-
1 ωστρακισμένος
-
2 ὠστρακισμένος
См. также в других словарях:
ὠστρακισμένος — ὀστρακίζω banish perf part mp masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
1 ωστρακισμένος
2 ὠστρακισμένος
ὠστρακισμένος — ὀστρακίζω banish perf part mp masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)