Перевод: со всех языков на греческий

с греческого на все языки

ὄμμα

  • 1 Face

    subs.
    P. and V. πρόσωπον, τό, ὄψις, ἡ; in V. also use ὀφθαλμός, ὁ, ὄμμα, τό.
    Face of a wall, etc.: P. μέτωπον, τό.
    The front of anything: use P. and V. τὸ πρόσθεν, P. τὸ ἔμπροσθεν.
    Of an army: P. and V. μέτωπον, τό (Xen.).
    With beautiful face, adj.: Ar. and P. εὐπρόσωπος (Plat.); see Beautiful.
    Face to face: use adj., P. and V. ἐναντίος, V. ἀντίος (Plat., Tim. 43E, but rare P.), ἀντήρης; adv., P. and V. ἐναντίον, V. κατὰ στόμα (also Xen.).
    When brought face to face with the crisis: V. καταστὰς εἰς ἀγῶνʼ ἐναντίον (Eur., frag.).
    Lurking in secret or engaging him face to face: V. κρυπτὸς καταστὰς ἢ κατʼ ὄμμʼ ἐλθὼν μάχῃ (Eur., And. 1064).
    Face to face with: P. and V. κατὰ στόμα (gen.)
    To one's face: P. κατʼ ὀφθαλμούς (Xen.), V. κατʼ ὄμμα, κατʼ ὄμματα (Eur., Or. 288), P. and V. ἐναντίον.
    In face of, in consideration of, prep.: P. and V. πρός (acc.).
    They stood shaking their spears in the face of the foe: V. ἔστησαν ἀντιπρῷρα σείοντες βέλη (Eur., El. 846).
    On one's face, face forward: V. πρηνής.
    Look in the face: P. and V. βλέπειν εἰς (acc.), V. ἐναντίον βλέπειν (acc.), προσβλέπειν ἐναντίον (acc.), ἀντιδέρκεσθαι (acc.), Ar. βλέπειν ἐναντία (Eq. 1239) (absol.).
    Do you then lift up your voice and dare to look these men in the face? P. εἶτα σὺ φθέγγει καὶ βλέπειν εἰς τουτωνὶ πρόσωπα τολμᾷς; (Dem. 320).
    What face can I show to my father? V. ποῖον ὄμμα πατρὶ δηλώσω; (Soph., Aj. 462).
    Have the face to (with infin.): P. and V. τολμᾶν (infin.), ἀξιοῦν (infin.), P. ἀποτολμᾶν (infin.), Ar. and V. τλῆναι (infin.) ( 2nd aor. of τλᾶν).
    ——————
    v. trans.
    Endure: P. and V. πέχειν, φίστασθαι, αἴρεσθαι, P. ὑπομένειν, V. καρτερεῖν, ἐγκαρτερεῖν; see Endure.
    Have no fear of: P. and V. θαρσεῖν (acc.).
    Dare: P. and V. τολμᾶν (Eur., H.F. 307).
    Oppose: P. and V. ἀνθίστασθαι (dat.), ἐναντιοῦσθαι (dat.); see Oppose.
    Meet in battle: P. and V. παντᾶν (dat.), συμβάλλειν ( dat), ἀντιτάσσεσθαι (dat.); see Meet.
    Be opposite: P. ἐξ ἐναντίας καθίστασθαι (Thuc. 4, 33).
    Look towards ( of situation): P. ὁρᾶν πρός (acc.), βλέπειν πρός (acc.) (Xen.).
    Face south: P. πρὸς νότον τετράφθαι (perf. pass. of τρέπειν) (Thuc. 2, 15).
    Face round: P. and V. μεταστρέφεσθαι.

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Face

  • 2 глаз

    το μάτι, ο οφθαλμός, το όμμα
    Уценивать на - εκτιμώ με το -, εκτιμώ χονδρικά.

