-
1 Deprive
v. trans.P. and V. ἀφαιρεῖν (τινί τι), ἀφαιρεῖσθαι (τινά τι), ἀποστερεῖν (τινά τινος, or acc. of thing if standing alone), στερεῖν (τινά τινος), στερίσκειν (τινά τινος), συλᾶν (τινά τι), ἀποσυλᾶν (τινά τι), V. ἀποστερίσκειν (τινά τινος), νοσφίσαι ( 1st aor. νοσφίζειν) (τινά τινος), νοσφίζεσθαι (τινά τινος), ἀπονοσφίζειν (τινά τινος), ἐρημοῦν (τινά τινος) (rare P.), Ar. and V. ἀποψιλοῦν (τινά τινος).Be deprived of: use also P. and V. στέρεσθαι (gen.,) ἀπολείπεσθαι (gen.), V. τητᾶσθαι (gen.).Be deprived of in addition: P. προσαποστερεῖσθαι (gen.).Deprived of: P. and V. ἐρῆμος (gen.), κενός (gcn.), ἄμοιρος (gen.) (Plat.), V. ἄμμορος (gen.).Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Deprive
-
2 Prefer
v. trans.Prefer an accusation: P. γραφὴν ἀποφέρειν (Dem. 423).Prefer one thing to another: P. and V. αἱρεῖσθαί (τι ἀντί τινος), P. (τι μᾶλλον ἤ τι), V. (τι πρόσθε τινός) (Eur., Hel. 952), προτιθέναι (or mid. in V.) (τί τινος) (Thuc. 3, 39), V. (τί ἀντί τινος or τι πάρος τινος), P. προτιμᾶν (τί τινος or τι ἀντί τινος), προαιρεῖσθαι (τί τινος or τι πρό τινος), V. προλαμβάνειν (τι πρό τινος).Prefer war to peace: P. πόλεμον ἀντʼ εἰρήνης μεταλαμβάνειν (Thuc. 1, 120).Prefer Aphrodite to Bacchus: V. τὴν Ἀφροδίτην πρόσθʼ ἄγειν τοῦ Βακχίου (Eur., Bacch. 225).Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Prefer
-
3 Bereave of
v. trans.P. and V. ἀφαιρεῖν (τί τινι), ἀφαιρεῖσθαί (τί τινα), αποστερεῖν (τινά τινος), στερεῖν (τινά τινος), στερίσκειν (τινά τινος), συλᾶν (τί τινα), ἀποσυλᾶν (τί τινα), V. ἀποστερίσκειν (τινά τινος), ἀποψιλοῦν (τινά τινος), νοσφίζεσθαί (τινά τινος), νοσφίσαι (aor. of νοσφίζειν) (τινά τινος), ἀπονοσφίζειν (τινά τινος), ἐρημοῦν (τινά τινος) (rare P.).Bereave of one's senses: P. and V. ἐξιστάναι (acc.), V. ἐλαύνειν ἔξω τοῦ φρονεῖν.Bereave of parents: V. ὀρφανίζειν.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Bereave of
-
4 Accuse
v. trans.P. and V. κατηγορεῖν (τινός, τι), αἰτιᾶσθαί (τινά, τινος), ἐπαιτιᾶσθαι (τινά, τινος), ἐγκαλεῖν (τινί, τι), Ar. and P. ἐπικαλεῖν (τινί, τι).Join in accusing: P. συγκατηγορεῖν (τινός, τινι, or τινὸς, μετά τινος).Accuse maliciously: Ar. and P. συκοφαντεῖν.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Accuse
-
5 Ask
