-
1 écho
ηχώ -
2 chime
ηχώ -
3 resound
ηχώ -
4 reverberate
ηχώ -
5 odgłos
ηχώ -
6 звучать
ηχώ, ακούγομαι.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > звучать
-
7 yankı
ηχώ, αντήχηση, αντίλαλος -
8 звучать
-
9 эхо
-
10 звучать
-чу, -чишь, μτχ. ενεστ. звучащийρ.δ.1. ηχώ, σημαίνω•колокол -ит ηχεί η καμπάνα.
2. αντηχώ, αντιλαλώ•-ат голоса αντιλαλούν φωνές.
|| είμαι εύηχος, έχω φωνή• ρο•звучать яль -ит неважно το πιάνο δεν έχει και τόσο καλή φωνή.
|| μτφ. εμφανίζομαι, φαίνομαι, προβάλλω, διακρίνομαι•в вопросе -ит сомнение στο ερώτημα φαίνεται κάποια αμφιβολία•
в е голосе -ит радость στη φωνή της διακρίνετοα η χαρά•
это -ит фальшиво αυτό είναι φανερό ψέμα.
|| κάνω την εντύπωση• συμπίπτω με•это утверадние -ит совсем не по-марксистки αυτή η άποψη δεν είναι καθόλου μαρξιστική.
εκφρ.звучать в ушах (в памяти, в сердце) – ηχώ ακόμα στ αυτιά, διατηρούμαι ακόμα στη μνήμη, δεν ξεχνιέται. -
11 перезванивать
ρ.δ.1. βλ. перзвонить.2. χτυπώ (κρούω) όλες τις καμπάνες.3. (για καμπάνες) ηχώ, κροτώ.1. βλ. перезвониться.2. κρούομαι.3. ηχώ, κροτώ. -
12 Echo
subs.——————v. trans.A sound: V. ἀντιφθέγγεσθαι, ἀνταλαλάζειν.So that the earth echoed: V. ὥσθʼ ὑπηχῆσαι χθόνα (Eur., Supp. 710).——————Ἠχώ, -οῦς, ἡ.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Echo
-
13 Sound
subs.Made by any animal: P. and V. φωνή, ἡ, φθόγγος, ὁ (Plat.), φθέγμα, τό (Plat.), V. φθογγή, ἡ, ἠχώ, ἡ; see Voice.Sound of trumpet: see Blare.Loud sound: P. and V. ψόφος, ὁ, ἠχή, ἡ (Plat. but rare P.), κτύπος, ὁ (Plat. and Thuc. but rare P. also Ar.), V. βρόμος, ὁ, δοῦπος, ὁ (also Xen. but rare P.), ἀραγμός, ὁ, ἀράγματα, τά, Ar. also V. πάταγος, ὁ.Make a sound, v.: P. and V. ψοφεῖν.To the sound of: P. and V. ὑπό (gen.) (Thuc. 5, 70).——————v. trans.Make to clash: P. and V. συμβάλλειν.Make to sound: V. ἠχεῖν.Sound a person's praises: use praise.The trumpet sounded: P. ἐσάλπιγξε (Xen.), ἐσήμηνε (cf. Eur., Heracl. 830).Take a sounding: P. καθιέναι (Plat., Phaedo. 112E).All had been sounded as to their views: P. πάντες ἦσαν ἐξεληλεγμένοι. (Dem. 233).Make a noise: P. and V. ψοφεῖν, κτυπεῖν (Plat. but rare P.), ἠχεῖν (Plat. but rare P.), ἐπηχεῖν (Plat. but rare P.), Ar. and V. βρέμειν (Ar. in mid.).Sound ( of a trumpet): P. and V. φθέγγεσθαι, P. ἐπιφθέγγεσθαι (Xen.), V. κελαδεῖν (Eur., Phoen. 1102).This sounds like an adsurdity: P. ἔοικε τοῦτο... ἀτόπῳ (Plat., Phaedo, 62C).——————subs.Narrow passage of sea: P. and V. πορθμός) ὁ; strait.——————adj.Healthy: P. and V. ὑγιής.Safe and sound: P. σῶς καὶ ὑγιής (Thuc.).Of a ship uninjured: P. ὑγιής (Thuc. 8, 107); see Uninjured.Vigorous: P. ἰσχυρός.Sound in limb and mind: P. ἀρτιμελής τε καὶ ἀρτίφρων (Plat., Rep. 536B).Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Sound
-
14 бить
1. (ударять, наносить удары) κτυπώ 2. (давать сигнал) κρούω, βαρώ, χτυπώ, ηχώ, ηχοβολώ Заработать с биениями) ταλαντεύομαι, λειτουργώ με αποκλίσεις 4. (раздроблять, разбивать) σπάζω, θραύω.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > бить
-
15 эхо
η ηχώ, ο αντίλαλος.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > эхо
-
16 отголосок
отголосокм пряМ., перен ἡ ἡχώ, ἡ ἀντήχηση, ὁ ἀντίχτυπος, ἡ ἀντιλαλιά. -
17 отзвук
отзвукм1. ἡ ήχώ, ἡ ἀντήχηση·2. черен. ἡ ἀπήχηση. -
18 прозвучать
прозвучатьсов ἀντηχώ, ἡχῶ:\прозвучатьл выстрел ἀντήχησε πυροβολισμός. -
19 прокатиться
прокатить||ся1. (проехаться) κά(μ)νω περίπατο, κά(μ)νω ἕνα γῦρο·2. (о мяче и т. п.) κυλιέμαι, κυλώ (άμετ.)·3. (о звуках) ἀντηχώ, ἀντιλαλώ:прокатилось эхо ἀντήχησε ήχώ. -
20 эхо
эхос ἡ ήχώ.
См. также в других словарях:
Ἠχῶ — Ἠχώ fem nom/voc/acc dual (doric aeolic) Ἠχώ fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ηχώ — ηχώ, ήχησα βλ. πίν. 73 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
Ἠχώ — fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἠχώ — echo fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ηχώ — Φαινόμενο ανάκλασης του ήχου, κατά το οποίο ένας ήχος ακούγεται επαναλαμβανόμενος ακόμα και πολλές φορές –ολόκληρος ή ένα μέρος του– ορισμένο χρόνο μετά τη στιγμή της εκπομπής του. Το φαινόμενο αυτό παρατηρείται όταν o ήχος –ο οποίος διαδίδεται… … Dictionary of Greek
ἠχῶ — ἠχέω sound pres subj act 1st sg (attic epic doric) ἠχέω sound pres ind act 1st sg (attic epic doric) ἠχώ echo fem acc sg ἠχώ echo fem nom/voc/acc dual (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ηχώ — ησα, αμτβ. 1. παράγω ήχο, βουίζω: Ήχησε η σάλπιγγα. 2. μτφ., αφήνω απήχηση, δημιουργώ εντύπωση, ακούομαι ευχάριστα ή δυσάρεστα: Τα λόγια του ήχησαν άσχημα. η ώς (μόνον στον εν.), αντίλαλος, φαινόμενο που οφείλεται στην ανάκλαση του ήχου … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἤχῳ — ἤ̱χῳ , ἦχος sound masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἠχοῦς — Ἠχώ fem nom/voc pl Ἠχώ fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἠχοῦς — ἠχώ echo fem gen sg ἠχώ echo fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Эхо в мифологии — (Ήχώ) в греческой мифологии нимфа, олицетворение эха, отдающегося в горах и ущельях. По одному из рассказов, нимфу Э. полюбил Пан, но так как она предпочла ему Сатира, то Пан, оскорбленный отказом, вооружил против нее пастухов, которые растерзали … Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона