-
1 μάλιστα
μάλιστα (superl. of the adv. μάλα; Hom.+).① to an unusual degree, most of all, above all, especially, particularly, (very) greatly Ac 20:38; 1 Ti 4:10; 5:17; 2 Ti 4:13; Tit 1:10; Phlm 16; 1 Cl 13:1; Dg 1; 3:1; IEph 20:2; IPhld ins; MPol 13:1; Hv 1, 1, 8. καὶ μ. and above all, particularly (Plut., Mor. 835e; Jos., C. Ap. 1, 27; Just., D. 84, 4) Ac 25:26; 1 Ti 5:8; Hv 1, 2, 4. μ. δέ but especially (Il. 1, 16; Lesbonax Gramm. [II A.D.] p. 8 [ed. RMüller 1900]; TestAbr B 4 p. 109, 6 [Stone p. 66]; Jos., Vi. 14; Just., D. 4, 5; 48, 2) Gal 6:10; Phil 4:22; 2 Pt 2:10; IPol 3:1; Hm 12, 1, 2; Hs 8, 6, 5; 9, 10, 7. μ. γνώστην ὄντα σε since you are outstandingly familiar Ac 26:3 (cp. Appian, Bell. Civ. 2, 26 §100 ὁ μάλιστα ἐχθρός=the bitterest enemy).② marker of high level of certitude, in answer to a question, most assuredly, certainly 1 Cl 43:6 (Just., A II, 2, 18; D. 49, 2 al.).—DELG s.v. μάλα. M-M. -
2 μάλιστα
-
3 μαλιστα
1) в высшей степени, крайне, весьма, совсем, вполнеἄγχι μ. Hom. — совсем рядом, вплотную;
μ. φίλτατόν ἐστιν Hom. — в высшей степени приятно;λογιμώτατος μακρῷ μ. Her. — безусловно самый знаменитый;(ἐς) τὰ μ. Her., ἐς μ. Luc., ὁμοῖα τῷ ( или τοῖς) μ. Her., τοῖς μ. ὁμοίως Dem. — в высшей степени, чрезвычайно;ὅσον δύναται μ. Her. — насколько возможно;ὡς μ. δύναμαι Plat. — насколько это в моей власти;2) наиболее, больше всего (всех), преимущественно, в особенностиἄνδρεσσι πᾶσι, μ. δ΄ ἐμοί Hom. — (это пристало) всем, но больше всего мне;
μ. πάντων ἀνθρώπων Her. — больше, чем кто бы то ни было3) прежде всего(Ἀτρεῖδαι μὲν μ., ἔπειτα δὲ ὅ Λαρτίου παῖς Soph.)
ἐν τοῖς μ. Περσῶν Plut. — как никто больше из персов4) точно говоря, именноτί μ. ; Plat. — что же именно? или каким же это образом?;
πηνίκα μ. ἐστιν ; Plat. — который это час?5) приблизительно, около, почти(πεντήκοντα μ. Thuc.)
ἐπ΄ ἔτει ἑκατοστῷ μ. Thuc. — по истечении приблизительно столетия6) особенно, тем болееμ. γνώστην ὄντα σε πάντων τῶν ἐθῶν NT. — тем более, что ты знаком со всеми обычаями
-
4 μάλιστα
μάλισταvery: indeclform (adverb) -
5 μάλιστα
μάλιστα, μᾶλλον: see μάλα.A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > μάλιστα
-
6 μάλιστα
επίρρ.1) да, конечно; 2) даже, к тому же, ещё и...;μάλιστα καί... — или καί μάλιστα — даже и..., к тому же и...;
3) (с артиклем τα) очень, весьма;τα μάλιστα ευγενής — очень благородный;
4) особенно, в особенности;όταν μάλιστα πρόκειται... — особенно, когда речь идёт...