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > глаз

  • 3 глаз

    глаз
    м τό μάτι, ὁ ὁφθαλμός, τό ὅμμα/ τά μάτια, ἡ ὅραση [-ις] (зрение):
    хорошие (плохие) \глаза καλή (κακή) δράση· запавшие \глаза τά κομμένα μάτια· болезнь \глаз ἡ ὀφθαλμία, ὁ πονόματος· иметь верный \глаз ἔχω καλό μάτι· ◊ ради прекрасных \глаз γιά τά ὠραΐα μάτια· для отвода \глаз γιά τά μάτια τοῦ κόσμου· и а \глаз (приблизительно) μέ τό μάτι, περίπου, κατά προσέγγισιν своими \глазами μέ τά ἰδια μου τά μάτια. Ιδίοις δμμασι· на \глазах (у) кого́-л. μπροστά στά μάτια (κάποιου)· это бросается в \глаза χτυπᾶ στά μάτια, εἶναι ἐξόφθαλμο· я его́ в \глаза никогда не видел δέν τόν είδα ποτέ ἀπό κοντά· у нее \глаза всегда на мокром месте κλαίγει κάθε λίγο καί λιγάκι· не попадайся мне больше на \глаза νά μήν σέ ξαναδούν τά μάτια μου, νά μήν σέ ξαναδώ μπροστά μου· уходи с глаз долой! νά μή σέ ίδοῦν τά μάτια μου!, χάσου ἀπό μπροστά μου!· говорить в \глаза (ό)μιλω ἀνοιχτά, κατά πρόσωπον говорить за \глаза́ μιλῶ ἐν ἀπουσία κάποιου (или ἀπό πίσω του)· закрывать \глаза на что́-л. κάνω πώς δέ βλέπω· с закрытыми \глазами μέ κλειστά τά μάτια, τυφλοίς ὅμμασι· идти́ куда́ \глаза́ глядят παίρνω τά μάτια μου καί φεύγω, παίρνω τῶν ὀμματιῶν μου· открывать кому́-л. \глаза на что́-л. ἀνοιγω κάποιου τά μάτια· с \глазу на \глаз ίδιαιτέρως, κατά μόνας· смотреть во все \глаза ἔχω τά μάτια μου δεκατέσσερα· смеяться в \глаза κοροϊδεύω κατάμουτρα· не в бровь, а в \глаз погов. πετυχαίνω στό ψαχνό· с глаз доло́й \глаз из сердца вон погов. μάτια πού δέν βλέπονται γρήγορα λησμονιοῦνται. (своим) \глазам не верю δέν πιστεύω στά μάτια μου· не спускать \глаз с кого-л. (с чего́-л.) а) δέν χορταίνω νά βλέπω любоваться), б) παρακολουθώ ἀδιάκοπα не выпускать из виду)· у семи нянек дитя без \глазу погов. ὅπου λαλοῦν πολλοί πετεινοί, ἀργεῖ νά ξημερώσει· не смыкая \глаз ἀγρυπνα· у страха \глаза велики́ погов. е£ ὁ φόβος μεγαλοποιεῖ τόν κίνδυνο· хоть \глаз выколи δέν βλέπω τή μύτη μου· правда \глаза колет погов. ἡ ἀλήθεια εἶναι πικρή.

    Русско-новогреческий словарь > глаз

  • 4 глаз

    -а (-у), προθτ. о -е, в -у, πλθ. глаза, глаз, -ам а.
    1. μάτι, όμμα, οφθαλμός. || ματιά, βλέμμα.
    2. όραση•

    он лишился глаз αυτός έχασε τα μάτια (την όραση, το φως).

    || μτφ. επίβλεψη•

    у семи нянек дидя без -у οι πολλές μαμές βγάζουν στραβό το παιδί ή οι πολλοί καραβοκυραίοι πνίγουν γρήγορα το καοάβι ή (αρχ. παροιμία) πολλοί στρατηγοί Καρίαν απώλεσαν.

