-
1 fureur
οργή -
2 wściekłość
οργή -
3 гнев
-а α.θυμός, οργή•вспышка -а ξέσπασμα οργής•
не помнить себя в -е γίνομαι έξω φρενών•
подпасть под чей-л. -πέφτω σε ε-ξοργισμένον•
навлечь на себя гнев επισύρω την οργή•
гнев божий οργή θεού•
воспламенить гнев ανάβω το θυμό•
сдерживать свой гнев συγκρατώ το θυμό•
излить свой гнев ξεσπώ το θυμό•
сменить гнев на милость ξεθυμώνω, μαλακώνω•
не во гнев будь сказано (με συγχωρείτε) δεν το είπα για να θυμώσετε.
-
4 гнев
-
5 ярость
ярость ж η οργή, η λύσσα· прийти в \ярость οργίζομαι* * *жη οργή, η λύσσαприйти́ в я́рость — οργίζομαι
-
6 азарт
-а α.1. έξαψη• οργή, παράφορα•в -е στην οργή.
2. πάθος, μανία. -
7 сердце
-а, πλθ. сердца, -дец, -дцамουδ.1. η καρδιά•сердце бьтся η καρδιά χτυπά•
порок –а ελλάττωμα της καρδιάς•
болезни -а καρδιακές παθήσεις•
биение -а ο παλμός (χτύπος) της καρδιάς, καρδιοχτύπι.
2. έδρα συναισθημάτων κ. παθών•сердце радуется η καρδιά χαίρεται (αγαλιάζει)•
я всё сказал, что было на -е όλα τα είπα, ό,τι είχα στην καρδιά (μέσα μου).
3. θυμός, οργή, εξόργιση.4. κέντρο•афины сердце - Греции η Αθήνα είναι η καρδιά της Ελλάδας.
εκφρ.в -ах – στο θυμό, στην οργή, όντας θυμωμένος, οργισμένος•от всего -а – μ όλη μου την καρδιά (ολόψυχα)•по -у ή по -у – κατά το γούστο, όπως αρέσει•с открытым -ем – ανοιχτόκαρδα, ειλικρινέστατα•с чистым -ем – με καθαρή την καρδιά (ειλικρινέστατα)•всем -ем – ολόκαρδα•сердце моё! – (επιφώνημα)• καρδούλα μου!•сердце болит (щемит, ноет, сжалось) – η καρδιά πονά, πιέζει, σφίγγει (από φόβο, θλίψη)•сердце падает (оборвалось или дрогнуло) у меня – μου κόπηκε η καρδιά μου ή το αίμα μου (τρόμαξα, ξαφνιάστηκα)•держать или иметь сердце на кого – κρατώ, έχω γινάτι για κάποιον•разбить сердце чь – συντρίβω την καρδιά κάποιου (καταθλίβω)•сорвать сердце на ком – ξεσπώ σε θυμό κατά κάποιου•брать (взять,хватать) за сердце – συναρπάζω, καταγοητεύω, εντυπωσιάζω πολύ, αιχμαλωτίζω, συγκινώ•принять (близко) к -у – συμπαθώ, πονώ, ενδιαφέρομαι, (τον, την κλπ.) έχω στην καρόιά μου•отлегло от -а – ξαλάφρωσε η καρδιά (από φόβο, ανησυχία, ταραχή). -
8 Fit
subs.Convulsion: P. and V. σπασμός, ὁ, V. σπαραγμός, ὁ, P. σφαδασμός, ὁ (Plat.).Sudden impulse: P. and V. ὁρμή, ἡ.Fit ( of illness); P. καταβολή, ἡ (gen.).When the fit of madness abates: V. ὅταν ἀνῇ νόσος μανίας (Eur., Or. 227).Perchance ( the people) may exhaust their fit of anger: V. ἴσως ἂν ἐκπνεύσειεν (ὁ δῆμος) (Eur., Or. 700).Do a thing in a fit of anger: P. ἡσσηθεὶς ὀργῇ πράσσειν τι (Plat., Leg. 868A).In a fit of passion: V. ὀργῇ χρώμενος (Soph., O.R. 1241).——————adj.Suitable: P. and V. ἐπιτήδειος, σύμφορος, πρόσφορος.Opportune: P. and V. καίριος, ἐπίκαιρος, V. εὔκαιρος.Becoming: P. and V. εὐπρεπής, πρέπων, προσήκων, σύμμετρος, εὐσχήμων, καθήκων, Ar. and P. πρεπώδης, V. ἐπεικώς, προσεικώς, συμπρεπής.Fit for, capable of: P. εὐφυής (πρός, acc. or εἰς, acc.).Worthy to: P. and V. ἄξιος (infin.).Think fit (to): P. and V. ἀξιοῦν (infin.), δικαιοῦν (infin.), Ar. and V. τλῆναι (infin.) ( 2nd aor. of τλᾶν), V. ἐπαξιοῦν (infin.), τολμᾶν.