Перевод: со всех языков на греческий

с греческого на все языки

ὀργή

  • 21 wrath

    [roƟ, ]( American[) ræƟ]
    (violent anger.) οργή

    English-Greek dictionary > wrath

  • 22 гнев

    [γκνιέφ] ουσ. α οργή

    Русско-греческий новый словарь > гнев

  • 23 гнев

    [γκνιέφ] ουσ α οργή

    Русско-эллинский словарь > гнев

  • 24 вгорячах

    επίρ.
    (απλ.) πάνω στο θυμό,στην οργή, στην παράφορα.

    Большой русско-греческий словарь > вгорячах

  • 25 взбесить

    взбешу, взбесишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. взбешенный, βρ: -шен, -шена, -о; ρ.σ.μ.
    λυσσιάζω, μανιάζω, μανιώνω.
    μτφ. με πιάνει μεγάλη οργή, πάθος, επιθυμία.

    Большой русско-греческий словарь > взбесить

  • 26 возмущение

    ουδ.
    1. θόλωμα, -ση.
    2. αγανάκτηση, δυσανασχέτηση, οργή, ψυχική ταραχή.
    3. παλ. εξέγερση, στάση. ή. (αστρν.) διατάραξη (των ουρανίων σωμάτων).

    Большой русско-греческий словарь > возмущение

  • 27 вызвать

    -зову, -зовешь, ρ.σ.μ.
    1. καλώ, φωνάζω•

    вызвать из дому φωνάζω να βγει από το σπίτι•

    вызвать в суд κλητεύω.

    || (ξανα)βγάζω στη σκηνή•

    -ли певца аплодисментами με τα χειροκροτήματα έβγαλαν τον τραγουδιστή στη σκηνή.

    2. καλώ•

    вызвать на соревнование καλώ σέ άμιλλα.

    3. προκαλώ, προξενώ•

    вызвать радость προξενώ χαρά. -насмешки προξενώ τα γέλια•

    вызвать гнев προκαλώ την οργή•

    вызвать аппетит ανοίγω την όρεξη•

    вызвать подозрение εγείρω υποψίες•

    вызвать в память ανακαλώ στη μνήμη•

    вызвать замешательство προξενώ σύγχυση.

    || σηκώνω•

    учитель -ал ученика к доске ο δάσκαλος σήκωσε το μαθητή στον πίνακα•

    это может вызвать взрыв αυτό μπορεί να, προξενήσει έκρηξη.

    καλούμαι• προσφέρομαι.

    Большой русско-греческий словарь > вызвать

  • 28 гореть

    -рю, -ришь, ρ.δ.
    1. καίγομαι•

    дрова -ят в печке τα καυσόξυλα καίγονται στη θερμάστρα•

    дом -ит το σπίτι καίγεται.

    || καίω, είμαι αναμμένος•

    печка -ит η θερμάστρα καίει•

    лампа -ит η λάμπα καίει (φωτίζει).

    2. φλέγομαι, ψήνομαι•

    ребенок -ит гореть температура 40 το παιδάκι ψήνεται από τον πυρετό, εχει 40 βαθμούς.

    3. κοκκινίζω, ερυθριώ•

    я -рю от стыда κατακοκκινίζω από ντροπή•

    уши -ят τα αυτιά καίνε (κοκκινίζουν)•

    лицо -ит το πρόσωπο καίει (κοκκινίζει).

    4. καταλαμβάνομαι από δυνατό πάθος, αίσθημα, οργή κλπ., ανάβω, φλέγομαι, καίγομαι.
    5. αστράφτω, στραφταλίζω, λάμπω.
    6. σαπίζω, χαλνώ (από υγρασία και μη αερισμό)•

    мокрое сено -ит в стогах το βρεγμένο χόρτο σαπίζει στις θημωνιές.

    7. φθείρομαι, χαλνώ, αχρηστεύομαι(για ενδύματα, υποδήματα).
    8. βγαίνω από το παιγνίδι, καίγομαι.
    εκφρ.
    - ит трава под ногами – φωτιές (σπίθες) βγάζουν (πετούν) τα πόδια του (για ταχύποδα)•
    земля -ит под ногами – κάθεται σ’αναμμένα κάρβουνα (είναι έτοιμος να φύγει, ανυπομονεί να το σκάσει• τρέχει ολοταχώς)•
    не -ит – δεν είναι καμιά βία, δε μας κυνήγα κανένας•
    дело (работаκ.τ.τ.) -ит в руках у кого τον βλέπει η δουλειά και τον φοβάται ή την πιάνει η ζάλη (για δουλευταρά).

    Большой русско-греческий словарь > гореть

  • 29 досада

    θ.
    πείσμα, αγανάκτηση, θλιψοργή, θλίψη• πίκρα, κακό•

    выместить на ком свою -у ξεσπώ σε κάποιον•

    подавить -у πνίγω την οργή•

    скрывать свою -у κάνω τον αδιάφορο, κρύβω τη θλιψοργή•

    сдерживать -у συγκρατώ το πείσμα•

    треснуть с -ы σκάζω από το κακό μου•

    он заплакал от -ы αυτός έκλαψε από το κακό του•

    какая досада ! τι κακό!•

    что за -! τί κακό ειν' αυτό!

