-
1 κρατιστεύω
κρατιστεύω, der Beste sein, sich als den Stärksten zeigen, übertreffen; λόγος κρατιστεύων Pind. frg. 172; ὦ κρατιστεύων κατ' ὄμμα wird Helios angeredet Soph. Trach. 102, d. i. der am besten sieht, Schol. νικῶν πάντας τοὺς ϑεοὺς κατὰ τὸ ὀπτικόν; in Prosa, Andoc. 3, 18; τῷ σώματι καὶ τῇ ψυχῇ κρατιστεύοντες Xen. Hem. 1, 4, 14; ἔν τινι, 2, 6, 26; καὶ τἆλλα κρατιστεύοντα αὐτὸν ἑώρων περὶ ἅπαντα ἑαυτῶν, daß er sie in allem Uebrigen übertreffe, Cyr. 1, 5, 1; Strab. 6, 4, 1 E. vrbdt κρατιστεύει ἐν ἀρετῇ τε καὶ μεγέϑει τὰ περιεστῶτα.
См. также в других словарях:
κρατιστεύω — (Α) [κράτιστος] 1. είμαι έξοχος, εξέχω, υπερέχω, είμαι ανώτερος (α. «λόγος κρατιστεύων», Πίνδ. β. «τῷ σώματι καὶ τῆ ψυχῆ κρατιστεύοντας», Ξεν.) 2. υπερτερώ, νικώ κάποιον («ἐν οἷς ἐκεῑνος τῶν ἡλικιωτῶν ἐκρατίστευε», Iσοκρ.) 3. (το αρσ. μτχ. ενεστ … Dictionary of Greek