    3. μάτιασμα, μάτι.
    εκφρ.
    в -ах чьих – α) στα μάτια (γνώμη, κρίση) του ή των. β) παλ. επί παρουσία•
    на -ах – επί παρουσία, με την παρουσία (κάποιου)•
    с безумных глаз – (απλ.) σε κατάσταση παραλογισμού•
    с пьяных глаз – (απλ.) σε κατάσταση μέθης•
    с какими -ами появиться ή показаться – με τι πρόσωπο (ή μούτρα) να εμφανιστώ (ή να βγώ, να παρουσιαστώ)•
    -а бы (мой) не смотрели ή не глядели; -а б (мой) не видали – να μην έβλεπαν τα μάτια μου (για μεγάλη απέχθεια)•
    - а горят на что – καίγομαι από τον πόθο, επιθυμώ πάρα πολύ•
    - а на лоб лезут – (απλ.) τα μάτια γουρλώνουν από θαυμασμό•
    смотреть большими глазами – γουρλώνω τα μάτια, βλέπω με θαυμασμό•
    смотреть ή глядеть в -а – κοιτάζω στα μάτια, κατάματα (προσπαθώ να εξιχνιάσω, να μαντέψω)•
    смотреть – ή,глядеть во все -а έχω τα μάτια μου τέσσειρα (άγρυπνα παρακολουθώ)’ смотреть ή глядеть прямо (ή смело) в -а κοιτάζω, Βλέπω κατάματα (άφοβα)•
    смотреть ή глядеть на что чьими -ами – βλέπω με ξένα μάτια (δεν έχω δική μου γνώμη)•
    в -а не видать – να μην ιδώ στα μάτια μου•
    в -а сказать ή назватьκ.τ.τ. λέγω κατά πρόσωπο, κατάμουτρα•
    в -ах ή перед -ами стоять – στο νου μου, μπροστά μου το εχω, μου έρχεται στη σκέψη•
    острый глаз – οξεία όραση•! дурной глаз κακό μάτι (βάσκανο)•
    куда не кинь -ом – όπου και να ρίξεις (να στρέψεις) το μάτι•
    на -а показывается ή попадает(ся)κ.τ.τ. εμφανίζεται, παρουσιάζεται μπροστά μου•
    настолько хватает глаз ή куда достает глаз – όσο φτάνει ή κόβει το μάτι•
    ни в одном -у -е – καθόλου δεν είναι μεθυσμένος•
    с глаз долой (уйти, убрать(ся) – συνήθως με προστκ. έξω, φύγε απ’ εδώ, να μη σε δουν τα μάτια μου•
    с -у на глаз – ένας μ' έναν, τετ α τετ•
    между глаз – απαρατήρητα•
    закрывать -а – κλείνω τα μάτια (κάνω,προσποιούμαι πως δε βλέπω)•
    закрыть -а – κλείνω τα μάτια (πεθαίνω)•
    закрыть -а кому-то – α) κλείνω τα μάτια του πεθαμένου, β) παρευρίσκομαι στο θάνατο συγγενούς•
    отктрыть, открывать -а кому – ανοίγω τα μάτια κάποιου (διαφωτίζω)•
    на -ах – με το μάτι (η περίπου εκτίμηση)•
    в -а – φάτσα, απέναντι, εν όψει•
    за -а – α) εν απουσία, ερήμην, β) χωρίς να ιδώ•
    купить что-л. за -а – αγοράζω γουρούνι στο σακκί•
    - а не казать – να μην εμφανιστεί μπροστά μου•
    идти куда глаза глядят – ενεργώ απερίσκεπτα, ριψοκινδυνεύω•
    лгать в -а – ψεύδομαι κατάφορα•
    очки не по -ом – τα ματογυάλια δεν κάνουν, δεν αντιστοιχούν στην όραση•
    не пу-скй’ть с глаз с кого-л, с чего-л. – δεν ξεκολλώ τα μάτια από κάποιον, από κάτι (θέλγομαι)•
    у страха -а великиπαρμ. ο φόβος μεγαλώνει το κακό•
    с глаз долой из сердца вон – μάτια που δε βλέπονται γρήγορα ξεχνιούνται.

    Большой русско-греческий словарь > глаз

  • 5 Countenance

    subs.
    Face: P. and V. πρόσωπον, τό, ὄψις, ἡ; or use V. ὀφθαλμός, ὁ, ὄμμα, τό.
    Approval, subs.: P. and V. ἔπαινος, ὁ.
    Favour, support: P. and V. εὔνοια, ἡ.
    ——————
    v. trans.
    Approve of, praise: P. and V. ἐπαινεῖν (acc.).
    A Aquiesce in: P. and V. στέργειν (acc. or dat.), P. ἀγαπᾶν (acc. or dat.), V. αἰνεῖν (acc.).
    Favour, support: P. and V. εὐνοεῖν (dat.).

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Countenance

  • 6 Direction

    subs.
    Guidance, act of guiding: P. ὑφήγησις, ἡ.
    Management: P. διοίκησις, ἡ, διαχείρισις, ἡ.
    Rule: P. and V. ἀρχή, ἡ, κρτος, τό.
    Leadership: P. ἡγεμονία, ἡ.
    Command: P. πρόσταγμα, τό, ἐπίταγμα, τό; see Command.
    Road: P. and V. ὁδός, ἡ.
    In what direction? P. and V. ποῖ; V. ποτέρας τῆς χερός; (Eur., Cycl. 681); indirect, P. and V. ὅποι.
    In any directicn: P. and V. ποι ( enclitic).
    In another direction: P. and V. ἄλλοσε, Ar. add P. ἑτέρωσε.
    In every direction: P. πανταχόσε, Ar. and P. πανταχοῖ.
    From every direction: P. and V. παντόθεν, Ar. and P. πανταχόθεν.
    In the direction of: P. and V. ἐπ (gen.); see Towards.
    Take a certain direction: P. and V. τρέπεσθαί (ποι); of a road, see Lead.
    One in one direction, one in another: P. and V. ἄλλος ἄλλοσε.
    Keeping his eyes in one direction, his thoughts in another: ἄλλοσʼ... ὄμμα θἀτέρᾳ δε νοῦν ἔχων (Soph., Tr. 272).
    Out of its true direction ( of a weapon): P. ἔξω τῶν ὅρων τῆς αὑτοῦ πορείας (Antiphon, 121).

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Direction

  • 7 Downcast

    adj.
    V. κατηφής; see also Despondent.
    Why are your looks downcast? V. τί δὴ κατηφεῖς (v. κατηφεῖν) ὄμμα; (Eur., Med. 1012).

