-
1 хлеб
-а, πλθ. хлебы κ. хлеба α.1. ψωμί•пшеничный хлеб σιταρίσιο ψωμί•
белый хлеб άσπρο ψωμί•
чрный хлеб μαύρο ψωμί•
ржаной хлеб βρίζινο ψωμί•
кусок -а κομμάτι ψωμιού•
ломоть -а η φέτα ψωμιού•
чрстый хлеб μπαγιάτικο ψωμί•
пеклеванный хлеб μαύρο βρίζινο ψωμί•
домашний -σπιτίσιο ψωμί.
2. το σιτάρι. || πλθ. -а τα σιτηρά, τα δημητριακά• τα γεννήματα. || τα αγρωστοειδή, -ώδη, τα σιτοειδή, -ώδη.3. πλθ. хлеба τροφή• διατροφή.,4. μτφ. μέσα ύπαρξης, συντήρησης•добывать хлеб βγάζω το ψωμί•
отбивать хлеб у кого κόβω στερώ (στερώ) το ψωμί κάποιου•
лёгкий хлеб εύκολη απόκτηση ψωμιού (των μέσων συντήρησης).
εκφρ.насущный хлеб – α) ο επιούσιος άρτος, β) το πιο βασικό για την ύπαρξη• —соль; хлеб да соль; хлеб и соль καλή όρεξη (ευχή)• —соль α) τρατάρισμα, προσφορά, κέρασμα, β) φροντίδα, μέριμνα• κηδεμονία;•водить —соль с кем – πιάνω φιλία, σχέσεις με κάποιον•жить на -ах у кого – α) ζω οικότροφος σε κάποιον, β) παρασιτώ σε κάποιον. -
2 ватты
мор. τα αργιλ(λ)ώδη ρηχά (μη καλυπτόμενα από το ύδωρ/νερό κατά την αμπωτίδα) της Ολλανδίας και της Γερμανίας.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > ватты
-
3 ода
литер. η ωδή.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > ода
-
4 ода
одаж ἡ ὠδἡ. -
5 пение
пени||ес τό τραγούδι, ἡ ὠδή / τό κε-λαδημα (птиц); хоровое \пение τραγούδι χορωδίας· урок \пениея μάθημα ὠδικής· \пение петуха τό λάλημα τοῦ πετεινού. -
6 ода
[όντα] ουσ. θ. ωδή -
7 ода
[όντα] ουσ θ ωδή -
8 ода
-ы θ.ωδή. -
9 пение
-я ουδ.1. τραγούδισμα.2. τραγούδι, άσμα• ωδή.3. κελάηδημα.4. ωδική•преподаватель -я μουσικοδιδάσκαλος ωδικής•
-
10 торжественный
επ., βρ: -вен, -венна, -оεπίσημος• πανηγυρικός• επιβλητικός•торжественный день επίσημη μέρα•
-ая ода πανηγυρική ωδή•
торжественный парад войск επιβλητική παρέλαση στρατευμάτων--эл закладка здания τελετή θεμελίωσης κτιρίου.
|| σπουδαίος, σοβαρός, μεγαλόσχημος, εντυπωσιακός.
См. также в других словарях:
ωδή — Είδος της ελληνικής, της λατινικής και της νεότερης λυρικής ποίησης. Στην αρχή, όπως δείχνει και η ετυμολογία της λέξης (από το ρήμα άδω), επρόκειτο για ποίημα που το τραγουδούσαν με συνοδεία λύρας. Με διάφορα μέτρα και ποικίλο περιεχόμενο, η… … Dictionary of Greek
-ώδη — Ν επίθημα πληθυντικού αριθμού, που απαντά σε επιστημονικούς όρους τής Νέας Ελληνικής και δηλώνει ταξινομικές ομάδες φυτών ανώτερες τής οικογένειας (πρβλ. αμαρυλλιδ ώδη, μυρτ ώδη, ροδ ώδη, ψιλοφυτ ώδη). [ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση στην Ελληνική τού νεολατ.… … Dictionary of Greek
ᾠδῇ — ἀοιδή song fem dat sg (attic epic ionic) ᾠδή song fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ᾠδή — ἀοιδή song fem nom/voc sg (attic epic ionic) ᾠδή song fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ωδή — η 1. λυρικό άσμα, τραγούδι: Διαβάζει τις ωδές του Οράτιου. 2. σύστημα τροπαρίων της ορθόδοξης εκκλησίας που έχουν τον ίδιο ρυθμό … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ὥδη — ὁδάω export and sell imperf ind act 3rd sg (doric) ὁδάω export and sell imperf ind act 3rd sg (epic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ᾠδῆ — ἀϊδῆ , ἀιδής unseen neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) ἀϊδῆ , ἀιδής unseen masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) ἀϊδῆ , ἀιδής unseen masc/fem acc sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ᾤδη — οἰδάω swell imperf ind act 3rd sg (doric) οἰδάω swell imperf ind act 3rd sg (epic doric ionic aeolic) οἰδέω swell imperf ind act 3rd sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σελαγινελ(λ)ώδη — τα, Ν βοτ. τάξη φυτών με μοναδικό αρτίγονο και χαρακτηριστικό γένος την σελαγινέλ(λ)α. [ΕΤΥΜΟΛ. < νεολατ. selaginellales (βλ. σελαγινέλ[λ]α)] … Dictionary of Greek
ODE — Graece Ὠδὴ, titulus librorum Horatii, cui a canendo nomen. Scaliger Poetices. l. 1. c. 44. Proxima heroica maiestati Lyrica nobilitas; ut illa a cantu Rhapsodia et Epos: ita haec Ode, et μέλος et μολπὴ. Neque enim ea sine cantu atque lyra… … Hofmann J. Lexicon universale
παλινωδώ — (Α παλινῳδώ έω) ανακαλώ όσα είπα προηγουμένως αρχ. 1. ψάλλω ωδή αντίθετη με την προηγούμενη 2. επαναλαμβάνω ωδή 3. (γενικά) επαναλαμβάνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < πάλιν + ῳδῶ (< ῳδός < ὠδή), πρβλ. κιθαρ ωδώ] … Dictionary of Greek