Перевод: с русского на греческий

с греческого на русский

ἰσάζω

  • 1 одергивать

    одергивать
    несов
    1. (платье и т. п.) τακτοποιώ, διορθώνω, ίσάζω·
    2. (кого-л.) перен разг ἀποστομώνω, ἀποπαίρνω, σταματώ.

    Русско-новогреческий словарь > одергивать

  • 2 ровнять

    ровнять
    несов ἐξομαλύνω, ίσάζω, ἰσοπεδώνω / εὐθυγραμμώ (по прямой).

    Русско-новогреческий словарь > ровнять

  • 3 править

    -влю, -вишь, μτχ. ενεστ. правящий
    ρ.δ.
    1. κυβερνώ, διοικώ, διευθύνω διαφεντεύω κουμαντάρω.
    2. οδηγώ χειρίζομαι•

    править рулм πηδαλιουχώ•

    править лошадьми οδηγώ τα άλογα•

    править машиной οδηγώ το αυτοκίνητο•

    править вожжами κρατώ ταχαλινά, χαλιναγωγώ.

    || παλ. κάνω, εκτελώ.
    -влю, -вишь ρ.δ.
    1. διορθώνω•

    править рукопись διορθώνω το χειρόγραφο•

    править ошибки διορθώνω τα λάθη•

    править гранки διορθώνω τα δοκίμια.

    2. ισάζω, ισώνω, ομαλύνω λειαίνω. || ακονίζω, τροχίζω.
    1. διορθώνομαι.
    2. ομαλύνομαι, γίνομαι ίσος λειαίνομαι.

    Большой русско-греческий словарь > править

  • 4 развернуть

    -ну, -ншь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. разврнутый, βρ: -нут, -а, -о ρ.σ.μ.
    1. ξετυλίγω• ξεδιπλώνω• αναπτύσσω• απλώνω•

    бумагу, ковр ξετυλίγω το χαρτί, το χαλί•

    развернуть знамя ξεδιπλώνω τη σημαία•

    деревья -ли почки τα δέντρα έβγαλαν μπουμπούκια (μπουμπούκιασαν).

    || ανοίγω•

    развернуть книгу ανοίγω το βιβλίο•

    развернуть салфетку ανοίγω (ξεδιπλώνω) το πετσετάκι•

    развернуть паруса ανοίγω τα πανιά (ιστία).

    2. ισάζω, ισώνω, κάνω ευθύ•

    развернуть плечи ισώνω τους ώμους.

    3. (στρατ.) αναπτύσσω• παίρνω διατάξεις μάχης•

    развернуть колонну при наступлении αναπτύσσω τη φάλαγγα σε διάταξη επίθεσης.

    4. (στρατ.) μετασχηματίζω, μετατρέπω•

    развернуть бригаду в дивизию μετασχηματίζω την ταξιαρχία σε μεραρχία.

    5. δημιουργώ, φτιάχνω πρόχειρα.
    6. μτφ. αυξαίνω, μεγαλώνω•

    развернуть все свои силы αναπτύσσω όλες τις δυνάμεις μου•

    он блестяще -ул свой талант αυτός λαμπρά ανέπτυξε το ταλέντο του•

    развернуть социалистическое соревнование αναπτύσσω πλέρια τη σοσιαλιστική άμιλλα.

    7. μτφ. εκθέτω λεπτομερώς•

    развернуть план αναπτύσσω λεπτομερώς το σχέδιο.

    1. ξετυλίγομαι• ξεδιπλώνομαι. || ανοίγομαι (στον αέρα). || ανοίγομαι, χωρίζω•

    книга -лась в ин-терсном месте το βιβλίο άνοιξε σε ενδιαφέρον μέρος (σελίδα)•

    покупки -лись τα ψώνια ανοίχτηκαν.

    2. (στρατ.) μετασχηματίζομαι, μετατρέπομαι•

    полк -лся в бригаду το σύνταγμα μετασχηματίστηκε σε ταξιαρχία.

    3. εκτείνομαι, ξαπλώνομαι, ξανοίγομαι• αναπτύσσομαι.
    4. μτφ. προβάλλω, εμφανίζω, δείχνω (τον εαυτό μου, δυνάμεις μου, ικανότητες κ.τ.τ.).
    φέρνομαι ελεύθερα, ξανοίγομαι, δε συστέλλομαι.
    5. αναπτύσσομαι πολύ.
    6. στρίβω, στρέφω, κάνω στροφή, γυρίζω.
    7. (απλ.) βλ. размахнуться.