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Downcast

  • 8 Eye

    subs.
    P. and V. ὀφθαλμός, ὁ, ὄμμα, τό (Thuc. and Plat. but rare P.), ὄψις, ἡ, Ar. and V. κόρη, ἡ, also use αὐγή, ἡ, κύκλος, ὁ, βλέφαρα, τά, δέργματα, τά, φῶς, τό (Eur., Cycl. 633); also in V. are found a dat. pl., ὄσσοις, and gen. pl., ὄσσων; see also Look.
    Shut the eyes, v.: P. and V. μύειν (Plat.), P. συμμύειν (Plat.), Ar. καταμύειν.
    Black eye: P. and V. πώπιον, τό (Eur., Frag., Satyrical poem; also Ar.).
    Having a black eye: Ar. πωπιασμένος.
    Give a black eye: P. τοὺς ὀφθαλμοὺς συγκλῄειν (Dem. 1259).
    ——————
    v. trans.
    P. and V. βλέπειν (εἰς, acc.), ποβλέπειν (εἰς, acc.), Ar. and V. λεύσσειν (acc.), δέρκεσθαι (acc.), V. προσδέρκεσθαι (acc.), εἰσδέρκεσθαι (acc.); see look at.

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Eye

  • 9 Fault

    subs.
    Mistake: P. and V. μαρτία, ἡ, σφάλμα, τό, P. ἁμάρτημα, τό, διαμαρτία, ἡ, πλημμέλεια, ἡ, V. ἐξαμαρτία, ἡ, ἀμπλκημα, τό.
    Sin: P. and V. μαρτία, ἡ, δικία, ἡ, δίκημα, τό, P. ἁμάρτημα, τό, πλημμέλεια, ἡ, πλημμέλημα, τό, V. ἐξαμαρτία, ἡ, ἀμπλκημα, τό.
    Defect, blemish: P. and V. μαρτία, ἡ, P. ἁμάρτημα, τό, πλημμέλεια, ἡ.
    Short-comings: P. ἐλλείμματα, τά.
    Blame: P. and V. μέμψις, ἡ; see Blame.
    Be at fault, v.: P. and V. μαρτνειν, ἐξαμαρτνειν, σφάλλεσθαι, πλημμελεῖν, P. πταίειν, διαμαρτάνειν, V. ἀμπλακεῖν ( 2nd aor.).
    My eye is al fault: V. τὸ δʼ ὄμμα μου νοσεῖ (Eur., Hel. 575).
    Where Apollo is at fault who are wise? V. ὅπου δʼ Ἀπόλλων σκαιὸς ᾖ τίνες σοφοί; (Eur., El. 972).
    Find fault with: P. and V. μέμφεσθαι (acc. or dat.), P. ἐπιτιμᾶν (dat. of person, acc. of thing; sometimes dat. of thing); see Blame.

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Fault

  • 10 Fix

    v. trans.
    P. and V. πηγνύναι; see also Plant.
    Fix in the ground: P. καταπηγνύναι.
    Be fixed: P. and V. πεπηγέναι, V. στηρίζεσθαι.
    Fix along side: P. παρακαταπηγνύναι.
    Be fixed in: Ar. ἐμπήγνυσθαι (dat.).
    Attach, fasten: P. and V. συνάπτειν, προσάπτειν, νάπτειν, καθάπτειν (Xen.), V. ἐξανάπτειν; see Fasten.
    Make fast: V. ὀχμάζειν, σφίγγειν (also Plat. but rare P.), πασσαλεύειν, πορπᾶν, Ar. and V. προσπασσαλεύειν.
    Be fixed: V. ραρέναι (2nd. perf. ἀραρίσκειν).
    Make secure: P. βεβαιοῦν.
    met., lay down: P. and V. ὁρίζειν, διορίζειν.
    This resolved, is fixed: V. τοῦτʼ ραρε or ραρε alone (Eur., Or. 1330).
    Appoint: P. and V. τάσσειν, προστάσσειν.
    Be fixed, appointed: P. and V. προκεῖσθαι.
    Fix beforehand: V. προτάσσειν.
    Fix in: Ar. and V. ἐναρμόζειν (τί τινι).
    Fix on, determine, appoint: P. and V. τάσσειν, προστάσσειν.
    Be fixed on: P. and V. προκεῖσθαι.
    Fix the attention on: P. and V. νοῦν ἔχειν (πρός acc. or dat.), Ar. and P. προσέχειν τον νοῦν (dat.), προσέχειν (dat.).
    Fix the eyes on: V. ἐρείδειν ὄμμα εἰς (acc.) (Eur., I.A. 1123).
    Fixing a gloomy look upon the ground: V. συνηρεφὲς πρόσωπον ἐς γῆν... βαλοῦσα (Eur., Or. 957).
    As the eyes are fixed on the motions of the stars: P. ὡς πρὸς ἀστρονομίαν ὄμματα πέπηγε (Plat. Rep. 530D).
    Fix blame on: P. and V. αἰτίαν προσβάλλειν ( dat), V. αἰτίαν νέμειν (dat.); see Impute.