-
7 μάλιστα
{нареч., 12}особенно, тем более, наиболее, больше всего, преимущественно, наипаче.Ссылки: Деян. 20:38; 25:26; 26:3; Гал. 6:10; Флп. 4:22; 1Тим. 4:10; 5:8, 17; 2Тим. 4:13; Тит. 1:10; Флм. 1:16; 2Пет. 2:10.*Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > μάλιστα
-
8 μάλιστα
{нареч., 12}особенно, тем более, наиболее, больше всего, преимущественно, наипаче.Ссылки: Деян. 20:38; 25:26; 26:3; Гал. 6:10; Флп. 4:22; 1Тим. 4:10; 5:8, 17; 2Тим. 4:13; Тит. 1:10; Флм. 1:16; 2Пет. 2:10.*Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > μάλιστα
-
9 μάλιστα
+ D0-0-0-0-6=6 2 Mc 8,7; 3 Mc 5,3; 4 Mc 3,10; 4,22; 12,9sup. of μάλα; most of all, above all, especially 2 Mc 8,7; exceedingly (with verbs) 4 Mc 4,22ὡς μάλιστα certainly, very much 4 Mc 3,10 Cf. SKEAT 1979, 173-177 -
10 μάλιστα
особенно, тем более, наиболее, больше всего, преимущественно, наипаче.Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > μάλιστα
-
11 μάλιστα
Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > μάλιστα
-
12 μάλιστα
более всего, особенно, очень, в высшей степени -
13 μάλιστα
[малиста] εκίρ. особенно, в особенность, (при утверждительном ответе) да, конечно, даже,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > μάλιστα
-
14 μάλιστα
[малиста] επίρ особенно, в особенность, (при утверждительном ответе) да, конечно, даже. -
15 μάλιστα
peki, pekala, evet -
16 μάλιστα
1) acrobate2) même -
17 τα-μάλιστα
τα-μάλιστα, adv., statt τὰ μάλιστα, = μάλιστα.
-
18 μάλισθ'
μάλιστα, μάλισταvery: indeclform (adverb) -
19 μάλιστ'
μάλιστα, μάλισταvery: indeclform (adverb) -
20 μᾶλλον
μάλιστα, μᾶλλον: see μάλα.A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > μᾶλλον
См. также в других словарях:
μάλιστα — very indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μάλιστα — (AM μάλιστα) (βεβαιωτικό μόριο) 1. ναι, βέβαια, ως απάντηση που δηλώνει κατάφαση, συμφωνία, επιδοκιμασία (α. «διάβασες; Μάλιστα» β. «δῆλον ὅτι τῶν χρηστῶν, ὡς ἕοικας εἶ. Μάλιστα», Αριστοφ.) 2. προπάντων, ιδιαίτερα, κατ εξοχήν (α. «είναι πολύ… … Dictionary of Greek
μάλιστα — επίρρ. βεβ. 1. ναι, βέβαια. 2. κιόλας, ιδιαίτερα, επιπλέον: Με υποδέχτηκε άσχημα, στο τέλος μάλιστα με έδιωξε … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Τὶ μάλιστα ἵππον πιαίνει, ὁποῦ δεσπότου ὀφθαλμός. — τὶ μάλιστα ἵππον πιαίνει, ὁποῦ δεσπότου ὀφθαλμός. См. Хозяйский глаз смотрок! … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
μάλισθ' — μάλιστα , μάλιστα very indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μάλιστ' — μάλιστα , μάλιστα very indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Γραμματεία και Λογοτεχνία — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΟΓΡΑΦΙΑ H λέξη ιστορία συνδέεται ετυμολογικά με τη ρίζα Fιδ , η οποία σημαίνει «βλέπω», και υπό αυτή την έννοια ιστορία είναι η αφήγηση που προκύπτει από έρευνα βασισμένη στην προσωπική παρατήρηση. Τα κείμενα των αρχαίων… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Ιστορία (Βυζάντιο, Τουρκοκρατία) — ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΠΕΡΙΓΡΑΜΜΑ ΤΩΝ ΒΥΖΑΝΤΙΝΩΝ ΧΡΟΝΩΝ Η ιστορία του Βυζαντίου, μακρόχρονη και περιεκτική σε γεγονότα, παρουσιάζει εξαιρετικό ενδιαφέρον. Οικοδομημένη πάνω στα θεμέλια ενός οργανωμένου και ισχυρού ρωμαϊκού κράτους, κατέληξε σε μια δομή καθαρά… … Dictionary of Greek
Βυζαντινή αυτοκρατορία — I Β.α., ή αλλιώς Μεταγενέστερο Ρωμαϊκό ή Ανατολικό Ρωμαϊκό Κράτος, αποκαλείται συμβατικά το ανατολικό τμήμα της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. Πρωτεύουσα του τμήματος αυτού, που μετά την κατάλυση του Δυτικού Ρωμαϊκού κράτους συνέχισε περίπου για έντεκα… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Ιστορία (Αρχαιότητα) — ΠΡΟΪΣΤΟΡΙΑ ΚΑΙ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ ΠΡΟΪΣΤΟΡΙΑ (600000 1100 π.Χ.) Σύμφωνα με τα αρχαιολογικά ευρήματα, θεωρείται ότι η ζωή ξεκίνησε στον ελλαδικό χώρο από το 100 000 π.Χ. (Παλαιολιθική εποχή). Όμως, η χρονική περίοδος που ιστορικά παρουσιάζει εξαιρετικό… … Dictionary of Greek