-
1 ἱππό-δρομος
ἱππό-δρομος, ὁ, Rennbahn für das Pferderennen od. das Wettfahren; Il. 23, 330; Plat. Critia. 117 c; Sp., wie Pol. 7, 17, 2; – komisch τῆς μαγειρικῆς Posidip. bei Ath. IX, 377 b. – Vgl. Paus. 6, 20 über den olympischen Hippodromus.
-
2 ἱππο-δρόμος
ἱππο-δρόμος, ὁ, der Pferderenner, eine sicilische Art leichter Reiterei, Her. 7, 158.
-
3 ἱππόδρομος
ἱππό-δρομος, ὁ,2 race-course for chariots, Pl.Criti. 117c, D.47.53; at Olympia, Paus. 6.20.15; at Delphi, SIG636.24 (ii B.C.); at Andania, IG5(1).1390.31; at Rome, the circus, D.H.1.79; ὁ μέγας ἱ.,= circus maximus, Id.5.36, Mon.Anc.Gr.10.8: comic metaph.,ἱ. οὗτός ἐστί σου μαγειρικῆς Posidipp.26.23
.II [full] ἱπποδρόμος, ὁ, light horseman,ἱ. ψιλοί Hdt. 7.158
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἱππόδρομος
-
4 ἱππόδρομος
ἱππό-δρομος: course for chariots, Il. 23.330.A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > ἱππόδρομος
-
5 ἱππόδρομος
ἱππό-δρομος, ὁ, Rennbahn für das Pferderennen od. das Wettfahren -
6 ἱπποδρόμος
ἱππο-δρόμος, ὁ, der Pferderenner, eine sicilische Art leichter Reiterei -
7 ιπποδρομος
I.ὅ ( в Сицилии) конник, конный солдатἱπποδρόμοι ψιλοί Her. — гипподромы, легковооруженная конница
II. -
8 бег
бег м 1) о δρόμος, το τρέξι μο \бег на короткие (на длинные) дистанции о δρόμος ταχύτητας (αντοχής); \бег с барьерами о δρόμος μετ' εμπο δίων марафонский \бег о μαρα θώνιος (δρόμος) \бег на сто метров о δρόμος εκατό μέτρων 2) мн.: бега οι αγώνες ιππο δρομιών, οι κούρσες* * *м1) ο δρόμος, το τρέξιμοбег на коро́ткие (на дли́нные) диста́нции — ο δρόμος ταχύτητας (αντοχής)
бег с барье́рами — ο δρόμος μετ' εμποδίων
марафо́нский бег — ο μαραθώνιος (δρόμος)
бег на сто ме́тров — ο δρόμος εκατό μέτρων
2) мн.бега́ — οι αγώνες ιπποδρομιών, οι κούρσες
См. также в других словарях:
κελαδοδρόμος — κελαδοδρόμος, ον (Α) (ως επίθ. τής Αρτέμιδος) αυτή που τρέχει με θόρυβο. [ΕΤΥΜΟΛ. < κέλαδος + δρόμος (< δρόμος), πρβλ. ελικο δρόμος, ιππο δρόμος] … Dictionary of Greek
λεμβοδρόμος — ο, η αυτός που μετέχει σε λεμβοδρομία. [ΕΤΥΜΟΛ. < λέμβος + δρόμος (< δρόμος), πρβλ. αρματο δρόμος, ιππο δρόμος] … Dictionary of Greek
νερτεροδρόμος — νερτεροδρόμος, ὁ (Α) άγγελος τού Άδη, αγγελιαφόρος τών νεκρών. [ΕΤΥΜΟΛ. < νερτεροι «νεκροί» + δρόμος (< δρόμος), πρβλ. ιππο δρόμος, κυματο δρόμος] … Dictionary of Greek
σκυλακοδρόμος — ον, Α φρ. «σκυλακοδρόμος ὥρα» η εποχή τών κυνικών καυμάτων, τής πολύ μεγάλης ζέστης, τού καύσωνα. [ΕΤΥΜΟΛ. < σκύλαξ, ακος «μικρός σκύλος» + δρόμος (< δρόμος), πρβλ. ἱππο δρόμος] … Dictionary of Greek
νεόδρομος — νεόδρομος, ον (Α) αυτός που πρόσφατα έφυγε τρεχάτος. [ΕΤΥΜΟΛ. < νε(ο) * + δρόμος (πρβλ. ιππό δρομος)] … Dictionary of Greek
ипподро́м — а, м. Место для конских бегов и скачек. [греч. ‛ιπποδρομος] … Малый академический словарь
ιπποδρομομανώ — ἱππόδρομομανῶ, έω (Μ) έχω μανία για ιππόδρομο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἱππό δρομος + μανῶ (< μανής < μαίνομαι), πρβλ. γυναι μανής, ορνιθο μανής] … Dictionary of Greek
ιππικός — ή, ό (ΑΜ ἱππικός, ή, όν) [ίππος] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε ίππο (α. «ιππικές γνώσεις» β. «ιππικά οχήματα», Σοφ.) 2. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε ιππέα (α. «ιππικές ασκήσεις» β. «ἱππικὸς δρόμος», Σοφ.) 3. το ουδ. ως ουσ. το ιππικό(ν) … Dictionary of Greek
καβάλα — Πόλη (υψόμ. 53 μ., 58.663 κάτ.) και λιμάνι της Μακεδονίας, πρωτεύουσα του νομού Κ. και έδρα του ομώνυμου δήμου. Η Κ. είναι χτισμένη αμφιθεατρικά –ο αρχικός πυρήνας της πόλης είναι χτισμένος σε δύο λόφους, που τους ενώνει το παλιό μνημειώδες… … Dictionary of Greek
κυνοδρομώ — κυνοδρομῶ, έω (Α) 1. τρέχω ή κυνηγώ με σκυλιά 2. μτφ. τρέχω σαν σκύλος («ἐκυνοδρομοῡμεν ἀλλήλους ζητοῡντες», Ξεν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κυν(ο)* + δρομῶ (< δρόμος < δρόμος), πρβλ. ιππο δρομώ, ταχυ δρομώ] … Dictionary of Greek
νεκροδρομία — νεκροδρομία, ἡ (Α) η πορεία τών νεκρών προς τον Άδη. [ΕΤΥΜΟΛ. < νεκρ(ο) * + δρομία (< δρόμος < δρόμος), πρβλ. ιππο δρομία, κυνο δρομία] … Dictionary of Greek