——————v. trans.Fasten, attach: V. ἁρμόζειν, καθαρμόζειν, P. and V. προσαρμόζειν.Fit out: see Equip.Fit together: P. and V. συναρμόζειν. V. intrans.Correspond: P. and V. συμβαίνειν, συμπίπτειν, V. συμβάλλεσθαι, συμπίτνειν; see Correspond.They put the stones together as each piece happened to fit: P. συνετίθεσαν (λίθους) ὡς ἕκαστον τι συμβαίνοι (Thuc. 4, 4).Of clothes; Ar. and P. ἁρμόζειν (absol. or with dat.).Well-fitting, adj.: V. εὔθετος.Like boxes fitting into one another: P. καθάπερ οἱ κάδοι οἱ εἰς ἀλλήλους ἁρμόζοντες (Plat., Rep. 616D).Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Fit
-
9 возмущенно
возмущ||еннонареч ἀγανακτισμένα, μέ ἀγανάκτηση, μέ ὀργή[ν], μέ θυμό[ν]. -
10 вспышка
вспышкаж1. ἡ ἀναλαμπή, ἡ λάμψη, τό φέγγος, ἡ ἀνάφλεξη·2. перен τό ξέσπασμα, ἡ ἔκρηξη [-ις], ἡ παραφορά/ ἡ ὀργή (гнева). -
11 гнев
гневм ἡ ὀργή, ὁ θυμός:вспышка \гнева ἡ ἔκρηξη ὁργής· излить свой \гнев на кого-л. ξεσπάω τό θυμό μου σέ κάποιον ◊ сменить \гнев на милость παύω νά θυμώνω, μαλακώνω. -
12 негодоваНние
негодова́Нниес ἡ ἀγανάκτηση [-ις] / ἡ ὀργή, ὁ θυμός (гнев):кипеть \негодоваНниением πνέω τά μένεα· прийти в \негодоваНние ἀγανακτῶ· привести в \негодоваНние ἐξοργίζω· с -нием μέ ἀγανάκτηση. -
13 озлобление
озло́б||лениес ἡ ἐχθρότητα, ἡ Εχθρα, ἡ ὀργή, ἡ ἀγριάδα, τό ἀχτι / ἡ κακία (злость). -
14 пропасть
пропа||сть Iсовх см. пропадать· \пропастьвший без вести ἐξαφανισθείς· ◊ \пропастьло дело! πάει χαμένη ἡ ὑπόθεση!· я \пропастьл! χάθηκα!· пиши \пропастьло! разг γράψε ἀλοίμονο!, βάψ° τά μαϋρα!· \пропастьди́ (он) пропадом! разг δέν πάει νά γκρεμιστεί!пропаст||ь II ж1. ἡ ἄβυσσος, τό χάσμα, τό βάραθρο[ν], ὁ κρημνός, ὁ γκρεμός:на краю \пропастьи στό χείλος τοῦ γκρεμοῦ·2. (множество) разг πλήθος, πληθώρα, ἀφθονία:там было \пропасть народу ἐκεῖ ήταν πλήθος κόσμου· ◊ тьфу, \пропастьΙ φτοῦ νά πάρει ἡ ὁργή! -
15 ярость
ярос||тьж ἡ λύσσα, ἡ μανία, ἡ ὁργή, τό φρένιασμα:вне себя от \яростьти φρενιασμένος, ἔξω φρενών с \яростьтью μανιασμένα, λυσσασμένα. я́рус м1. σειρά·2. театр. ὁ ἐξώστης:ло́жа (второго \яростьа θεωρείο στό δεύτερο ἐξώστη·3. геол. τό στρώμα, τό κοίτασμα. -
16 damn
[dæm] 1. verb1) (to sentence to unending punishment in hell: His soul is damned.) καταριέμαι2) (to cause to be condemned as bad, unacceptable etc: That film was damned by the critics.) καταδικάζω,αποδοκιμάζω2. interjection(expressing anger, irritation etc: Damn! I've forgotten my purse.) στην οργή!3. noun(something unimportant or of no value: It's not worth a damn; I don't give a damn! (= I don't care in the least).)- damned- damning -
17 exasperation
noun She hit the child in exasperation.) οργή -
18 fury
-
19 rage