v. trans. or absol.Ask a question: P. and V. ἐρωτᾶν (τινά τι), ἐρέσθαι (τινά τι) ( 2nd aor.), ἀνερωτᾶν (τινά τι), ἐπερέσθαι (τινά τι) ( 2nd aor.), πυνθάνεσθαι (τινός τι), Ar. and P. ἐπερωτᾶν (τινά τι), Ar. and V. ἐκπυνθάνεσθαι (τινός τι), V. ἱστορεῖν (τινά τι), ἀνιστορεῖν (τινά τι), ἐξιστορεῖν (τινά τι), ἐξερωτᾶν (τινά), ἐξερέσθαι (τινά) ( 2nd aor.), πεύθεσθαι (τινός τι); see Inquire.Ask in addition: P. προσερωτᾶν, προσανερωτᾶν.Ask again: Ar. and P. ἐπανερωτᾶν.Ask in return: P. ἀντερωτᾶν.Ask as a request: P. and V. αἰτεῖν (τινά τι), αἰτεῖσθαί (τινά τι), παραιτεῖσθαί (τινά τι), ἀπαιτεῖν (τινά τι), δεῖσθαί (τινός τι), προσαιτεῖν (τινά τι), V. ἐξαιτεῖν (τινά τι), ἐξαιτεῖσθαί (τι).Entreat: P. and V. αἰτεῖν, ἱκετεύειν, δεῖσθαι (gen.), Ar. and P. ἀντιβολεῖν V. λίσσεσθαι, ἀντιάζειν, προσπίτνειν, ἐξικετεύειν, Ar. and V. ἄντεσθαι, ἱκνεῖσθαι; see Entreat.Ask, entreat in return: P. ἀντιδεῖσθαι (gen.).Join in asking: P. συνδεῖσθαι (gen.).Ask to do a.thing: P. and V. αἰτεῖν (τινά, infin.), ἀξιοῦν (τινά, infin.), δεῖσθαί (τινος, infin.). παραιτεῖσθαί (τινα, infin.), V. ἀπαιτεῖν (τινά, infin.).Ask back, demand back: P. and V. ἀπαιτεῖν.Ask for: P. and V. αἰτεῖν (acc.) or mid., ἀπαιτεῖν (acc.), V. ἐξαιτεῖν (acc.) or mid.As a favour: P. and V. παραιτεῖσθαι (τινά τι), προσαιτεῖν (τινά τι), V. ἐπαιτεῖν (τινά τι).Given, not asked for: V. δωρητὸς οὐκ αἰτητός (Soph., O.R. 384).Ask for in return: P. ἀνταπαιτεῖν (acc.).Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Ask
-
6 Exchange
v. trans.P. and V. ἀλλάσσειν (or mid.), μεταλλάσσειν, ἀνταλλάσσειν (or mid.), ἀμείβειν (or mid.) (Plat. but rare P.), διαλλάσσειν, P. διαμείβειν (or. mid.).Put in exchange: V. ἀντιτιθέναι.Exchange one thing for another: P. and V. ἀλλάσσειν (or mid.) (τί τινος or ἀντί τινος), ἀνταλλάσσειν (or mid.) (τί τινος or ἀντί τινος), διαλλάσσειν (P. τι ἀντί τινος, V. τί τινι).I will exchange my white dress for black: V. πέπλων δε λευκῶν μέλανας ἀνταλλάξομαι (Eur., Hel. 1088).Exchange your tears for her wedding strains: V. δάκρυα δʼ ἀνταλλάσσετε τοῖς τῆσδε μέλεσι... γαμηλίοις (Eur., Tro. 351).——————subs.A taking in exchange: P. ἀντίληψις, ἡ.Something taken in exchange: V. ἀντάλλαγμα, τό.Numbers are but a poor exchange for a true friend: V. ἀλόγιστον δέ τι τὸ πλῆθος ἀντάλλαγμα γενναίου φίλου (Eur., Or. 1156).They were liberated by an exchange of prisoners: P. ἀνὴρ ἀντʼ ἀνδρὸς ἐλύθησαν (Thuc. 2, 103).Exchange of properly: P. ἀντίδοσις, ἡ( There had been included in the bill) what the rate of exchange was: P. (ἐγέγραπτο) ὁπόσου ἡ καταλλαγὴ ἦν τῷ ἀργυρίῳ (Dem. 1216).Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Exchange