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Fix

  • 11 Gaze

    v. intrans.
    P. and V. ὁρᾶν, θεᾶσθαι, θεωρεῖν, ἀθρεῖν, βλέπειν, ποβλέπειν, σκοπεῖν, V. εἰσορᾶν (or mid.) (rare P.), προσδέρκεσθαι, εἰσδέρκεσθαι, Ar. and V. λεύσσειν, δέρκεσθαι.
    Gaze at: P. and V. βλέπειν εἰς (acc.), ποβλέπειν εἰς (acc.) or πρός (acc.), ἐμβλέπειν (dat.), προσβλέπειν (acc.) (Plat., Rep. 336D), P. ἐπιβλέπειν πρός (acc.) or ἐπί (acc.).
    ——————
    subs.
    P. and V. βλέμμα, τό, ὄψις, ἡ, V. δέργμα, τό.
    Eye: P. and V. ὀφθαλμός, ὁ, ὄψις, ἡ, ὄμμα, τό (Thuc. and Plat., but rare P.).

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Gaze

  • 12 Glance

    subs.
    P. and V. βλέμμα, τό, ὄψις, ἡ, V. δέργμα, τό.
    Eye: P. and V. ὀφθαλμός, ὁ, ὄψις, ἡ, ὄμμα, τό (Thuc. and Plat. but rare P.); see also Face.
    A tender glance of the eyes: V. ὄμματος θελκτήριον τόξευμα (Æsch., Supp. 1004).
    Flash of light: P. and V. ἀστραπή, ἡ.
    At a glance, immediately: P. and V. εὐθς.
    See at a glance, v.: P. συνορᾶν (acc. or absol.).
    Cast a glance: V. ὄψιν προσβάλλειν (dat.) (Eur., Ion, 43).
    ——————
    v. intrans.
    Look: P. and V. βλέπειν, ποβλέπειν.
    Peep: Ar. παρακύπτειν, διακύπτειν (also Xen.), παραβλέπειν.
    Glance at, peep at, v. trans.: P. and V. ποβλέπειν (acc.), V. παραβλέπειν (acc.), παρεμβλέπειν εἰς (acc.).
    Glance casually at: met., P. παρακύπτειν ἐπί (acc.) (Dem. 46).
    met., touch upon ( a subject): P. and V. ἅπτεσθαι (gen.) (Eur., Hec. 586).
    Hint at: see hint at. Flash, v. intrans.: P. and V. λάμπειν (Plat.), ἐκλάμπειν ( Plat), ἀστράπτειν (Plat.), στίλβειν (Plat.), Ar. and V. φλέγειν, λάμπεσθαι, V. αἴθειν, αἴθεσθαι, μαρμαίρειν; see Shine.
    Glance aside (of a weapon, etc.): V. ἐξολισθνειν, P. ἀπολισθάνειν; see turn aside.

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Glance

  • 13 Glare

    subs.
    Brightness: P. μαρμαρυγή, ἡ (Plat.), Ar. and V. σέλας, τό (also Plat. but rare P.), αὐγή, ἡ (also Plat. in sense of ray), see Flash.
    Angry look: use V. σκυθρωπὸν ὄμμα, στυγνὸν πρόσωπον.
    Heat: P. and V. καῦμα, τό, θάλπος, τό (Xen.).
    ——————
    v. intrans.
    Look angry: Ar. and P. σκυθρωπάζειν, V. σκυθράζειν.
    Glare at, v. trans.: P. and V. ποβλέπειν (acc., or πρός, acc.), V. παπταίνειν (acc.).

