-
1 αγερωχια
-
2 ανακυπτω
Arph. тж. ἀγκύπτω1) подниматься над поверхностью, высовываться(ἐκ τῆς θαλάσσης, μέχρι τοῦ αὐχένος Plat.)
ἀνακύψαι εἴς τι Plat. — подняться до чего-л.2) (высоко) поднимать голову(ἐλευθερωθεὴς ἀνέκυψε, sc. ὅ δῆμος Her.; πρὸς τὸν Δία Eur.; ἵππος ἀνακεκυφώς Xen.)
θεώμενός τι ἀνακύπτων Plat. — заглядевшийся на что-л. закинувши голову3) возникать, появляться, обнаруживаться(παρά τινι Arph. и ἔν τινι Plut.)
ᾔδη ὅτι ἐξ αὐτῶν καλόν τι ἀνακύψοι Plat. — я предвидел, что из этого выйдет нечто хорошее4) выходить из трудного положения, приходить в себя, оправлятьсяἀνέκυψα ἀκούσας, ὅτι … Xen. — я воспрянул духом, услышав, что …;
τὰ τῶν Καρχηδονίων ἀνέκυψε Polyb. — дела карфагенян поправились -
3 διαπρασσω
атт. διαπράττω, эп.-ион. διαπρήσσω1) тж. med. совершать, исполнять, осуществлять, делать(πάντα τινί Her.; ταῦτα Arph.; πάγκαλον πρᾶγμα Plat.; διαπέπρακται ὃ τῶν ἐκείνου προγόνων οὐδεὴς πώποτε Isocr.)
εἰς ἐνιαυτὸν ἅπαντα οὔτι διαπρήξαιμι λέγων Hom. — я и за целый год не смог бы пересказать;οἱ ἀνήκεστα διαπεπραγμένοι Arst. — совершившие нечто непоправимое;τὰ χρηστήρια διαπρῆξαι Her. — привести в исполнение веления оракула2) завершать путь, проходить(ἔνθα καὴ ἔνθα δ. κέλευθον Hom.)
δ. πεδίοιο Hom. — проходить равниной3) доводить до конца, оканчивать(διαπέπρακται ὅ πόλεμος Plut.)
4) заниматься делами, работать(πλουτοῦσι, διαπράττουσι, εὐδαιμονοῦσιν Arph.)
5) ( о времени) проводить6) med. добиваться, достигатьπολλὰ δόντες δῶρα διεπράξαντο ὥστε … Xen. — многочисленными подарками они добились того, что …;
διαπράξεσθαι τέν εἰρήνην Plut. — добиться заключения мира;διεπράξατο οἰς Ἤπειρον ἀποσταλῆναι Plut. — он добился своей отправки в Эпир7) med. вести переговоры, договариваться(πρός τινα περί τινος Xen.; δι΄ ἑρμηνέων Her.)
8) pass. гибнуть(στυγερῷ θανάτῳ διεπράχθης Aesch.; τοῦ μὲν νοσοῦντος, τοῦ δὲ διαπεπραγμένου Soph.)
διαπεπράγμεθα Eur. — мы погибли;διαπέπρακται τὰ τῶν Καρχηδονίων Plut. — конец пришел карфагенскому государству -
4 δυναμις
1) сила, мощь(αἱ τοῦ σώματος δυνάμεις Plat. и σωματικέ δ. Polyb.; ἥ τοῦ θερμοῦ, τοῦ κινοῦντος δ. Arst.)
ὅση δ. πάρεστιν или οἵη ἐμέ δ. καὴ χεῖρες ἕπονται Hom. — насколько хватит (моих) сил;ὅ νόμος ἀναγκαστικέν ἔχει δύναμιν Arst. — закон имеет принудительную силу;2) могущество, власть(θεῶν Eur.; κατὰ θάλατταν Arst.)
δυνάμει προύχοντες Thuc. — превосходящие по силам;ἡγεμονικέ δ. Polyb. — авторитет полководца3) способность, возможность(τῆς ὄψεως, τοῦ φθέγγεσθαι Arst.)
