Перевод: с русского на греческий

с греческого на русский

ἥ-περ

  • 1 прошлогодний

    περ(υ)σινός.

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > прошлогодний

  • 2 год

    год м το έτος, η χρονιά, ο χρόνος учебный \год το διδακ τικό έτος το σχολικό έτος (в школе) весь (или целый) \год ολόκληρο χρόνο через \год μετά ένα χρόνο в прошлом (в будущем) \году πέρ(υ)σι (του χρόνου) \год тому назад πριν ένα χρόνο, πέρσι в текущем (или в этом) \году φέτος из года в \год από χρόνο σε χρό νο ◇ Новый \год το Νέον έτος, η Πρωτοχρονιά с Новым годом! ευτυχές το Νέον έτος!, καλή Πρωτοχρονιά!
    * * *
    м
    το έτος, η χρονιά, ο χρόνος

    уче́бный год — το διδακτικό έτος; το σχολικό έτος ( в школе)

    весь ( или це́лый) год — ολόκληρο χρόνο

    че́рез год — μετά ένα χρόνο

    в про́шлом (в бу́дущем) году́ — πέρ(υ)σι (του χρόνου)

    год тому́ наза́д — πριν ένα χρόνο, πέρσι

    в теку́щем ( или в э́том) году́ — φέτος

    из го́да в год — από χρόνο σε χρόνο

    ••

    Но́вый год — το Νέον έτος, η Πρωτοχρονιά

    с Но́вым го́дом! — ευτυχές το Νέον έτος!, καλή Πρωτοχρονιά!

    Русско-греческий словарь > год

  • 3 прошлый

    прошлый περασμένος· (в) \прошлый раз την περασμένη φορά" на \прошлыйой неделе την περασμένη βδομάδα· в \прошлыйом году πέρ(υ)σι
    * * *

    (в) про́шлый раз — την περασμένη φορά

    на про́шлой неде́ле — την περασμένη βδομάδα

    в про́шлом году́ — πέρ(υ)σι

    Русско-греческий словарь > прошлый

  • 4 пермь

    (пермская система{}период{}) Πέρ-μιο(ς) (το διάστημα/η περίοδος του γεωλογικού χρόνου).

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > пермь

  • 5 парик

    парик
    м ἡ περ(ρ)ούκα, ἡ φενάκη.

    Русско-новогреческий словарь > парик

  • 6 плавный

    плавн||ый
    прил
    1. ἀρμονικός, ρυθμικός:
    \плавныйая походка ἡ λυγερή περ-πατησιά, τό ἐλαφρό βάδισμα· \плавныйая речь ἡ ρέουσα ὁμιλία·
    2. лингв, (о звуке) ὑγρός.

    Русско-новогреческий словарь > плавный

  • 7 прогулять

    прогулять
    сов
    1. (в течение какого-л. времени) περ(ι)πατώ, κάνω βόλτα, σουλα< τσάρω, σεργιανίζω (ορισμένη ὠρα)·
    2. (пропустить, гуляя) χάνω, δεν προλαβαίνω:
    \прогулять у́жин χάνω τό δείπνο·
    3. см. прогуливать 2.

    Русско-новогреческий словарь > прогулять

  • 8 сквозить

    сквоз||и́ть
    несов
    1. безл (о ветре):
    \сквозитьит φυσάει, κάνει ρεβμα·
    2. (проникать, просвечивать) φεγγρίζω, εἶμαι διαφανής:
    свет \сквозитьит через занавеску τό φῶς περ· νάει μέσα ἀπό τήν κουρτίνα·
    3. перен (чувствоваться) διαφαίνομαι, διακρίνομαι:
    в его словах \сквозитьи́т неверие στά λόγια του διαφαίνονταν (или ἀντηχοῦσε) ἡ ἀμφιβολία.