[rei‹] 1. noun1) ((a fit of) violent anger: He flew into a rage; He shouted with rage.) οργή2) (violence; great force: the rage of the sea.) μανία, λύσσα2. verb1) (to act or shout in great anger: He raged at his secretary.) βάζω τις φωνές2) ((of wind, storms etc) to be violent; to blow with great force: The storm raged all night.) λυσσομανώ3) ((of battles, arguments etc) to be carried on with great violence: The battle raged for two whole days.) μαίνομαι4) ((of diseases etc) to spread quickly and affect many people: Fever was raging through the town.) απλώνομαι σαν τη φωτιά•- raging- all the rage
- the rage -
20 temper
['tempə] 1. noun1) (a state of mind; a mood or humour: He's in a bad temper.) (ψυχική) διάθεση2) (a tendency to become (unpleasant when) angry: He has a terrible temper.) ιδιοσυγκρασία, (εκρηκτικό) ταπεραμέντο3) (a state of anger: She's in a temper.) οργή, θυμός2. verb1) (to bring metal to the right degree of hardness by heating and cooling: The steel must be carefully tempered.) βάφω / ψήνω μέταλλο2) (to soften or make less severe: One must try to temper justice with mercy.) μετριάζω•- - tempered- keep one's temper
- lose one's temper
См. также в других словарях:
οργή — οργή, η και όργητα, η 1. σφοδρός ψυχικός ερεθισμός, ακράτητος θυμός για κάτι. 2. φρ., «Δίνω τόπο στην οργή», υποχωρώ, παραιτούμαι. «Θεού οργή», θεομηνία, καταστροφή … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ὀργή — natural impulse fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οργή — η (ΑΜ ὀργή) έντονη ψυχική διέγερση από κάτι δυσάρεστο ή προσβλητικό που εκδηλώνεται με βίαιη συμπεριφορά, η αγανάκτηση νεοελλ. φρ. α) «δίνω τόπο στην οργή» συγκρατώ τον θυμό μου και τα νεύρα μου, υποχωρώ β) «θεία οργή» ή «οργή θεού» μεγάλη… … Dictionary of Greek
ὀργῇ — ὀργάω to be getting ready to bear pres subj mp 2nd sg (doric) ὀργάω to be getting ready to bear pres ind mp 2nd sg (doric) ὀργάω to be getting ready to bear pres subj act 3rd sg (doric) ὀργάω to be getting ready to bear pres ind act 3rd sg… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ὀργὴ φιλούντων ὀλίγον ἰσχύει χρόνον. — ὀργὴ φιλούντων ὀλίγον ἰσχύει χρόνον. См. Милые бранятся, только тешатся … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
Ὀργῆ — Ὀργεύς masc nom/voc/acc dual Ὀργεύς masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ὀργῇ — Ὀργῆι , Ὀργεύς masc dat sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀργῆι — ὀργῇ , ὀργάω to be getting ready to bear pres subj mp 2nd sg (doric) ὀργῇ , ὀργάω to be getting ready to bear pres ind mp 2nd sg (doric) ὀργῇ , ὀργάω to be getting ready to bear pres subj act 3rd sg (doric) ὀργῇ , ὀργάω to be getting ready to… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀργαῖς — ὀργή natural impulse fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀργαί — ὀργή natural impulse fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀργήν — ὀργή natural impulse fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)