-
1 cot death
noun ((American crib death) the sudden death of a baby during sleep, which cannot yet be explained medically.) ξαφνικός θάνατος βρέφους κατά τη διάρκεια του ύπνου -
2 crib death
noun ((American) cot death; the sudden death of a baby durintg sleep, which cannot yet be explained medically.) ξαφνικός θάνατος βρέφους κατά τη διάρκεια του ύπνου -
3 Counter
subs.For reckoning: P. and V. ψῆφος, ἡ.Ticket: P. and V. σύμβολον, τό.In a shop: use P. τράπεζα, ἡ.——————adj.Opposite: P. and V. ἐναντίος.Clash with: P. διαφωνεῖν (dat.).A counter charm to sleep: V. ὕπνου... ἀντίμολπον ἄκος (Æsch., Ag. 17).Anticipate a plot rather than meet it by counter-plots: P. προεπιβουλεύειν μᾶλλον ἢ ἀντεπιβουλεύειν (Thuc. 1, 33).Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Counter
-
4 Rouse
v. trans.Soon will they rouse from slumber you sleeper: V. τάχα μεταστήσουσʼ ὕπνου τόνδʼ ἡσυχάζοντα (Eur., Or. 133).Excite ( persons or feelings): P. and V. ἐγείρειν, ἐξεγείρειν, κινεῖν, ἐπαίρειν, ἐξαίρειν, ὁρμᾶν, ἐξορμᾶν, παρακαλεῖν, Ar. and V. ζωπυρεῖν, V. ἐξάγειν, ὀρνύναι, ἐκκινεῖν.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Rouse
-
5 Sleeper
subs.Use P. and V. ὁ καθεύδων, etc.Soon will they rouse yon sleeper from his slumber: V. τάχα μεταστήσουσʼ ὕπνου τόνδʼ ἡσυχάζοντα (Eur., Or. 133).Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Sleeper
-
6 Soothing
adv.P. and V. ἤπιος, V. κηλητήριος, θελκτήριος.Soothing pain: V. παυσίλυπος, νώδυνος.The soothing power of my tongue: V. γλώσσης ἐμῆς μείλιγμα (Æsch., Eum. 886).Sweet soothing power of sleep: V. ὦ φίλον ὕπνου θέλγητρον (Eur., Or. 211).Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Soothing
-
7 Wink
v. intrans.Without winking: use adv. P. ἀσκαρμαδυκτί (Xen.), or adj., Ar. ἀσκαρμάδυκτος (Eq. 292).——————subs.He doesn't see a wink of sleep the whole night: Ar. ὕπνου δʼ ὁρᾷ τῆς νυκτὸς οὐδὲ πασπάλην (Vesp. 91).Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Wink
См. также в других словарях:
ὑπνοῦ — ὑ̱πνοῦ , ὑπνάω imperf ind mp 2nd sg (attic epic) ὑπνάω pres imperat mp 2nd sg (attic epic) ὑ̱πνοῦ , ὑπνόω put to sleep imperf ind mp 2nd sg ὑπνόω put to sleep pres imperat mp 2nd sg ὑπνόω put to sleep imperf ind mp 2nd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ὕπνου — Ὕπνος masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὕπνου — ὕπνον lichen neut gen sg ὕπνος sleep masc gen sg ὕ̱πνου , ὑπνόω put to sleep imperf ind act 3rd sg ὑπνόω put to sleep pres imperat act 2nd sg ὑπνόω put to sleep imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ύπνος — Φυσιολογικό φαινόμενο, που χαρακτηρίζει όλα τα ανώτερα ζώα και συνίσταται σε αυτόματη αναστολή των νευρικών και ψυχικών δραστηριοτήτων, που μας συνδέουν με τον εξωτερικό κόσμο. Στη διάρκεια του ύ. είναι ελαττωμένα ο μυϊκός τόνος, η αρτηριακή… … Dictionary of Greek
θάνατος — Αρχαιοελληνική θεότητα, προσωποποίηση του θανάτου. Σύμφωνα με τον Ησίοδο ήταν γιος του Ερέβους και της Νύχτας και αδελφός του Ύπνου. Ο ίδιος αναφέρει ότι ο Θ. κατοικούσε στον Τάρταρο, είχε σιδερένια καρδιά και ήταν ανελέητος και σκληρός με τους… … Dictionary of Greek
υπνοθεραπεία — (Ιατρ.). Μέθοδος που χρησιμοποιείται για τη θεραπεία ορισμένων ψυχικών ασθενειών. Πριν από πολλά χρόνια είχε αναγνωριστεί η θεραπευτική σημασία του ύπνου, η εφαρμογή όμως της υ. έγινε μετά την ανακάλυψη των υπνογόνων φαρμάκων. Η μέθοδος της υ.… … Dictionary of Greek
όνειρο — Η πιο τυπική μορφή ψυχικής δραστηριότητας του ανθρώπου που κοιμάται. Οι νεότερες ψυχοφυσιολογικές έρευνες διαπιστώνουν ότι κατά μέσο όρο βλέπει κανείς τρία ό., κάθε νύχτα, αν και ύστερα δεν τα θυμάται πάντα, ότι τα ό. διαρκούν τόσο χρόνο όσος… … Dictionary of Greek
τσε-τσε — (glossina palpalis). Έντομο της οικογένειας των μυϊιδών. Η μύγα αυτή, το κοινό όνομα της οποίας οφείλεται στον βόμβο που κάνει όταν πετάει, ζει στις υγρές ζώνες της κεντρικής και δυτικής Αφρικής· έχει μήκος 8 10 χιλιοστόμετρα και είναι… … Dictionary of Greek
Μορφέας — Αρχαιοελληνική θεότητα των ονείρων. Ένας από τους χίλιους γιους του Ύπνου, εμφανιζόταν με διάφορες ανθρώπινες μορφές στους κοιμισμένους ανθρώπους, ενώ οι αδελφοί του Φάντασος και Φοβήτωρ (ή Είκελος) παρουσίαζαν στα όνειρά τους τοπία και άψυχα… … Dictionary of Greek
κοίμηση — Η μετάβαση στην κατάσταση του ύπνου. Μεταφορικά, ο όρος κ. χρησιμοποιείται για να υποδηλώσει τον θάνατο αγίων προσώπων και επισκόπων. Μεγάλη χρήση του όρου γίνεται στην αγιογραφία και κυρίως σε φορητές εικόνες και τοιχογραφίες, που απεικονίζουν… … Dictionary of Greek
μύγα — (musca domestica). Έντομο της οικογένειας των μιιδών, της τάξης των διπτέρων. Το κεφάλι φέρει μεγάλους σύνθετους οφθαλμούς, κεραίες κοντές και στοματικά όργανα μυζητικού τύπου, που αποτελούνται κυρίως από το κάτω χείλος, επίμηκες σαν προβοσκίδα,… … Dictionary of Greek