-
1 ὀρσ-ύδρα
ὀρσ-ύδρα, ἡ, Wasserröhre (ὕδωρ), Eust. zu Od. 22, 126, δι' ἧς ὄρνυται ὕδωρ ὑψοῦ.
-
2 ὀρσύδρα
ὀρσ-ύδρα, ἡ, Wasserröhre
См. также в других словарях:
ορσύδρα — η (Α ὀρσύδρα) νεοελλ. σωλήνας προσαρμοσμένος στο εξωτερικό οικοδομής για την αποχέτευση τών νερών τής βροχής, υδρορρόη, λούκι αρχ. σωλήνας, με τον οποίο ανεβαίνει το νερό σε ύψος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀρσ(ο) , κατά τα σύνθ. σε ὀρσι (βλ. λ. όρνυμι) + υδρ … Dictionary of Greek