    Русско-новогреческий словарь > сквозить

  • 9 ходить

    ходить
    несов
    1. βαδίζω, περπατώ, πηγαίνω:
    не уметь \ходить δέν μπορώ νά περπατήσω· начать \ходить ἀρχίζω νά περπατώ· \ходить большими шагами βαδίζω μέ μεγάλα βήματα· \ходить взад и вперед πηγαινοέρχομαι· \ходить на лыжах κάνω σκί· \ходить в разведку πηγαίνω σέ ἀνίχνευση· \ходить на четвереньках ἀρκουδίζω, βαδίζω μέ τά τέσσαρα·
    2. (в чем-л.) φορώ:
    \ходить в шубе φορώ γούνα· \ходить босиком βαδίζω ξυπόλυτος· \ходить.в очках φορώ ματογιάλια· \ходить в шляпе φορώ καπέλλο· 3, (посещать) πηγαίνω, συχνάζω:
    \ходить в школу πηγαίνω (или φοιτώ) στό σχολείο· \ходить в театр πηγαίνω στό θέατρο· \ходить по музеям συχνάζω στά μουσεία· \ходить по врачам γυρίζω στους γιατρούς· \ходить в гости πηγαίνω σέ ἐπίσκεψη, ἐπισκέπτομαι· \ходить на лекции πηγαίνω στίς παραδόσεις·
    4. (о поездах, пароходах и т. п.) πηγαίνω, κυκλοφορώ·
    6. (о часах) πηγαίνω:
    часы ходят верно то ро-λογι πηγαίνει καλά· мой часы не ходят τό ρολόγι μου σταμάτησε· в. (в игре) κινώ/ карт. ρίχνω:
    \ходить пешкой κινώ τό πιόνι· \ходить с козыря ρίχνω ἀτού· вам \ходить εἶναι ἡ σειρά σας (στό παιγνίδι)·
    7. (заботиться, ухаживать) разг περιποιούμαι, ἐπιμελοῦμαι:
    \ходить за больным περιποιούμαι τόν ἀσθενή, κυττάζω τόν ἄρρωστο· \ходить за ребенком περιποιοῦμαι τό μωρό· \ходить за лошадью περιποιοῦμαι τό ϋλογο·
    8. (о деньгах) κυκλοφορώ· ◊ \ходить на медведя πηγαίνω στό κυνήγι ἀρκούδα· ходят слу́-хи... διαδίδεται..., κυκλοφορεί ἡ φήμη (ότι)...· \ходить гоголем разг κορδώνομαι, περ(ι)πατῶ κορδωμένος· \ходить вокру́г да около στριφογυρίζω, κλωθογυρίζω· \ходить по́ миру (просить милостыню) ζητιανεύω, ψωμοζητώ, ἐπαιτώ· \ходить по рукам κυκλοφορώ ἀπό χέρι σέ χέρι· \ходить на задних лапках перед кем-л. στέκομαι σούζα μπροστά σέ κάποιον.

    Русско-новогреческий словарь > ходить

  • 10 ходули

    ходу́л||и
    мн. (ед. ходу́ля ж) τά ξυλοπόδαρα, τά καλόβαθρα:
    ходить на \ходулиях περ(ι)πατώ μέ ξυλοπόδαρα.

    Русско-новогреческий словарь > ходули

  • 11 ходьба

    ходьб||а
    ж τό βάδισμα, ἡ πορεία, τό περ(ι)πάτημα:
    в часе \ходьбаы от дома μιά ήρα δρόμος ἀπό τό σπίτι.

    Русско-новогреческий словарь > ходьба

  • 12 хохол

    хохол
    м ἡ κατσούλα, ὁ θύσανος (у птиц)! τό λοφίον, τό τσουλούφι, ὁ περ-τσές (у людей).

    Русско-новогреческий словарь > хохол

  • 13 неприёмный

    επ.
    που δε δέχεται, που. δεν περ ι-λαβαίνει•

    неприёмный день μέρα που δε δέχεται (ακρόαση, παραλαβές κ.τ.τ.)• -ые часы ώρες που δε δέχεται (ακροάσεις κ.τ.τ.).

    Большой русско-греческий словарь > неприёмный

  • 14 никой

    αντων. αρνητική: -им образом με κανένα τρόπο, επ ουδενί λόγω σε καμιά καμιά περ ίτΐτωση.

    Большой русско-греческий словарь > никой

  • 15 обжать

    обожму, обожмшь
    ρ.σ.μ. στίβω• πιέζω, θλίβω• ζουπώ•

    обжать мокрую одежду στιβω τα βρεγμένα ενδύματα.

    στίβομαι κλπ. ρ. ενεργ. φ.
    обожну, обожншь ρ.σ.μ.
    1. περιθε-ρίζω.
    2. θερίζω•

    обжать овс θερίζω τη βρώμη.

    || τελειώνω το θερισμό.
    (περ ι) θερίζομαι.

    Большой русско-греческий словарь > обжать

  • 16 облатка

    θ.
    1. περιτύλιγμα φαρμακευτικών σκονακιών•

    лекарство в -ах φάρμακο σε σκονάκια.

    || χαπάκι, δισκίο, κουφέτο.
    2. χαρτάκι περ ικόλλησης.
    3. η όστια (άζυμο ψωμί των καθολικών).