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Glare

  • 14 Look

    v. intrans.
    P. and V. ὁρᾶν, θεᾶσθαι, θεωρεῖν, ἀθρεῖν, βλέπειν, ἀποβλέπειν, σκοπεῖν, V. εἰσορᾶν (or mid., rare P.), V. προσλεύσσειν, προσδέρκεσθαι, εἰσδέρκεσθαι, Ar. ard V. λεύσσειν, δέρκεσθαι.
    Have a certain appearance: Ar. and V. βλέπειν, δέρκεσθαι.
    Look thoughtful: V. πεφροντικὸς βλέπειν.
    Look stern: P. δεινὸν ἐμβλέπειν (Plat.).
    Look thievish: Ar. κλέπτον βλέπειν.
    Look lovely: V. καλὸν βλέπειν (Eur., Cycl. 553).
    Seem: P. and V. φαίνεσθαι, δοκεῖν.
    Look about one: P. and V. περισκοπεῖν, V. παπταίνειν.
    Look after: Ar. and P. ἐπιμέλεσθαι (gen.), P. and V. ἐπιστρέφεσθαι (gen.), φροντζειν (gen.), τημελεῖν (acc. or gen.) (Plat. but rare P.), κήδεσθαι (gen.) (also Ar. but rare P.), V. μέλεσθαι (gen.).
    Attend to: P. and V. θεραπεύειν (acc.), V. κηδεύειν (acc.); see Tend.
    Superintend: P. and V. ἐπιστατεῖν (dat. or gen.), ἐφίστασθαι (dat.).
    Look at: P. and V. βλέπειν εἰς (acc.), ποβλέπειν εἰς, or πρός (acc.), προσβλέπειν (acc.) (Plat.), ἐμβλέπειν (dat.), σκοπεῖν (acc.), ποσκοπεῖν εἰς, or πρός (acc.), P. ἐπιβλέπειν εἰς (acc.), or ἐπί (acc.), V. εἰσβλέπειν (acc.), εἰσδέρκεσθαι (acc.), προσδέρκεσθαι (acc.).
    Look down on: Ar. and P. καθορᾶν (acc.); see Despise.
    Look for: P. and V. ζητεῖν; see Seek, Expect.
    Look in the face: P. and V. ἐμβλέπειν (dat.), προσβλέπειν (acc.), P. εἰς πρόσωπον ἐμβλέπειν.
    Look into: P. and V. ἐμβλέπειν (εἰς, acc.).
    Examine: P. and V. σκοπεῖν, V. διοπτεύειν; see Examine.
    Look on: see look upon.
    Be a spectator: P. and V. θεᾶσθαι, θεωρεῖν.
    Wait and see how events are going: P. περιορᾶσθαι.
    Look out, beware: P. and V. φυλάσσεσθαι, εὐλαβεῖσθαι; see Beware.
    Look out of window: Ar. ἐκ θυρδος παρακύπτειν (Thesm. 797).
    Look out for, be on the watch for: P. and V. φυλάσσειν (acc.). προσδοκᾶν (acc.), Ar. and P. ἐπιτηρεῖν (acc.), V. καραδοκεῖν (acc.).
    Look round: see look about one.
    Look to: P. and V. ποβλέπειν πρός (acc.), βλέπειν πρός (acc.).
    We look to our neighbours: P. πρὸς τοὺς πλησίον βλέπομεν (Dem. 120).
    Care for: V. μέλεσθαι (gen.); see care for.
    Provide for: P. and V. προσκοπεῖν (acc.); see provide for.
    Look through: P. διορᾶν.
    Look towards ( of direction): P. ὁρᾶν πρός (acc.); see Face.
    Look up, v. intrans.; P. and V. ναβλέπειν, νω βλέπειν.
    Look up (precedents, etc.), v. trans.: Ar. and P. ναζητεῖν.
    Look up to, met.; see Respect.
    They looked up to them, emulated and honoured them: P. ἀπέβλεπον, ἐζήλουν, ἐτίμων (Dem. 426).
    Look upon: P. and V. προσορᾶν (acc.) (Plat.), ἐμβλέπειν (εἰς, acc.). V. εἰσβλέπειν (acc.).
    Consider: P. and V. ἡγεῖσθαι, γειν.
    ——————
    subs.
    P. and V. βλέμμα, τό, ὄψις, ἡ, V. δέργμα, τό.
    Appearance: P. and V. ὄψις. ἡ, V. πρόσοψις, ἡ.
    Face: P. and V. πρόσωπον, τό, ὄψις, ἡ, or use V. ὀφθαλμός, ὁ, ὄμμα, τό.
    Good looks: see Beauty.

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Look

  • 15 Murmur

    subs.
    P. and V. ψόφος, ὁ.
    Complaint: P. σχετλιασμός, ὁ.
    Clamour: P. καταβοή, ἡ, θροῦς, ὁ, P. and V. θόρυβος, ὁ.
    The confused murmur of Persian speech: V. Περσίδος γλώσσης ῥόθος (Æsch., Pers. 406).
    Without a murmur, readily: use adj., P. and V. ἑκών; see Readily.
    ——————
    v. intrans.
    P. and V. ψοφεῖν; see Whisper.
    Complain: Ar. and P. σχετλιάζειν, γρύζειν.
    Murmur of a crowd: Ar. and P. θορυβεῖν, V. ἐπιρροθεῖν.
    I never ceased to murmur the words I would fain have spoken to your face: V. οὔποτʼ ἐξελίμπανον θρυλοῦσʼ ἅ γʼ εἰπεῖν ἤθελον κατʼ ὄμμα σόν (Eur., El. 909).
    Murmur against ( a person): V. ῥοθεῖν (dat.), ἐπιρροθεῖν (acc.).
    Murmur at, be annoyed at: P. and V. ἄχθεσθαι (dat.), P. χαλεπῶς φέρειν (acc.), V. πικρῶς φέρειν (acc.).
    All the Argives murmured in assent thereto: V. πάντες δʼ ἐπερρόθησαν Ἀργεῖοι τάδε (Eur., Phoen. 1238).

