-
1 ручной
ручной 1) του χεριού; \ручнойые часы το ρολόι του χεριού 2) (о работе и т. η.) χειροποίητος* \ручнойая работа το χειροτέχνημα; \ручнойая вышивка το εργόχειρο, το κέντημα 3) (приручённый ) ήμερος* * *1) του χεριούручны́е часы́ — το ρολόι του χεριού
2) (о работе и т. п.) χειροποίητοςручна́я рабо́та — το χειροτέχνημα
ручна́я вы́шивка — το εργόχειρο, το κέντημα
3) ( приручённый) ήμερος -
2 ананас
бот. 1. (плод) о ανανάς 2. (дерево) το δέντρο ανανάςη ήμερος ανανάσσαРусско-греческий словарь научных и технических терминов > ананас
-
3 огурец
бот. πέπων ο ήμερος, разг. το αγγούρι.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > огурец
-
4 шафран
1. (растение рода крокус) κρόκος о ήμεροςτο σαφράνι2. (сорт яблони) είδος μηλιάς με κίτρινα μήλα και χνουδωτή φλούδα.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > шафран
-
5 ручной
ручн||ойприл1. τοῦ χεριοῦ, τής χειρός:\ручнойые часы τό ρολόι τοῦ χεριοῦ· \ручнойо́е полотенце ἡ πετσέτα γιά τά χέρια·2. (производимый руками) χειροποίητος:\ручнойа́я работа τό χειροτέχνημα, χειροποίητη ἐργασία· \ручнойа́я вышивка τό κέντημα, τό πλουμίδν3. (приводимый β действие руками) χειροκίνητος:\ручнойа́я мельница ὁ χειρόμυλος, ὁ χερόμυλος· \ручнойа́я швейная машина ἡ χειροκίνητη ραπτομηχανή, ἡ ραπτομηχανή τοῦ χεριοῦ-\ручнойая тележка τό χειραμάξι[ον], τό καρ-ροτσάκι· \ручнойа́я граната воен. ἡ χειροβομ-βίδα [-ίς]· \ручной тормоз τό χερόφρενο·4. (о багаже):\ручнойа́я кладь οἱ ἀποσκευές, οἱ μικροαποσκευές· \ручнойа́я корзина τό ζεμπίλι, τό καλάδι·5. (прирученный) ἐξημερωμένος, δαμασμένος, ήμερος:\ручной медведь ἡ ἐξημερωμένη ἀρκοῦδα· ◊ \ручнойа́я продажа а) (на улице) ἡ πώληση στό δρόμο, б) (в аптеке) ἡ πώληση χωρίς συνταγή· \ручнойые кандалы οἱ χειροπέδες. -
6 ягиеиок
ягиеиокм τό ἀρνάκι, ὁ ἀμνός; кроткий как \ягиеиок ήμερος σάν ἀρνάκι. -
7 tame
[teim] 1. adjective1) ((of animals) used to living with people; not wild or dangerous: He kept a tame bear as a pet.) ήμερος, εξημερωμένος2) (dull; not exciting: My job is very tame.) ανιαρός, ρουτινιέρικος2. verb(to make tame: It is impossible to tame some animals.) εξημερώνω- tamely- tameness
- tameable -
8 домашний
-яя, -ее, επ.1. σπιτίσιος, σπιτικός, οικιακός, οικείος•домашний телефон τηλέφωνο του σπιτιού•
домашний адрес η διεύθυνση του σπιτιού•
-ее имущество το νοικοκυριό, τα πράγματα του σπιτιού•
-яя хозяйка οικοκυρά, νοικοκυρά•
-ие туфли παντόφλες•
домашний обед σπιτίσιο φαγητό•
-ее воспитание ; διαπαιδαγώγηση στο σπίτι•
домашний быт το νοικοκυριό, οικοσκευές•
домашний врач οικογενειακός γιατρός•
-яя жизнь οικιακή ζωή•
по -им обстоятельствам για οικογενειακές υποθέσεις•
домашний арест ο κατ' οίκον περιορισμός•
-ие неприятности οικογενειακές γκρίνιες.
2. κατοικίδιος, ήμερος•-ие животные κατοικίδια ζώα•
-яя птица τα οικόσιτα πτηνά, τα πουλερικά•
-ие голубы τα ήμερα περιστέρια.
3. σπιτίσιος, δικός, οικείος•домашний че-ловк δικός άνθρωπος.
4. ουσ. πλθ. -ие οι σπιτίσιοι, οι οικείοι, οι δικοί μας, σας κλπ. -
9 кроткий
επ., βρ: -ток, -тка, -ткоπράος, ήπιος, ήμερος, μαλακός. -
10 спокойный
επ. βρ: -коен, -койна, -койно.1. (κυρλξ. κ. μτφ.) ήσυχος, ήρεμος, γαλήνιος• ατάραχος•-ое море γαληνεμένη θάλασσα•
-ые движения ήρεμες κινήσεις•
спокойный тон ήρεμος τόνος•
-ая жизнь ήσυχη ζωή•
спокойный сон ήσυχος ύπνος•
-ая старость ήσυχα γηρατιά•
спокойный характер ήσυχος χαρακτήρας.
2. φρόνιμος•спокойный ребнок ήσυχο παιδάκι.
|| ήμερος, πράος•-ая лошадь ήμερο άλογο.
3. ελεύθερος, ευρύχωρος• βολικός, άνετος•-ая обувь ευρύχωρα παπούτσια•
-ое кресло άνετη πολυθρόνα.