    Большой русско-греческий словарь > облатка

  • 17 обозреть

    -зрю, -зришь ρ.σ.μ. (γραπ. λόγος)•
    1. κατοπτεύω, περισκοπώ, περ ιβλέπω, περιορω.
    2. μτφ. ανασκοπώ, επισκοπώ, κάνω επισκόπιση, ανασκόπιση.

    Большой русско-греческий словарь > обозреть

  • 18 обставить

    -влю, -вишь
    ρ.σ.μ.
    1. περί,θέτω, περιβάλλω, περιστοιχίζω περιφράζω. || μτφ. (παρα)γεμιζω•, συμπληρώνω πλουτίζω.
    2. επιπλώνω•

    обставить квартиру επιπλώνω διαμέρισμα.

    || εφοδιάζω με σκηνικά κλπ. θεατρικά είδη.
    3. μτφ. οργανώνω, προετοιμάζω καλά•

    обставить празднование οργανώνω καλά το γιορτασμό.

    4. ξεπερνώ, υπερέχω, υπερτερώ, υπερβάλλω κάποιον.
    5. (για χαρτπ.) κερδίζω, νικώ, παίρνω.
    6. (εξ)απατώ.
    1. περιβάλλομαι, περ ιστό ιχίζομαι.
    2. επιπλώνομαι.

    Большой русско-греческий словарь > обставить

  • 19 подавленный

    επ. από μτχ.
    1. συγκρατημένος, περ ιορ ισμένος• πν ιγμένος•

    подавленный стон συγκρατημένος στεναγμός.

    2. θλιμμένος, λυπημένος, βαρυαλγής•

    -ое настроение δυσθυμία, βαριο-θυμιά.

    Большой русско-греческий словарь > подавленный

  • 20 приветливость

    θ.
    φιλοφροσύνη, προσήνεια, αβρότητα, αβροφροσύνη, περ ιπο ιητικό-τητα.

    Большой русско-греческий словарь > приветливость

См. также в других словарях:

  • πέρ — περ , πέρ enclitic indeclform (particle) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περ — πέρ enclitic indeclform (particle) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περ — (I) Α (εγκλιτ. μόριο) ΧΡΗΣΗ ΣΗΜΑΣΙΑ: 1. (γενικά) (ως ενισχυτικό τής σημασίας τής λέξης στην οποία προστίθεται) πολύ, πάρα πολύ 2. (ειδικά) Ι. (ιδίως στον Όμ. σε συνεκφορά με τη μτχ. ὤν ως επιτατικό αλλά και βεβαιωτικό συγχρόνως) πολύ ή πράγματι… …   Dictionary of Greek

  • πέρ(υ)σι — (επίρρ. χρον.), τον περασμένο χρόνο: Κάθε πέρ(υ)σι και καλύτερα, κάθε φέτος και χειρότερα, για όσους βλέπουν απαισιόδοξα το μέλλον …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Περ-Λα Σέζ — Κοιμητήριο του Παρισιού, άλλοτε κτήμα του πατέρα Λα Σεζ, εξομολογητή του Λουδοβίκου ΙΔ΄. Σ’ αυτό έχουν θαφτεί σημαίνουσες προσωπικότητες όπως ο Λαφοντέν, ο Μολιέρος, ο Νοντιέ, ο Ντοντέ, ο ντε Μισέ, ο Μπαλζάκ, ο Μπερανζέ, ο Σοπέν, ο Ροσίνι, ο… …   Dictionary of Greek

  • περ(ι)βόλι — το 1. κήπος, κτήμα: Μόν ήσυχα ο Τηλέμαχος ορίζει τα περβόλια (Οδύσεια, μτφρ. Σίδερη). 2. μτφ., ευχάριστος, απολαυστικός: Αυτός έχει καρδιά περιβόλι. (ειρων.), «Μου κανες την καρδιά περιβόλι», με λύπησες πολύ …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • 'πέρ — ἔ , ἒ woe! woe indeclform (exclam) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περ' — περί , περί round about indeclform (prep) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πέρ' — πέραι , πέρα beyond fem nom/voc pl πέρᾱͅ , πέρα beyond fem dat sg (attic doric aeolic) πέρι , περί round about indeclform (prep) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ού περ — οὔ περ ἡ οὔπερ (Α) (ως επιτ.) καθόλου …   Dictionary of Greek

  • Ἔπος δ’εἰ πὲρ τι βέβακται… — См. Собака лает, ветер носит …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»