Перевод: со всех языков на греческий

с греческого на все языки

ῥαπίζω

  • 1 rap

    [ræp] 1. noun
    (a quick, brief knock or tap: He heard a rap on the door.) απότομο χτύπημα
    2. verb
    (to hit or knock quickly and briefly: The teacher rapped the child's fingers with a ruler; He rapped on the table and called for silence.) χτυπώ απότομα, ραπίζω

    English-Greek dictionary > rap

  • 2 мордасы

    -об πλθ: бить (хлестать) по -ам (απλ.) χτυπώ στο πρόσωπο, μπατσίζω, ραπίζω.

    Большой русско-греческий словарь > мордасы

  • 3 нахлопать

    ρ.σ.μ. δέρνω, μπατσίζω, ραπίζω.

    Большой русско-греческий словарь > нахлопать

  • 4 отхлопать

    ρ.σ.μ. χειροκροτώ ώσπου μου πονούν τα χέρια. || χτυπώ, δέρνω, ραπιζω, χαστούκι ζω.

    Большой русско-греческий словарь > отхлопать

  • 5 отшлёпать

    ρ.σ.μ.
    1. μπατσίζω, χαστουκίζω,; ραπίζω.
    2. (απλ.) τσαλαπατώ, πλατσουλίζω, πηλοβατώ.

    Большой русско-греческий словарь > отшлёпать

  • 6 свистнуть

    ρ.σ.
    1. βλ. свистать, свистеть.
    2. (απλ.) ραπιζω, σκαμπιλίζω.
    3. (απλ.) κλέβω.

    Большой русско-греческий словарь > свистнуть

  • 7 смазать

    ρ.σ.μ.
    1. αλείφω λιπαίνω.
    2. εξαλείφω, απαλείφω (μπογιά, μελάνη).
    (για φωτογραφία) βγάζω μουντή.
    3. μτφ. χαλνώ, βλάπτω, μουντζουρώνω.
    4. παλ. μπατσιζω, χαστουκίζω, ραπιζω, κολαφιζω,
    1. αλείφομαι•

    смазать вазелином αλείφομαι με βαζελίνη.

    2. εξαλείφομαι, αποχρωματίζομαι.
    3. μτφ. γίνομαι μουντός, θαμπός, ασαφής• χαλνώ.

    Большой русско-греческий словарь > смазать

  • 8 ухо

    -а, πλθ. уши, ушей ουδ.
    1. το αυτί, το ους•

    у меня болит ухо μου πονά το αυτί•

    шум в ушах βουητό στ αυτιά•

    глух на одно ухо κουφός από το ένα αυτί•

    внутренне ухо το εσωτερικό αυτί•

    среднее ухо το μέσο αυτί•

    чесать ухо ξύνω το αυτί•

    длинные уши μακριά (μεγάλα) αυτιά.

    2. μέρη αντικειμένου που μοιάζουν με αυτιά (λαβές κ.τ.τ.)• шапка с ушами σκούφια με αυτιά•

    уши котла τα αυτιά (οι λαβές) του λέβητα.

    3. η βελονότρυπα.
    4. ακοή•

    медвежье ухо η ακοή της αρκούδας•

    у этого певца тонкое ухо αυτός ο τραγουδιστής έχει λε-τό αυτί•

    музыкальное ухо μουσικό αυτί.

    εκφρ.
    ухо-парень – α) επιτήδειος (εφευρετικός) νέος• — девка επιτήδεια (εφευρετική) νεανίδα, β) παλικάρι, λεβέντης• λεβέντισσα•
    ухо в ухо ή ухо к -у идти (бежать) – συμβαδίζω ακριβώς, βαδίζω (τρέχω) πλάι-πλάι, στο ίδιο ύψος, στην ίδια γραμμή• ухо ή уши режет, дерт χτυπά άσχημα στ αυτιά, μου τρυπά τ αυτιά•
    навострить ή насторожить ухо ή уши – τεντώνω το αυτί, τα αυτιά, αυτιάζομαι, αφουγκράζομαι•
    нарвать, натрепать уши кому – τραβώ τ αυτιά κάποιου (τιμωρώ, μαλώνω)•
    пощадить уши чьи – σέβομαι την παρουσία κάποιου (γι αυτό δεν αναφέρω, λέγω κάτι)•
    слышать своими ушами – ακούω ο ίδιος (με τα ίδια μου τ αυτιά)•
    дуть ή петь в уши кому – τρώγω τ αυτιά κάποιου (επιμένω ενοχλητικά)•
    дать ή съездить, заехать в ухо кому – μπατσίζω, ραπίζω, χαστουκίζω, δίνω σφαλιάρα σε κάποιον•
    в одно ухо входит, в другое выходит – από το ένα τ αυτί μπαίνει και από τ άλλο βγαίνει, (αδιαφορία στο άκουσμα)•
    во все уши слушать – είμαι όλος αυτιά (εντείνω την ακοή, ακούω με μεγάλη προσοχή)•
    в ушах(ухе) звенит ή шумит – βουίζουν τ αυτιά μου (το αυτί μου)•
    за уши ташить (тянуть) – με το σπρώξιμο (βοηθώντας) κάνω κάποιον να προοδεύσει, να πετύχει•
    за ушами у кого трешит – τρώγει κάποιος πολύ λαίμαργα•
    и (даже) -ом не вести – κωφεύω, αδιαφορώ τελείως, δε γυρίζω να ακούσω, δεν ιδρώνει τ αυτί μου•
    краем -а ή в пол-уха слушать – σχεδόν δεν προσέχω ή ελάχιστα προσέχω (τον ομιλητή)•
    на ухо говорить (сказать шептать) – λέγω μυστικά στο αυτί, ψιθυρίζω στ αυτί•
    над -ом звенеть,кричать – ηχώ, φωνάζω σιμά στ αυτί•
    не видать как своих ушей – δε θα τον δεις ποτέ (όπως δεν μπορείς να δεις τ αυτιά σου)•
    не для чьих ушей – δεν πρέπει να το ακούσει κάποιος ή να φτάσει στ αυτιά κάποιου•
    по уши влюбиться (врезатьсяκ.τ.τ.) είμαι ερωτοχτυπημένος• πό•
    уши погрузиться ή увязнуть – είμαι τελείως απορροφημένος•
    в долгах по уши быть – είμαικα-ταχρεωμένος, ως το λαιμό•
    и у стен есть уши – και οι τοίχοι έχουν αυτιά (πουθενά και ποτέ δεν είσαι σίγουρος ότι δε σε ακούν).