    Большой русско-греческий словарь > развернуть

  • 5 рихтовать

    -тую, -туешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. рихтованный, βρ: -ван, -а, -о
    ευθύνω, ισάζω, ισώνω, ευθειάζω, ευθειοποιώ.
    —ся ι,σώνομαι, ευθειάζομαι κλπ. ρ. ενεργ. φ.

    Большой русско-греческий словарь > рихтовать

  • 6 ровнять

    ρ.δ. μ, ισώνω, ισάζω, ομαλύνω, ισοπεδώνω, επιπεδώνω• ευθειοποιώ• ευθυγραμμίζω.
    1. ομαλύνομαι, ισοπεδώνομαι κλπ. ρ. ενεργ. φ.
    2. ζυγίζομαι, στοιχίζομαι, ευθυγραμμίζομαι (κατά τη σύνταξη τμήματος).
    3. μτφ. εξισώνομαι, ευθυγραμμίζομαι με κάποιον.

    Большой русско-греческий словарь > ровнять

  • 7 спрямишь

    -млю, -мишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. спрямленный, βρ: -лен, -лена, -лено
    ρ.σ.μ.
    ισάζω, ισώνω, ευθύνω, ευθειοποιω• ευθυγραμμίζω.

    Большой русско-греческий словарь > спрямишь

  • 8 углаживать

    ρ.δ.
    βλ. угладить.
    ομαλύνομαι, ισάζω, ισοπεδώνομαι.

    Большой русско-греческий словарь > углаживать

  • 9 уездить

    узжу, уездишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. уезженный, βρ: -жен, -а, -о ρ.σ.μ. (απλ.) ομαλύνω, ισάζω, στρώνω πατώντας•

    уездить дорогу στρώνω το δρόμο (με συχνές διαδρομές)..

    καταταλαιπωρώ με τις διαδρομές•

    уездить лошадей καταταλαιπωρώ τα άλογα (με τις πολλές διαδρομές).

    πατιέμαι, ισιάζω, στρώνομαι. || ταλαιπωρούμαι, κουράζομαι από τ ις διαδρομές.

    Большой русско-греческий словарь > уездить

См. также в других словарях:

  • ἰσάζω — make equal pres subj act 1st sg ἰσάζω make equal pres ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ισάζω — και ισιάζω ίσιασα και ίσιαξα 1. ευθυγραμμίζω. 2. μτφ., εξομαλύνω, τακτοποιώ: Ισιάζω το χωράφι για να σπείρω. – Ίσιασε τη γραβάτα σου. 3. αμτβ., εξομαλύνομαι: Θα ισιάσουν τα πράγματα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ισάζω — και ισιάζω και σιάζω και σάζω (ΑΜ ἰσάζω, Μ και σάζω, ἐσιάζω, ἰσιάζω, σιάζω) βλ. σιάζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἴσος. Ο τ. σιάζω είτε < ἰσάζω με επίδραση τού ἴσιος είτε απευθείας από το ἴσιος, με σίγηση τού προτονικού (στο ρήμα) φωνήεντος ι (πρβλ.… …   Dictionary of Greek

  • ἰσάζῃ — ἰσάζω make equal pres subj mp 2nd sg ἰσάζω make equal pres ind mp 2nd sg ἰσάζω make equal pres subj act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἰσάσῃ — ἰσάζω make equal aor subj mid 2nd sg ἰσάζω make equal aor subj act 3rd sg ἰσάζω make equal fut ind mid 2nd sg ἰσά̱σῃ , οἶδα see pres part act fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἰσῶν — ἰσάζω make equal fut part act masc voc sg ἰσάζω make equal fut part act neut nom/voc/acc sg ἰσάζω make equal fut part act masc nom sg (attic epic ionic) ἰσόω make equal pres part act masc voc sg (doric aeolic) ἰσόω make equal pres part act neut… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἰσαζομένων — ἰσάζω make equal pres part mp fem gen pl ἰσάζω make equal pres part mp masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἰσαζόμενον — ἰσάζω make equal pres part mp masc acc sg ἰσάζω make equal pres part mp neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἰσαζόντων — ἰσάζω make equal pres part act masc/neut gen pl ἰσάζω make equal pres imperat act 3rd pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἰσασθέντα — ἰσάζω make equal aor part pass neut nom/voc/acc pl ἰσάζω make equal aor part pass masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἰσάζει — ἰσάζω make equal pres ind mp 2nd sg ἰσάζω make equal pres ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»