κατὰ, πρὸς и εἲς δύναμιν Plat. — по (в меру) возможности, насколько возможно;4) свойствоἥ τῆς γῆς δ. Xen. — плодородие почвы5) филос. возможность, потенцияτὸ δυνάμει ( или κατὰ δύναμιν) ὄν, ἐντελεχείᾳ ( или ἐνεργείᾳ) μέ ὄν Arst. — существующее потенциально, но не в действительности
6) вооруженные силы, войска(δ. καὴ πεζέ καὴ ἱππικέ καί ναυτική Xen.; αἱ τῶν Καρχηδονίων δυνάμεις Polyb.)
7) ценность, стоимость(χρημάτων Thuc.; τοῦ νομίσματος Plut.)
8) значение, смысл(ὀνομάτων Plat., Lys.; τέν αὐτέν δύναμιν ἔχειν Lys., Dem.; οὐκ εἰδότες τίνα δύναμιν ἔχει τοῦτο Polyb.)
9) средство, снадобье(τὰς τριχὰς δυνάμεσί τισι ποιῆσαι πολιάς Diod.; κόκκοι τινὲς καὴ δυνάμεις ἄλλαι Plut.)
10) мат. степень, преимущ. квадратная Plat., Arst.11) мат. сторона квадрата Plat. -
5 επικρατεια
(ρᾰ) ἥ1) господство, владычество, власть, обладаниеκαταθέσθαι τι ἐν τῇ ἐπικρατείᾳ τινός Xen. — передать что-л. в чьё-л. владение
2) владения, область(Καρχηδονίων Plat., Arst.; Φοινίκων Plut.)
κρήνη ῥέουσα ὑπὸ τῇ ἐπικρατείᾳ τοῦ χωρίου Xen. — источник, текущий в этой области3) (пре)одоление, превосходство Polyb., Plut.κατ΄ ἐπικράτειαν Sext. — в большей части
-
6 επιστασια
ἥ1) внимание, тщательность(μετ΄ ἐπιστασίας - v. l. ἐπιστάσεως - θεωρητέον Polyb.)
2) наблюдение, надзор, забота(παίδων Plat.)
3) начальствование, власть(τῶν Καρχηδονίων Diod.)
-
7 πολλοι
οἱ1) толпа, народные массы, большинствоοἱ π. τῶν Ἑλλήνων Xen. — основная масса греков;
ὡς οἱ π. λέγουσιν Plat. — как говорится в народе2) солдатская масса, солдаты(οἱ μὲν προεστῶτες τῶν Καρχηδονίων, οἱ δὲ π. Polyb.)
-
8 υπαρχος
I2подчиненный, подвластный(Καρχηδονίων Polyb.)
IIὅ1) помощник, заместитель(τινος Soph. и τινι Luc.)
2) наместник, правитель(τῆς Ἀρμενίας Xen.)
-
9 φθορος
ὅ1) разрушение, гибель(φ. καὴ ὄλεθρος Plat.)
ἴτ΄ ἐς φθόρον! Aesch. — пропади!, сгинь!2) мор, поветриеὁ φ. ἐγίγνετο οὐδενὴ κόσμῳ Thuc. — эпидемия поражала всех без разбора (досл. гибель происходила без всякого порядка)
3) поражение, разгром(φ. τῶν Καρχηδονίων Polyb.)
ἅμα φθόρῳ πολλῷ Plut. — с большими потерями (в войске)4) (тж. ἥ) бран. чума, язва Arph.5) досл. порча, перен. расточитель(φ. ἀργυρίω Theocr.)
