-
1 ραπιζω
ударять, бить, колотить, сечь(τινά Her., Dem., Diog.L.; τινὰ ῥάβδῳ Anacr.)
ἐπὴ κόρρης ῥ. Plut. — бить по щеке;ῥαπιζόμενος ὅ ἀέρ παντοδαποὺς ἀφίησι ψόφους Arst. — сотрясаемый воздух издает разнообразные звуки -
2 ῥαπίζω
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > ῥαπίζω
-
3 ραπίζω
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > ραπίζω
-
4 ραπίζω
μετ. давать пощёчину, оплеуху (кому-л.) -
5 ῥαπίζω
ударять (ладонью) по щеке, ударять по ланитам.Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > ῥαπίζω
-
6 ραπίζω
[рапизо] р. давать пощбчину, оплеуху,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > ραπίζω
-
7 ραπίζω
[рапизо] ρ давать пощбчину, оплеуху. -
8 ρεραπισμαι
-
9 ραπις
-
10 נזה
נָזָה
A(qal): быть окроплённым, быть обрызганным.
E(hi): 1. брызгать, кропить, обрызгивать, окроплять;
2. приводить в изумление.
LXX: 4474 (ῥαπίζω).
Син. 02236 (זָרַק). -
11 4474
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > 4474
См. также в других словарях:
ραπίζω — ῥαπίζω, ΝΜΑ χτυπώ κάποιον με ανοιχτή την παλάμη τού χεριού στο πρόσωπο, χαστουκίζω (α. «ὅστις σε ῥαπίσει ἐπὶ τὴν δεξιὰν σιαγόνα, στρέψον αύτῷ καὶ τὴν ἄλλην», ΚΔ β. «ἐκολάφισαν αὐτὸν οἱ δὲ ἐρράπισαν», ΚΔ) αρχ. 1. χτυπώ κάποιον με ραβδί ή μαστίγιο… … Dictionary of Greek
ῥαπίζω — strike with a stick pres subj act 1st sg ῥαπίζω strike with a stick pres ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ραπίζω — ραπίζω, ράπισα βλ. πίν. 33 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
ραπίζω — ισα, ίστηκα, ισμένος, χτυπώ στο πρόσωπο με την παλάμη, μπατσίζω: Άνθρωπος που άλλοτε δεν τολμούσε να τον κοιτάξει, τώρα τον ζύγωσε και τον ράπισε … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἐρραπίσθην — ῥαπίζω strike with a stick plup ind mp 3rd dual ῥαπίζω strike with a stick aor ind pass 3rd pl (epic doric aeolic) ῥαπίζω strike with a stick aor ind pass 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ῥαπίσει — ῥαπίζω strike with a stick aor subj act 3rd sg (epic) ῥαπίζω strike with a stick fut ind mid 2nd sg ῥαπίζω strike with a stick fut ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ῥαπίσουσιν — ῥαπίζω strike with a stick aor subj act 3rd pl (epic) ῥαπίζω strike with a stick fut part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) ῥαπίζω strike with a stick fut ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ῥαπίσω — ῥαπίζω strike with a stick aor subj act 1st sg ῥαπίζω strike with a stick fut ind act 1st sg ῥαπίζω strike with a stick aor ind mid 2nd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ῥαπίσῃ — ῥαπίζω strike with a stick aor subj mid 2nd sg ῥαπίζω strike with a stick aor subj act 3rd sg ῥαπίζω strike with a stick fut ind mid 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐραπίσθην — ῥαπίζω strike with a stick aor ind pass 3rd pl (epic doric aeolic) ῥαπίζω strike with a stick aor ind pass 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐρράπιζον — ῥαπίζω strike with a stick imperf ind act 3rd pl ῥαπίζω strike with a stick imperf ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)