Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

(Καρχηδονίων

См. также в других словарях:

  • Καρχηδονίων — Καρχηδόνιος fem gen pl Καρχηδόνιος masc/neut gen pl Καρχηδών fem gen pl Καρχηδών masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Tratados entre Roma y Cartago — Relieve de una corbita romana encontrado en las ruinas de Cartago. La disputa en el control del comercio marítimo entre ambas naciones llevó a que se ensayaran, en diversos acuerdos, repartos de áreas de influencia en el Mediterráneo. Los… …   Wikipedia Español

  • έρυξ — Αρχαίος οικισμός στο ομώνυμο βουνό της δυτικής Σικελίας. Κατά τη μυθολογία, στο βουνό αυτό ιδρύθηκε αρχικά ένα ιερό προς τιμήν της Αφροδίτης Αστάρτης, το οποίο, όπως πίστευαν, θεμελίωσε ο Έρυξ ή ο Αινείας, γιοι και οι δύο της Αφροδίτης. Αργότερα …   Dictionary of Greek

  • Αννίβας — I (Καρχηδόνα 247 – Βιθυνία 183 π.Χ.). Καρχηδόνιος στρατηγός του B’ Καρχηδονιακού πολέμου. Καταγόταν από την αρχοντική οικογένεια των Βάρκα, η οποία από το 250 έως το 200 π.Χ. άσκησε μεγάλη επιρροή στην πολιτική της Καρχηδόνας. Ο πατέρας του… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Ιστορία (Αρχαιότητα) — ΠΡΟΪΣΤΟΡΙΑ ΚΑΙ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ ΠΡΟΪΣΤΟΡΙΑ (600000 1100 π.Χ.) Σύμφωνα με τα αρχαιολογικά ευρήματα, θεωρείται ότι η ζωή ξεκίνησε στον ελλαδικό χώρο από το 100 000 π.Χ. (Παλαιολιθική εποχή). Όμως, η χρονική περίοδος που ιστορικά παρουσιάζει εξαιρετικό… …   Dictionary of Greek

  • Καρχηδόνα — Αρχαία πόλη της Αφρικής. Ιδρύθηκε από Φοίνικες αποίκους της Τύρου και της Κύπρου πιθανώς το 814 π.Χ., 18 χλμ. ΒΑ της σημερινής Τύνιδας. Η παράδοση αναφέρει ότι επικεφαλής τους ήταν η βασίλισσα της Τύρου Έλισα (η Διδώ του Βιργίλιου), που έφυγε από …   Dictionary of Greek

  • Ξάνθιππος — Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Αθηναίος στρατηγός (5ος αι. π.Χ.). Ήταν γιος του Αρίφρονα και πατέρας του Περικλή. Είχε παντρευτεί την ανιψιά του Κλεισθένη, Αγαρίστη. Καταγόταν από ισχυρή οικογένεια της Αττικής και υπήρξε φυσιογνωμία στους χρόνους… …   Dictionary of Greek

  • φοινικιστί — Α επίρρ. στη γλώσσα τών Φοινίκων ή τών Καρχηδονίων ή κατά τον τρόπο τών Φοινίκων ή τών Καρχηδονίων. [ΕΤΥΜΟΛ. < φοινικίζω (ΙΙ) + επιρρμ. κατάλ. τί (πρβλ. ἀττικισ τί). Η σημ. αυτή τού ρ. απαντά μόνο σε αυτόν τον επιρρμ. τ.] …   Dictionary of Greek

  • Ιέρων — I Όνομα δύο τυράννων των Συρακουσών. 1. Ι. Α’ (; – 467 π.Χ.). Τύραννος των Συρακουσών (478 467 π.Χ.). Ήταν νεότερος αδελφός του Γέλωνα, από τον οποίο παρέλαβε αρχικά τη διακυβέρνηση της Γέλας και αργότερα τον διαδέχθηκε. Το 474 π.Χ. εγκατέστησε… …   Dictionary of Greek

  • Ιμίλκων — Όνομα ιστορικών προσώπων της αρχαίας Καρχηδόνας. 1. Καρχηδόνιος ναύαρχος (5ος αι. π.Χ.). Εξερεύνησε τις δυτικές ακτές της Ευρώπης, την εποχή που ο Άννων περιέπλεε τις δυτικές ακτές της Αφρικής. 2. Καρχηδόνιος στρατηγός (5ος 4ος αι. π.Χ.). Ανιψιός …   Dictionary of Greek

  • Καρθαγένη — I (Cartagena). Πόλη (184.686 κάτ. το 2001) και λιμάνι της νοτιοανατολικής Ισπανίας, στην επαρχία Μούρθια. Αποτελεί βιομηχανικό κέντρο και είναι το σημαντικότερο σε εμπορική κίνηση λιμάνι της Ισπανίας. Διαθέτει διυλιστήριο πετρελαίου και… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»