    Большой русско-греческий словарь > досада

  • 30 жёлчь

    θ.
    χολή. || θυμός, οργή, χόλος•

    излить жёлчь ξεσπώ το θυμό μου, ξεθυμαίνω.

    Большой русско-греческий словарь > жёлчь

  • 31 желчь

    θ.
    χολή. || θυμός, οργή, χόλος•

    излить желчь ξεσπώ το θυμό μου, ξεθυμαίνω.

    Большой русско-греческий словарь > желчь

  • 32 задор

    α.
    ένθερμος ζήλος, ζέση, θέρμη, φλόγα• διακαής πόθος• πάθος, μένος•

    с юношеским -ом με νεανική φλόγα•

    полемический -πολεμικό μένος•

    войти в задор εμφορούμαι (κατέχομαι) από ζήλο.

    || οργή, παράφορα, θυμός.
    α.
    βλ. задорина.

    Большой русско-греческий словарь > задор

  • 33 злоба

    θ.
    κακία, μοχθηρία, μνησικακία•

    питать -у против кого-н. τρέφω κακία για κάποιον•

    затаить -у κρύβω την κακία.

    εκφρ.
    злоба дня – το κύρι,ο θέμα της μέρας•
    на -у дня – το φλέγον ζήτημα•
    дышать -ой – σκάζω από το•
    иаио, – πνίγομαι από την οργή.

    Большой русско-греческий словарь > злоба

  • 34 ключ

    α.
    1. κλειδί•

    запереть дверь на ключ κλείνω την πόρτα με το κλειδί•

    воровской ключ αντικλείδι.

    2. κλειδί κοχλίωσης και αποκοχλίωσης•

    французский ключ γαλλικό κλειδί•

    торцевой ключ κοίλο κλειδί περικοχλίων ή κουφωτό κλειδί.

    || κλειδί χορδότονο.
    3. μέσο προς λύση. || οδηγός για αποκάλυψη μυστικών ή αγνώστων.
    4. οχυρή (δεσπόζουσα) τοποθεσία.
    5. χειριστήριο τηλέγραφου, πομπός.
    6. (μουσ.) γνώμονας•

    скрипичный ключ γνώμονας του σολ•

    басовый ключ γνώμονας του φα.

    7. (αρχτ.) ο κεντρικός σφηνόλιθος τόξου, θόλου, αψίδας.
    εκφρ.
    ключ к шифру – κλειδί κρυπτογραφικού κώδικα.
    α.
    πηγή, βρύση.
    εκφρ.
    бить (ή кипеть) -ом – α) αναβλύζω, β) μτφ. ξεσπώ (για θυμό, οργή κ.τ.τ.).

    Большой русско-греческий словарь > ключ

  • 35 навлечь

    -влеку, -влечшь, -влекут, παρλθ. χρ. навлк
    -влекла, -ло, μτχ. παρλθ. χρ. навлкший, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. навлеченный, βρ: -чен, -чена, -чено
    ρ.σ.μ.
    επισύρω, διεγείρω, κινώ, προκαλώ, προσελκύω, τραβώ•

    на себя подозрение κινώ την υποψία•

    навлечь гнев кого-л. διεγείρω την οργή κάποιου•

    навлечь на себя стыд и позор επισύρω εναντίον μου την ντροπή και το αίσχος.

    Большой русско-греческий словарь > навлечь

  • 36 неладный

    επ., βρ: -ден, -дна, -дно.
    1. κακός, άσχημος, όχι όπως πρέπει ανώμαλος, αντικανονικός•

    что—то -ое произошло κάτι το δυσάρεστο συνέβηκε.

    2. άγαρμπος, κακοφτιαγμένος.
    εκφρ.
    будь он -ден – να τον πάρει ο διάβολος ή να πάει στην οργή κακή του μέρα.

    Большой русско-греческий словарь > неладный

  • 37 опала

    θ.
    θυμός, οργή, ασπλαχνία του τσάρου προς τους βογιάρους, προύχοντες. || δυσμένεια, εναντίωση.

    Большой русско-греческий словарь > опала

  • 38 отходчивый

    επ., βρ: -чив, -а, -о
    περαστικός, κατευναστικός, που παρέρχεται εύκολα (θυμός, οργή κ.τ.τ.).

    Большой русско-греческий словарь > отходчивый

  • 39 пропасть

    θ.
    1. βάραθρο• άβυσσος• χάσμα•

    бездонная пропасть απύθμενο χάσμα άβυσσος.

    || γκρεμός, κρημνός•

    быть на краю -и είμαι στην άκρη (στο χείλος) του γκρεμού.