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Murmur

  • 16 Range

    subs.
    Row, line: P. and V. στοῖχος, ὁ, τάξις, ἡ; see Row.
    Distance covered: P. and V. βολή, ἡ, P. φορά, ἡ.
    Within range of stones and darts: P. μέχρι λίθου καὶ ἀκοντίου βολῆς (Thuc. 5, 65).
    Since the boy ran within range of the javelin: P. τοῦ παιδὸς ὑπὸ τὴν τοῦ ἀκοντίου φορὰν ὑποδραμόντος (Antipho. 121).
    He is within range of hearing: V. σύμμετρος γὰρ ὡς κλύειν (Soph., O.R. 84).
    To within range of hearing: P. εἰς ἐπήκοον (Xen.).
    Riding up to within range of hearing: P. προσελάσαντες ἐξ ὅσου τις ἔμελλεν ἀκούσεσθαι (Thuc. 7, 73).
    Range of vision: P. ἔποψις, ἡ.
    Within range ( of shooting): use P. and V. ἐντὸς τοξεύματος.
    Out of range ( of shooting): use P. and V. ἔξω τοξεύματος.
    Scope: P. προαίρεσις, ἡ.
    Range of mountains: use P. and V. ὄρος, τό.
    ——————
    v. trans.
    Draw up: P. and V. τάσσειν, συντάσσειν, Ar. and P. παρατάσσειν.
    On which side shall we range ourselves? P. πρὸς τίνας παραταξόμεθα; (Dem. 198).
    Range opposite: P. and V. ἀντιτάσσειν (τινά τινι).
    Roam over, traverse: P. and V. περιπολεῖν (acc.), ἐπιστρέφεσθαι (acc.), ἐπέρχεσθαι (acc.), V. πολεῖν (acc.), λᾶσθαι (acc.); see Traverse, Tread.
    Range over ( a subject): P. and V. διέρχεσθαι (acc.).
    Absol., extend: P. and V. τείνειν.
    Wander: P. and V. περιπολεῖν, φέρεσθαι, V. φοιτᾶν, στρέφεσθαι, στρωφᾶσθαι, ἐπιστρέφεσθαι:see Wander.
    Wherefore must I let my eye range everywhere: V. ὧν οὕνεκʼ ὄμμα πανταχῆ διοιστέον (Eur., Phoen. 265).

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Range

  • 17 Roll

    v. trans.
    P. and V. κυλινδεῖν (Xen.), V. ἑλίσσειν, εἱλίσσειν ( once Ar.).
    Turn, make revolve: P. and V. στρέφειν, P. περιφέρειν, V. ναστρέφειν, Ar. and V. κυκλεῖν.
    Fold: V. συμπτύσσειν.
    Roll the eyes: V. διαφέρειν κόρας, ἐγκυκλοῦν ὀφθαλμόν, ὄμμα ναστρέφειν.
    V. intrans. Turn over and over: P. and V. κυλινδεῖσθαι, Ar. and V. also κυλίνδεσθαι (Soph., frag.).
    Revolve: P. and V. κυκλεῖσθαι, στρέφεσθαι, P. περιστρέφεσθαι, περιφέρεσθαι, V. ἑλίσσεσθαι, εἱλίσσεσθαι; see Spin.
    Sway as a ship: P. and V. σαλεύειν, P. ἀποσαλεύειν; see also Reel.
    Roll against: Ar. προσκυλειν τί τινι (Vesp. 202).
    Roll down: P. κατακυλινδεῖσθαι (Xen.).
    Roll out, v. trans.: Ar. ἐκκυλίνδειν.
    Roll out of: V. ἐκκυλίνδεσθαι (gen.).
    Time as it rolls on: V. οὑπιρρέων χρόνος.
    ——————
    subs.
    Swaying motion: Ar. and V. σλος, ὁ.
    Register: Ar. and P. κατλογος, ὁ.
    Records, archives: P. and V. λόγοι, οἱ, γράμματα, τά.
    Roll ( of drums): use V. κτύπος, ὁ (Eur., Bacch. 513).
    Roll of bread: use Ar. κόλλαβος, ὁ.

