-
1 Ύβρι
-
2 Ὕβρι
-
3 ύβρι
ὕβριςwanton violence: fem voc sgὕβρῑ, ὕβριςwanton violence: fem dat sg (epic doric ionic aeolic) -
4 ὕβρι
ὕβριςwanton violence: fem voc sgὕβρῑ, ὕβριςwanton violence: fem dat sg (epic doric ionic aeolic) -
5 Ύβρις
-
6 Ὕβρις
-
7 ύβρις
ὕβρῑς, ὕβριςwanton violence: fem acc pl (epic doric ionic aeolic)ὕβριςwanton violence: fem nom sg -
8 ὕβρις
ὕβρῑς, ὕβριςwanton violence: fem acc pl (epic doric ionic aeolic)ὕβριςwanton violence: fem nom sg -
9 κορέννυμι
κορέννῡμι, Them.Or.16.213a; [full] κορεννύω, Gloss.; [full] κορέω, Nic.Al. 195; [full] κορέσκω, ib. 225, 360, 415: [tense] fut.Aκορέσω Hdt.1.212
; [dialect] Ep.κορέεις Il.13.831
,κορέει 8.379
, 17.241: [tense] aor.ἐκόρεσα 16.747
, A.Pr. 166 (lyr.); poet.ἐκόρεσσα Theoc.24.138
, AP7.204 (Agath.):—[voice] Med.,κορέννυμαι Orph.L. 732
, opt. : [tense] aor. ἐκορεσάμην, [dialect] Ep. ἐκορεσς-, κορεσς-, Il.11.562, Od.20.59:—[voice] Pass., [tense] fut.κεκορήσομαι Max.117
: [tense] aor.ἐκορέσθην Od.10.499
; [dialect] Ep. [ per.] 3pl. - θεν Ar. Pax 1283 sq.: [tense] pf.κεκόρεσμαι X.Mem.3.11.3
(nowhere else in early Prose), Plu.Dem.23, APl.4.190 (Leon.); [dialect] Ion.κεκόρημαι Il.18.287
, Hes.Op. 593, Sapph. 48, Ar. Pax 1285 (v. infr.): [tense] pf. part.[voice] Act. (with pass. sense) κεκορηώς, -ότος, Od.18.372, Nonn.D.5.34, Coluth.120: also [tense] fut. (in intr. sense) :—satiate, fill one with a thing, c. dat., ;μολπῇ θυμὸν κ. A.R. 3.897
: c gen. rei, (lyr.): c. acc. only, τίς ἂν κορέσειεν ἅπαντας; Thgn.229; l.c.:—[voice] Med., satisfy oneself, c. gen.,ἐκορέσσατο φορβῆς Il.11.562
; ; ὄφρ'.. κρειῶν κορεσαίατο θυμόν might satisfy their desire with flesh, Od.14.28: metaph.,φυλόπιδος κορέσασθαι Il.13.635
: c. part.,κορεσσάμεθα κλαίοντε 22.427
; :—[voice] Pass., to be glutted, satiated,δαιτὸς κεκορήμεθα θυμὸν ἐΐσης Od.8.98
;κεκορήμεθ' ἀέθλων 23.350
;κεκορημένος ἦτορ ἐδωδῆς Hes.Op. 593
;βορᾶς κορεσθείς E.Hipp. 112
;πολέμου ἐκόρεσθεν Ar. Pax 1283
: c. part.,κλαίων.. κορέσθην Od.4.541
; οὔ πω κεκόρησθε ἐελμένοι; Il.18.287: rarely c. dat. rei,κριθαῖσι κορεσθείς Thgn.1269
;πλούτῳ κεκορημένος Id.751
;ὕβρι Hdt.3.80
: abs., dub. in Sapph.48.—Cf. κορίσκομαι. (Cf. Lith. šérti 'feed'.)Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κορέννυμι
См. также в других словарях:
Ὕβρι — Ὕβρις fem voc sg Ὕβρῑ , Ὕβρις fem dat sg (epic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὕβρι — ὕβρις wanton violence fem voc sg ὕβρῑ , ὕβρις wanton violence fem dat sg (epic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ὕβρις — Ὕβρῑς , Ὕβρις fem acc pl (epic doric ionic aeolic) Ὕβρις fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὕβρις — ὕβρῑς , ὕβρις wanton violence fem acc pl (epic doric ionic aeolic) ὕβρις wanton violence fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
υβριστικός — ή, ό / ὑβριστικός, ή, όν, ΝΜΑ [ὑβρίζω] (για λόγια ή πράξεις) αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην ύβρι, αυτός που αποτελεί ύβρι, προσβλητικός (α. «υβριστική συμπεριφορά» β. «ὑβριστικὴν καὶ βάρβαρον ἐπιστολήν», Αισχίν. γ. «ὑβριστικὴ διήγησις», Δίον … Dictionary of Greek
ύβρις — (I) εως, η / ὕβρις, ΝΜΑ, τ. γεν. και εος και επικ. και ιων. τ. ιος, Α 1. έκφραση, λόγος ή πράξη που προσβάλλει την αξιοπρέπεια ή την τιμή κάποιου 2. (ιδίως στην αρχ. ελλ. τραγωδία και σχετικά με τον τραγικό ήρωα) αλαζονική και αυθάδης συμπεριφορά … Dictionary of Greek
αναίδεια — Θεά στην αρχαία Αθήνα, προσωποποίηση της αναίδειας. Σύμφωνα με τον Θεόφραστο, οι Αθηναίοι της είχαν στήσει βωμούς, όπως και στην Ύβρι. Ο ιστορικός συγγραφέας Ίστρος αναφέρει και ναό αφιερωμένο σε αυτήν, τον οποίο είχε κατασκευάσει ο Επιμενίδης.… … Dictionary of Greek
παύσυβρις — ι, Α (πιθ. ανάγν.) αυτός που αναχαιτίζει, που εμποδίζει την ύβρι, την αυθάδεια. [ΕΤΥΜΟΛ. Σύνθ. τού τύπου τερψίμβροτος, < θ. παυσ(ι) τού παύω (πρβλ. παῦσις) + ὕδρις] … Dictionary of Greek