Русско-греческий словарь научных и технических терминов > зонт
-
103 изгиб
1. (вид деформации) η κάμψ/η 2. (дороги) η στροφή (του δρόμου) 3. (листа) το γύρισμα, το τσάκισμα.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > изгиб
-
104 испытание
1. (проверка) η δοκιμ/ή, η δοκιμασία, η εξέταση, το πείραμα· *вы-держать - περνώ από εξετάσεις/δοκιμές- может иметь один (и только один) исход - μπορεί να έχει ένα (και μόνο ένα) αποτέλεσμαбуксировочное - (в опытовом бассейне) мор. - ρυμούλκησης (σε δεξαμενή προτύπων)гидравлическое - υδραυλική -, υδροστατική -государственные - я κρατι-κές/επίσιμες - έςдиагностическое (вчт.элн.) - διαγνωστικές -динамометрическое - маш. δυ-ναμομετρική -наземное - (ав.косм.) επίγεια -- на лабораторном макете (элн.) - πάνω στο εργαστηριακό ομοίωμα- на плотность (соединений швов и т.п.) - στεγανότητας (των ενώσεων, ραφών κ.λπ.)- на свариваемость (мет.кож.) - (συγκόλλησης- на стойкость к микроорганизмам текст. - αντοχής στους μικροοργανισμούς- на электрическую прочность под напряжением - της ηλεκτρικής αντοχής υπό φορτίοпредварительное - προκαταρκτική/δοκιμαστική -предпусковое - οι δοκιμές (πριν από την επίσημη εκκίνηση/έναρξη λειτουργίας)пропульсивное мор. - της πρόωσηςскоростное мор. - της ταχύτητας2. (авто) η δοκιμήπορείας 3. мор. η δοκιμ/ήманёвренное мор. - ελιγμώνшвартовные и ходовые-я ο δοκιμαστικός πλους, οι δοκιμές θαλάσσης (του σκάφους), разг. τα δοκιμαστικάРусско-греческий словарь научных и технических терминов > испытание
-
105 киль
1. мор. η τρόπιδα, η καρίνα 2. (летательного аппарата) το κατακόρυφο σταθερό (ζυγοσταθμιστής) του αεροσκάφουςη όρθια τρόπιδα του αεροπλάνου3. астр. о αστερισμός της Τρόπιδος.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > киль
-
106 набивать
1. (уплотнение) τοποθετώ/γεμίζω (με παρέμβυσμα) 2. (ткань) τυπώνω (πάνω στο ύφασμα) 3. (сигареты) γεμίζω (τα τσιγάρα με καπνό) 4. (колбасные изделия) γεμίζω με κιμά (π χ τα λουκάνικα).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > набивать
-
107 набивка
1. тех. το παρέμβυσμα 2. (ткани) το τύπωμα σχεδίων πάνω στο ύφασμα.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > набивка
-
108 наваривание
1. (восстановление прежней формы сваркой) η επαναφορά της προηγουμένης μορφής (μέσω ηλεκτροκόλ-λησης) 2. (одной детали на другую) η ηλεκτροκόλληση ενός στοιχείου πάνω σε άλλο.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > наваривание
-
109 наварыш
το ηλεκτροκολλημένο τεμάχιο (πάνω σε άλλο έλασμα).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > наварыш
-
110 норма
1. (установленные мера, количество, число и т.п.) το όρ/ιοη νόρμα (ξεν)выше - ы πάνω από το -, ниже - ы κάτω από το -техническая - τεχνικοί - οι (πλ.)2. (общепринятый порядок) ο κανόν/αςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > норма
-
111 откатка
1. горн. η μεταφορά (βαγονιών) εντός των στοώνбезрельсовая - χω-ρίς/δίχως ράγες- με άμαξα2. (меховая) η τελική κατεργασία σε τύμπανα με πριονίδια.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > откатка
-
112 площадь
1. (пространство земли, предназначенное для чего-л или занимаемое чем-л) о χώρος, η έκταση, η επιφάνειαполезная - (в доме квартире) χρήσιμος -, κατοικίσιμος -посевная - της σποράς, производственная - παραγωγής (του εργοστασίου)2. тех. η επιφάνεια, η έκτασηлобовая - ав. μετωπική -3. (напр. города или села) η πλατεία 4. мат. το εμβαδόνРусско-греческий словарь научных и технических терминов > площадь
-
113 подшипник