εκφρ.- ая совесть – ήσυχη (αναπαυμένη) συνείδηση. -
11 Civilised
Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Civilised
-
12 Cultivated
adj.Of land: P. ἐργάσιμος.Of plants, etc.: P. ἥμερος.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Cultivated
-
13 Domestic
adj.Private: P. and V. ἴδιος, οἰκεῖος.Pertaining to a household: P. and V. οἰκεῖος. V. ἐφέστιος.Opposed to foreign: P. and V. οἰκεῖος, V. ἐμφύλιος, ἔμφυλος, ἐγγενής.Domestic fowl, subs.: V. ἐνοίκιος ὄρνις. ὁ or ἡ.Domestic economy: P. ἡ οἰκονομική.——————subs.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Domestic
-
14 Gentle
adj.P. and V. πρᾶος, ἤπιος, φιλάνθρωπος, ἥμερος, ἐπιεικής, V. πρευμενής, πέπων.Moderate: P. and V. μέτριος.On a gentle slope: P. ἐν ἠρέμα προσάντει (Plat., Phaedr. 230C).Of motion: P. and V. ἥσυχος.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Gentle
-
15 Kind
subs.P. and V. γένος, τό, εἶδος, τό, ἰδέα, ἡ.Manner: P. and V. τρόπος, ὸ, V. ῥυθμός, ὁ.In logical sense: P. γένος, τό.Of other kinds: P. ἀλλοῖος.——————adj.P. and V. πρᾶος, ἤπιος, φιλάνθρωπος, ἥμερος, ἐπιεικής, προσφιλής, V. πρευμενής, Ar. and V. μαλθακός; see Gentle.Considerate: P. εὐγνώμων.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Kind
-
16 Lenient
adj.Of persons: P. and V. ἤπιος, πρᾶος, φιλάνθρωπος, ἥμερος, ἐπιεικής, συγγνώμων, V. πρευμενής.Of punishment: P. and V. ἐπιεικής, μέτριος.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Lenient
-
17 Mild
adj.Gentle: P. and V. πρᾶος, ἤπιος, φιλάνθρωπος, ἥμερος, ἐπιεικής, V. πρευμενής, πέπων.Quiet: P. and V. ἥσυχος, ἡσυχαῖος (Plat.). P. ἡσύχιος, ἠρεμαῖος.Moderate: P. and V. μέτριος.Of climate: P. εὐκράς, μετρίως, κεκραμένος, V. εὔκρατος (Eur., frag.).Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Mild
-
18 Tame
adj.Dull, unexciting: Ar. and P. ψυχρός.——————v. trans.P. and V. ἡμεροῦν, P. τιθασεύειν.Break in: V. δαμάζειν, πωλοδαμνεῖν; see break in.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Tame
-
19 Tractable
adj.P. εὐαγωγός, εὐμαθής, εὐήνιος, V. εὔαρκτος, φιλήνιος.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Tractable
-
20 uysal
φρόνιμος, ήμερος, μειλίχιος
- 1
- 2
См. также в других словарях:
ἥμερος — tame masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ήμερος — η, ο (AM ἥμερος, ον, Α θηλ. και ἡμερα, δωρ. τ. ἅμερος, ον) 1. (για ζώα) ο εξημερωμένος από τον άνθρωπο (α. «ήμερα σκυλιά» β. «χῆνα φέρων... ἥμερον ἐξ αὐλῆς», Ομ. Οδ.) 2. (για φυτά) ο καλλιεργημένος από τον άνθρωπο («ξύλου ἡμερης ἐλαίης», Ηρόδ.) 3 … Dictionary of Greek
ήμερος — η, ο επίρρ. α 1. εξημερωμένος: Ήμερο λιοντάρι. 2. εκχερσωμένος, οργωμένος: Ήμερος τόπος. 3. αντίθ. του άγριος: Ήμερη καστανιά. – Ήμερα ραδίκια. 4. ήπιος, μαλακός: Ήμερος άνθρωπος. 5. πολιτισμένος: Ήμερα ήθη … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἡμερώτερον — ἥμερος tame adverbial comp ἥμερος tame masc acc comp sg ἥμερος tame neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἡμερωτάτων — ἥμερος tame fem gen superl pl ἥμερος tame masc/neut gen superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἡμερωτέραις — ἥμερος tame fem dat comp pl ἡμερωτέρᾱͅς , ἥμερος tame fem dat comp pl (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἡμερωτέρων — ἥμερος tame fem gen comp pl ἥμερος tame masc/neut gen comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἡμερώτατα — ἥμερος tame adverbial superl ἥμερος tame neut nom/voc/acc superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἡμερώτατον — ἥμερος tame masc acc superl sg ἥμερος tame neut nom/voc/acc superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἡμέρων — ἥμερος tame fem gen pl ἥμερος tame masc/neut gen pl ἡμερόω tame imperf ind act 3rd pl (doric aeolic) ἡμερόω tame imperf ind act 1st sg (doric aeolic) ἡμερόω tame imperf ind act 3rd pl (doric aeolic) ἡμερόω tame imperf ind act 1st sg (doric… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἡμέρως — ἥμερος tame adverbial ἥμερος tame masc acc pl (doric) ἡμερόω tame imperf ind act 2nd sg (doric aeolic) ἡμερόω tame imperf ind act 2nd sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)