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Roll

  • 18 Sight

    subs.
    Power of seeing: P. and V. ὄψις, ἡ, πρόσοψις, ἡ.
    Eye: P. and V. ὀφθαλμός, ὁ, ὄψις, ἡ. ὄμμα, τό (Thuc. and Plat. but rare P.); see Eye.
    Range of sight: P. ἔποψις, ἡ.
    Have sight, v.: P. and V. ὁρᾶν, Ar. and V. βλέπειν.
    Recover one's sight: Ar. and P. ναβλέπειν (absol.).
    His sight is opened and male clear: V. ἐξωμμάτωται καὶ λελάμπρυνται κόρας (Soph., frag.).
    Spectacle: P. and V. θέα, ἡ, θέαμα, τό, θεωρία, ἡ, ὄψις, ἡ, V. πρόσοψις, ἡ (Eur., Or. 952).
    At sight, off-hand: P. and V. φαύλως; see off-hand.
    In sight, adj.: P. κάτοπτος, V. ἐπόψιος, προσόψιος.
    Be in sight, v.: P. and V. φαίνεσθαι; see Visible.
    In sight of, prep.: P. and V. ἐναντίον (gen.).
    Looking over, adj.: V. κατόψιος (gen.).
    Out of sight: V. ποπτος, Ar. and V. ἐξώπιος. V. ἐξώπιος (gen.).
    Come in sight: P. and V. εἰς ὄψιν ἔρχεσθαι.
    Lose sight of: see Overlook.
    Lose sight of land: P. ἀποκρύπτειν γῆν (Plat.).
    That I may not by passing from point to point lose sight of the present matter: P. ἵνα μὴ λόγον ἐκ λόγου λέγων τοῦ παρόντος ἐμαυτὸν ἐκκρούσω (Dem. 329).
    ——————
    v. trans.
    See Spy, See.

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Sight

  • 19 Vision

    subs.
    Power of sight: P. and V. ὄψις, ἡ, πρόσοψις, ἡ.
    Eye: P. and V. ὀφθαλμός, ὁ, ὄψις, ἡ, ὄμμα, τό (Thuc. and Plat. but rare P.).
    Range of sight: P. ἔποψις, ἡ.
    Spectacle: P. and V. θέα, ἡ, θέαμα, τό, θεωρία, ἡ, ὄψις, ἡ, V. πρόσοψις, ἡ (Eur., Or. 952).
    Apparition: P. and V. φάσμα, τό, εἰκών, ἡ, εἴδωλον, τό, φάντασμα, τό, V. σκιά, ἡ, ὄψις, ἡ, δόκησις, ἡ.
    Dream: P. and V. ὄναρ, τό; see Dream.
    Waking vision: P. and V. παρ, τό; see Plat. Rep. 574E.

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Vision

  • 20 Wild

    adj.
    Not cultivated: P. and V. ἄγριος (also of animals).
    Of country: P. ἄγροικος (Thuc. 3, 106).
    Desolate: P. and V. ἐρῆμος; see Desolate.
    Savage: P. and V. βάρβαρος, V. νήμερος.
    Fierce P. and V. ὠμός, ἄγριος, δεινός, σχέτλιος; see Savage.
    Mad: P. and V. μανιώδης: see Mad.
    Left at arge: P. and V. φετος, νειμένος.
    Beastlike: P. and V. θηριώδης.
    Ungovernable: Ar. and P. ἀκρατής, P. and V. κόλαστος, χλινος, νειμένος.
    Of passions: P. and V. ἄκρατος.
    Make wild, v. trans.: v. ἀγριοῦν, ἐξαγριοῦν.
    Be made wild: P. and V. ἀγριοῦσθαι (Xen. also Ar.), ἐξαγριοῦσθαι Plat.), παγριοῦσθαι (Plat.).
    Alas, brother, your eye grows wild: V. οἴμαι κασίγνητʼ ὄμμα σὸν ταράσσεται (Eur., Or. 253).

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Wild

См. также в других словарях:

  • ὄμμα — eye neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • όμμα — το (ΑΜ ὄμμα, ατος, Α και ὄθμα, αιολ. τ. ὄππα) 1. το αισθητήριο όργανο τής όρασης, ο οφθαλμός, το μάτι («τυφλὸς τά τ ὦτα, τόν τε νοῡν τα τ ὄμματ εἶ...», Σοφ.) 2. μτφ. οπή, δακτύλιος νεοελλ. 1. βλέμμα, ματιά 2. φρ. α) «τυφλοίς όμμασι» με τυφλή… …   Dictionary of Greek

  • Ὄμμα γὰρ δόμων νομίζω δεσπότου παρουσίαν. — См. Хозяйский глаз смотрок! …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • ὄμμ' — ὄμμα , ὄμμα eye neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀμμάτων — ὄμμα eye neut gen pl ὀμματόω furnish with eyes imperf ind act 3rd pl (doric aeolic) ὀμματόω furnish with eyes imperf ind act 1st sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὄμμασι — ὄμμα eye neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὄμμασιν — ὄμμα eye neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὄμματα — ὄμμα eye neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὄμματε — ὄμμα eye neut nom/voc/acc dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὄμματι — ὄμμα eye neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὄμματος — ὄμμα eye neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»