Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

ἔπαινος

См. также в других словарях:

  • επαινός — ἐπαινος, ή, όν (Α) (μόνο στο θηλ.) ως χαρακτηριστικό επίθ. τής Περσεφόνης στον Όμηρο και Ησίοδο) δεινή, φοβερή («Ζεύς τε καταχθόνιος καὶ ἐπαινὴ Περσεφόνεια», Ομ. Ιλ.) επίσης τής Εκάτης, στον Λουκιανό. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + αινός «δεινός, φοβερός»] …   Dictionary of Greek

  • ἔπαινος — approval masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • έπαινος — (I) ο (AM ἔπαινος) η ενέργεια τού επαινώ, επιδοκιμασία, επαινετικός λόγος, εγκώμιο νεοελλ. δημόσια αναγνώριση και διακήρυξη τών αρετών κάποιου, ηθική ανταμοιβή («ἐπαινος ανδρείας») μσν. 1. (για τον θεό) δόξα 2. (ως προσφώνηση) μακάριος αρχ. 1.… …   Dictionary of Greek

  • έπαινος — ο 1. έκφραση επιδοκιμασίας, εγκωμίαση προσώπου ή πράξης του, εγκώμιο, επαινετικά λόγια. 2. είδος ηθικής αμοιβής: Ο Πέτρος πήρε βραβείο κι ο Παντελής έπαινο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Μισθὸς ἀρετὴς ἔπαινος. — См. По заслуге и почет …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • Ἥδιστον ἄκουσμα ἔπαινος. — См. Хвалы приманчивы; как их не пожелать …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • ἐπαίνω — ἔπαινος approval masc nom/voc/acc dual ἔπαινος approval masc gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπαινή — ἐπαινός awesome fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπαινήν — ἐπαινός awesome fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπαίνοις — ἔπαινος approval masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπαίνου — ἔπαινος approval masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»