-
1 ἴαμνοι
ἴαμνοι, οἱ, = ἰαμεναί, Niederungen, χλοάοντες Nic. Th. 30, ϑρυόεντες Αἰγύπτου ib. 200, λάσιοι 901; auch Nonn. D. 12, 346.
-
2 ἴαμνοι
ἴαμνοι, οἱ, Niederungen -
3 θρυόεις
θρυόεις, Αἰγύπτοιο ἴαμνοι Nic. Th. 200, binsenreich. Vgl. Θρυόεσσα.
-
4 θρυόεις
θρυόεις, Αἰγύπτοιο ἴαμνοι, binsenreich
См. также в других словарях:
ίαμνοι — ἴαμνοι και ἰαμνοί, οἱ (Α) ειαμεναί*. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. ιαμεναί] … Dictionary of Greek
ιαμεναί — ἰαμεναί, αἱ (Α) ειαμεναί*. λιβάδια με άφθονη βλάστηση σε τόπους υγρούς, κοντά σε βάλτους. [ΕΤΥΜΟΛ. Τόσο ο τ. ιαμεναί όσο και ο τ. ίαμνοι είναι διαφορετικές γραφές τού ειαμενή, αί και άγνωστης ετυμολ. Πρόκειται πιθ. για ουσιαστικοποιημένη μτχ.… … Dictionary of Greek