    2. μτφ. αγεφύρωτο χάσμα (το ασυμβίβαστο απόψεων, διαφορών κ.τ.τ.).
    3. πλήθος μεγάλο• μελίσσι, εσμός• τεράστια ποσότητα.• σωρός•

    пропасть народа μεγάλη πολυκοσμία, κοσμοπλημμύρα, ανθρωποθάλασσα.• у него пропасть врагов αυτός έχει ένα σωρό εχθρούς•

    в комнате была пропасть муссору στο δωμάτιο ήταν σωρός τα σκουπίδια.

    4. επιφ. να παρ η οργή! αθεόφοβε! χαμένο κορμί.
    εκφρ.
    пропасть и нет – δε θα χαθείς, δε θα σκοτωθείς ή δε θα πέσεις από το γκρεμό.
    -паду, -падшь, παρλθ. χρ. пропал
    -ла, -ло, μτχ. παρλθ. χρ. пропавший ρ. σ.
    1. χάνομαι, εξαφανίζομαι, γίνομαι άφαντος, εκλείπω•

    -ло письмо χάθηκε το γράμμα•

    у меня -ла собака έχασα το σκυλί•

    всё -ло όλα χάθηκαν, το παν χάθηκε.

    2. κρύβομαι• δε φαίνομαι ή δεν ακούομαι•

    -ли горы χάθηκαν τα βουνά•

    голоса -ли вдали οι φωνές χάθηκαν(έσβησαν) μακριά.

    || αργώ να επιστρέψω•

    он ушл и -ал на неделю αυτός έφυγε και χάθηκε για μια βδομάδα•

    где ты -ал? που χάθηκες; τι έγινες; που ήσουν;

    3. καταστρέφομαι•

    цветы -ли от мороза τα λουλούδια καταστράφηκαν από τον πάγο.

    || φονεύομαι, σκοτώνομαι, χάνομαι•

    сын его -ал в войне το παιδί του χάθηκε στον πόλεμο.

    4. παραμένω ανώφελος, άκαρπος•

    -дут мой труды θα πάνε χαμένες οι εργασίες μου (οι κόποι μου).

    εκφρ.
    пропасть даром (попусту) – χάνομαι άδικα.• пиши -ло πες πως χάθηκε.

    Большой русско-греческий словарь > пропасть

  • 40 раздражение

    ους.
    1. ερεθισμός•

    раздражение кожи ερεθισμός του δέρματος•

    раздражение нерва ερεθισμός του νεύρου•

    острое раздражение οξύς ερεθισμός, εξε-ρεθισμός.

    2. θύμωμα, έξαψη, εξόργιση• αγρίεμα• νευρίασμα, εκνευρισμός•

    сказать с -ем λέγω θυμωμένα•

    прийти в раздражение θυμώνω, εξοργίζομαι•

    в -и στο θυμό, στην οργή.

    Большой русско-греческий словарь > раздражение

См. также в других словарях:

  • οργή — οργή, η και όργητα, η 1. σφοδρός ψυχικός ερεθισμός, ακράτητος θυμός για κάτι. 2. φρ., «Δίνω τόπο στην οργή», υποχωρώ, παραιτούμαι. «Θεού οργή», θεομηνία, καταστροφή …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ὀργή — natural impulse fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οργή — η (ΑΜ ὀργή) έντονη ψυχική διέγερση από κάτι δυσάρεστο ή προσβλητικό που εκδηλώνεται με βίαιη συμπεριφορά, η αγανάκτηση νεοελλ. φρ. α) «δίνω τόπο στην οργή» συγκρατώ τον θυμό μου και τα νεύρα μου, υποχωρώ β) «θεία οργή» ή «οργή θεού» μεγάλη… …   Dictionary of Greek

  • ὀργῇ — ὀργάω to be getting ready to bear pres subj mp 2nd sg (doric) ὀργάω to be getting ready to bear pres ind mp 2nd sg (doric) ὀργάω to be getting ready to bear pres subj act 3rd sg (doric) ὀργάω to be getting ready to bear pres ind act 3rd sg… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ὀργὴ φιλούντων ὀλίγον ἰσχύει χρόνον. — ὀργὴ φιλούντων ὀλίγον ἰσχύει χρόνον. См. Милые бранятся, только тешатся …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • Ὀργῆ — Ὀργεύς masc nom/voc/acc dual Ὀργεύς masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ὀργῇ — Ὀργῆι , Ὀργεύς masc dat sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀργῆι — ὀργῇ , ὀργάω to be getting ready to bear pres subj mp 2nd sg (doric) ὀργῇ , ὀργάω to be getting ready to bear pres ind mp 2nd sg (doric) ὀργῇ , ὀργάω to be getting ready to bear pres subj act 3rd sg (doric) ὀργῇ , ὀργάω to be getting ready to… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀργαῖς — ὀργή natural impulse fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀργαί — ὀργή natural impulse fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀργήν — ὀργή natural impulse fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»