См. также в других словарях:
Καρχηδονίων — Καρχηδόνιος fem gen pl Καρχηδόνιος masc/neut gen pl Καρχηδών fem gen pl Καρχηδών masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Tratados entre Roma y Cartago — Relieve de una corbita romana encontrado en las ruinas de Cartago. La disputa en el control del comercio marítimo entre ambas naciones llevó a que se ensayaran, en diversos acuerdos, repartos de áreas de influencia en el Mediterráneo. Los… … Wikipedia Español
έρυξ — Αρχαίος οικισμός στο ομώνυμο βουνό της δυτικής Σικελίας. Κατά τη μυθολογία, στο βουνό αυτό ιδρύθηκε αρχικά ένα ιερό προς τιμήν της Αφροδίτης Αστάρτης, το οποίο, όπως πίστευαν, θεμελίωσε ο Έρυξ ή ο Αινείας, γιοι και οι δύο της Αφροδίτης. Αργότερα … Dictionary of Greek
Αννίβας — I (Καρχηδόνα 247 – Βιθυνία 183 π.Χ.). Καρχηδόνιος στρατηγός του B’ Καρχηδονιακού πολέμου. Καταγόταν από την αρχοντική οικογένεια των Βάρκα, η οποία από το 250 έως το 200 π.Χ. άσκησε μεγάλη επιρροή στην πολιτική της Καρχηδόνας. Ο πατέρας του… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Ιστορία (Αρχαιότητα) — ΠΡΟΪΣΤΟΡΙΑ ΚΑΙ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ ΠΡΟΪΣΤΟΡΙΑ (600000 1100 π.Χ.) Σύμφωνα με τα αρχαιολογικά ευρήματα, θεωρείται ότι η ζωή ξεκίνησε στον ελλαδικό χώρο από το 100 000 π.Χ. (Παλαιολιθική εποχή). Όμως, η χρονική περίοδος που ιστορικά παρουσιάζει εξαιρετικό… … Dictionary of Greek
Καρχηδόνα — Αρχαία πόλη της Αφρικής. Ιδρύθηκε από Φοίνικες αποίκους της Τύρου και της Κύπρου πιθανώς το 814 π.Χ., 18 χλμ. ΒΑ της σημερινής Τύνιδας. Η παράδοση αναφέρει ότι επικεφαλής τους ήταν η βασίλισσα της Τύρου Έλισα (η Διδώ του Βιργίλιου), που έφυγε από … Dictionary of Greek
Ξάνθιππος — Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Αθηναίος στρατηγός (5ος αι. π.Χ.). Ήταν γιος του Αρίφρονα και πατέρας του Περικλή. Είχε παντρευτεί την ανιψιά του Κλεισθένη, Αγαρίστη. Καταγόταν από ισχυρή οικογένεια της Αττικής και υπήρξε φυσιογνωμία στους χρόνους… … Dictionary of Greek
φοινικιστί — Α επίρρ. στη γλώσσα τών Φοινίκων ή τών Καρχηδονίων ή κατά τον τρόπο τών Φοινίκων ή τών Καρχηδονίων. [ΕΤΥΜΟΛ. < φοινικίζω (ΙΙ) + επιρρμ. κατάλ. τί (πρβλ. ἀττικισ τί). Η σημ. αυτή τού ρ. απαντά μόνο σε αυτόν τον επιρρμ. τ.] … Dictionary of Greek
Ιέρων — I Όνομα δύο τυράννων των Συρακουσών. 1. Ι. Α’ (; – 467 π.Χ.). Τύραννος των Συρακουσών (478 467 π.Χ.). Ήταν νεότερος αδελφός του Γέλωνα, από τον οποίο παρέλαβε αρχικά τη διακυβέρνηση της Γέλας και αργότερα τον διαδέχθηκε. Το 474 π.Χ. εγκατέστησε… … Dictionary of Greek
Ιμίλκων — Όνομα ιστορικών προσώπων της αρχαίας Καρχηδόνας. 1. Καρχηδόνιος ναύαρχος (5ος αι. π.Χ.). Εξερεύνησε τις δυτικές ακτές της Ευρώπης, την εποχή που ο Άννων περιέπλεε τις δυτικές ακτές της Αφρικής. 2. Καρχηδόνιος στρατηγός (5ος 4ος αι. π.Χ.). Ανιψιός … Dictionary of Greek
Καρθαγένη — I (Cartagena). Πόλη (184.686 κάτ. το 2001) και λιμάνι της νοτιοανατολικής Ισπανίας, στην επαρχία Μούρθια. Αποτελεί βιομηχανικό κέντρο και είναι το σημαντικότερο σε εμπορική κίνηση λιμάνι της Ισπανίας. Διαθέτει διυλιστήριο πετρελαίου και… … Dictionary of Greek