-
1 ὑπεραίσιος
1 excessive ὑπ]εραισιον [ (forte divisim: supp. Körte) fr. 173. 8. -
2 ὑπεραίσιος
ὑπεραίσιος, ον,A excessive, immoderate, prob. in Lyr.Adesp. in PRyl. 14.8, cf. AB359, EM39.21.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὑπεραίσιος
-
3 ὑπεραίσιος
ὑπερ-αίσιος, übergebührlich, übermäßig -
4 υπεραίσιον
-
5 ὑπεραίσιον
См. также в других словарях:
υπεραίσιος — ον, Α υπέρμετρος, υπερβολικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ * + αἶσα «μοίρα» (βλ. και λ. αἶσα)] … Dictionary of Greek
ὑπεραίσιον — ὑπεραίσιος excessive masc acc sg ὑπεραίσιος excessive neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)