ο τριβέ/ας, το έδρανοразг. το κουζινέτο (ξεν.)- греется - θερμαίνεται, перезаливать - επαναγεμίζω τον - αдейдвудный мор. - της χοάνηςрамовый - см. главный -шариковый - (шарикоподшипник) о σφαιρο-τριβέας, разг. το ρουλεμάν (ξεν.)Русско-греческий словарь научных и технических терминов > подшипник
-
114 подъём
1. (поднятие, поднимание) η ανύψωση, η άρση 2. (уклон дороги) η ανηφόρα, ο ανήφοροςкрутой - απότομη - 3 ав. (набор высоты) η άνοδος, η ανάβαση4. (рост, развитие) η ανάπτυξη, η άνοδος 5. (воодушевление) ο ενθουσιασμός 6. (верхняя часть стопы) το κουντεπιέ, κουτεπιέ (ξεν.), το πάνω μέρος της καμάρας του πέλματος.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > подъём
-
115 русист
лингв. о φιλόλογος ειδικός της ρωσικής γλώσσαςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > русист
-
116 сварка
η συγκόλληση (των μετάλλων)- вольфрамовым электродом в газовой среде - με ηλεκτρόδιο βολφραμίου και προστατευτικό αδρανές αέριοдуговая - в инертном газе - τόξου με προστατευτική ατμόσφαιρα αδρανούς αερίου- прихваточным швом σημειακή -, το ποντάρισμαручная - διά χειρός, χειρωνακτική -термитная - θερμιτική -, αργιλλιοθερμική -Русско-греческий словарь научных и технических терминов > сварка
-
117 себестоимость
το κόστ/οςштучная - ανά τεμάχιο/μονάδαРусско-греческий словарь научных и технических терминов > себестоимость
-
118 сигнатура
1. полигр. (порядковый номер печатного листа) το υποσέλιδο 2. фарм. η οδηγία, η επιγραφή (του φαρμάκου, κολλημένη πάνω στη φιάλη/στο μπουκάλι/στη συσκευασία).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > сигнатура
-
119 спор
η διαφωνί/α, η διαφορά, η διένεξη, ο τσακομόςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > спор
-
120 среднее
ο μέσ/ος όρ/οςвыше{}ниже{} - го πάνω/κάτω από το - ο - οРусско-греческий словарь научных и технических терминов > среднее
См. также в других словарях:
πάνω — και επάνω και απάνω επίρρ. που σημαίνει 1. τόπο: Το δώρο σου είναι πάνω στο τραπέζι. 2. χρόνο: Πάνω που αρχίσαμε τη συζήτηση έφτασες κι εσύ. 3. εναντίον: Μόλις δρασκέλισα το κατώφλι, όρμησε ο σκύλος επάνω μου. 4. με το σύνδ. και, υπέρβαση ορίου:… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
πάνω — και πάνου ΝΜ βλ. επάνω … Dictionary of Greek
Πάνω Καμάρι — Οικισμός (υψόμ. 40 μ.) του νομού Κορινθίας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Καμαρίου (11 τ. χλμ.) … Dictionary of Greek
πανώ — πᾱνώ , πανός masc nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πάνω — πάνον neut nom/voc/acc dual πάνον neut gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Καρούζης, Γεώργιος — (Πάνω Αρόδες, Κύπρος 1934 –). Κύπριος εκπαιδευτικός και συγγραφέας. Σπούδασε στο Λονδίνο, στην Τουλούζ και στην Ολλανδία. Αρχικά σταδιοδρόμησε ως εκπαιδευτικός σε σχολεία της πρωτοβάθμιας και δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης της Κύπρου και της Αγγλίας… … Dictionary of Greek
μεσημεριάτικα — πάνω στο μεσημέρι: Μας επισκέφτηκε μεσημεριάτικα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… … Dictionary of Greek
Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… … Dictionary of Greek
Ρωσία — H Pωσική Oμοσπονδία αποτελεί το μεγαλύτερο σε έκταση κράτος της γης. Tα σύνορά της ξεκινούν από την Eυρώπη, καλύπτουν όλη την Aσία και φτάνουν στην Άπω Aνατολή. Bόρεια και ανατολικά βρέχεται από τον Aρκτικό και τον Eιρηνικό Ωκεανό και στα δυτικά… … Dictionary of Greek
Γερμανία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας Προηγούμενη ονομασία (1948 90): Γερμανική Ομοσπονδιακή Δημοκρατία (ή Δυτική Γερμανία) & Γερμανική Λαϊκή Δημοκρατία) Έκταση: 357.021 τ.χλμ Πληθυσμός: 82.440.309 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα:… … Dictionary of Greek