    Большой русско-греческий словарь > ухо

  • 9 хрястнуть

    ρ.σ.
    1. (διαλκ.) βλ. хряпнуть (1, 3 σημ.).
    2. χτυπώ, ραπίζω.
    1. πέφτω με δύναμη, σωριάζομαι•

    хрястнуть на пол σωριάζομαι στο πάτωμα.

    2. χτυπώ, -πιέμαι δυνατά• προσκρούω•

    хрястнуть об дверь χτυπώ δυνατά στην πόρτα.

    Большой русско-греческий словарь > хрястнуть

  • 10 шваркнуть

    ρ.σ. (απλ.).
    1. ρίχνω, πετώ με δύμη εκσφενδονίζω• εξακοντίζω.
    2. καταφέρω χτύπημα, κόλαφο• ραπίζω.
    3. καταβρέχω.
    1. πέφτω, καταπίπτω•

    шваркнуть в грязь πέφτω στη λάσπη.

    2. χτυπώ, προσκρούω•

    шваркнуть об стену, об угол χτυπώ στον τοίχο, στη γωνία.

    Большой русско-греческий словарь > шваркнуть

  • 11 шлёпать

    ρ.δ.
    1. ραπίζω, μπατσιζω• χτυπώ.
    2. πέφτω, προσκρούω• χτυπώ πάνω.
    3. (απλ.) τσαλαβουτώ, πλατσουλίζω• πηλοβατώ.
    βλ. ενεργ. φ. 2 σημ.

    Большой русско-греческий словарь > шлёпать

  • 12 slap

    1) ραπίζω
    2) χαστούκι

    English-Greek new dictionary > slap

См. также в других словарях:

  • ραπίζω — ῥαπίζω, ΝΜΑ χτυπώ κάποιον με ανοιχτή την παλάμη τού χεριού στο πρόσωπο, χαστουκίζω (α. «ὅστις σε ῥαπίσει ἐπὶ τὴν δεξιὰν σιαγόνα, στρέψον αύτῷ καὶ τὴν ἄλλην», ΚΔ β. «ἐκολάφισαν αὐτὸν οἱ δὲ ἐρράπισαν», ΚΔ) αρχ. 1. χτυπώ κάποιον με ραβδί ή μαστίγιο… …   Dictionary of Greek

  • ῥαπίζω — strike with a stick pres subj act 1st sg ῥαπίζω strike with a stick pres ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ραπίζω — ραπίζω, ράπισα βλ. πίν. 33 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • ραπίζω — ισα, ίστηκα, ισμένος, χτυπώ στο πρόσωπο με την παλάμη, μπατσίζω: Άνθρωπος που άλλοτε δεν τολμούσε να τον κοιτάξει, τώρα τον ζύγωσε και τον ράπισε …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἐρραπίσθην — ῥαπίζω strike with a stick plup ind mp 3rd dual ῥαπίζω strike with a stick aor ind pass 3rd pl (epic doric aeolic) ῥαπίζω strike with a stick aor ind pass 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ῥαπίσει — ῥαπίζω strike with a stick aor subj act 3rd sg (epic) ῥαπίζω strike with a stick fut ind mid 2nd sg ῥαπίζω strike with a stick fut ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ῥαπίσουσιν — ῥαπίζω strike with a stick aor subj act 3rd pl (epic) ῥαπίζω strike with a stick fut part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) ῥαπίζω strike with a stick fut ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ῥαπίσω — ῥαπίζω strike with a stick aor subj act 1st sg ῥαπίζω strike with a stick fut ind act 1st sg ῥαπίζω strike with a stick aor ind mid 2nd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ῥαπίσῃ — ῥαπίζω strike with a stick aor subj mid 2nd sg ῥαπίζω strike with a stick aor subj act 3rd sg ῥαπίζω strike with a stick fut ind mid 2nd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐραπίσθην — ῥαπίζω strike with a stick aor ind pass 3rd pl (epic doric aeolic) ῥαπίζω strike with a stick aor ind pass 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐρράπιζον — ῥαπίζω strike with a stick imperf ind act 3rd pl ῥαπίζω strike with a stick imperf ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»