-
7 Knee
subs.P. and V. γόνυ, τό.Bend the knee:. V. κάμπτειν γόνυ, or use κάμπτειν alone.They bowed their knees to earth in weariness: V. ἐς δὲ γῆν γόνυ καμάτῳ καθεῖσαν (Eur., I.T. 332).Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Knee
-
8 Rob
v. trans.Deprive: P. and V. ἀφαιρεῖν (τινί τι), ἀφαιρεῖσθαί (τινά τι), ἀποστερεῖν (τινά τινος, or acc. of thing if standing alone), στερεῖν (τινά τινος), στερίσκειν (τινά τινος), συλᾶν (τινά τι), ἀποσυλᾶν (τινά τι), V. ἀποστερίσκειν (τινά τινος); see Deprive.Help a person in robbing: P. συναποστερεῖν (τινά τινος, with dat. of person helped).Be robbed of: use also P. and V. στέρεσθαι (gen.), V. τητᾶσθαι (gen.).Pillage: P. and V. πορθεῖν, ἐκπορθεῖν, διαπορθεῖν, ἁρπάζειν, ἀναρπάζειν, διαρπάζειν, συλᾶν, φέρειν, λῄζεσθαι, P. ἄγειν καὶ φέρειν, λῃστεύειν, διαφορεῖν, V. πέρθειν, ἐκπέρθειν (also Plat. but rare P.); see Plunder.absol., be a robber: Ar. and P. λωποδυτεῖν.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Rob
-
9 Behead
v. trans.P. ἀποτέμνειν τὴν κεφαλήν (τινος), V. καρατομεῖν, αὐχενίζειν, καρα τέμνειν (τινός), κρᾶτα τέμνειν (τινός), καρα θερίζειν (τινος).Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Behead
-
10 Condemn
v. trans.Sentence to punishment: P. and V. καταγιγνώσκειν (τινός τι), P. κατακρίνειν (τινός τι), καταχειροτονεῖν (τινός τι), καταψηφίζεσθαί (τινός τι).Convict: P. and V. αἱρεῖν, καθαιρεῖν.Be condemned, convicted: P. and V. ἁλίσκεσθαι.Condemn beforehadd: P. προκαταγιγνώσκειν (gen. or absol.).Condemned to die: V. ἐψηφισμένος θανεῖν (Eur., Heracl. 141).The lot condemns me to: V. ἐμὲ... πάλος καθαιρεῖ (infin.) (Soph., Ant. 275).Blame: P. and V. μέμφεσθαι (acc. or dat.), ψέγειν.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Condemn
-
11 Decapitate
v. trans.P. ἀποτέμνειν τὴν κεφαλήν (τινός), V. καρατομεῖν, αὐχενίζειν, κάρα τέμνειν (τινός), κρᾶτα τέμνειν (τινός), κάρα θερίζειν (τινός).Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Decapitate
-
12 Entreat
v. trans.P. and V. αἰτεῖν, παραιτεῖσθαι, ἱκετεύειν, δεῖσθαι (gen.), λιπαρεῖν, Ar. and P. ἀντιβολεῖν, V. λίσσεσθαι, ἀντιάζειν, προσπίτνειν, προστρέπειν, προστρέπεσθαι, ἐξικετεύειν, Ar. and V. ἱκνεῖσθαι, ἄντεσθαι.Entreat the gods: see Supplicate, Pray.Ask for: P. and V. αἰτεῖν (acc.) (or mid.), ἀπαιτεῖν (acc.), V. ἐξαιτεῖν (acc.).As a favour: P. and V. παραιτεῖσθαι (acc.), προσαιτεῖν (acc.), ἐπαιτεῖν (acc.).Entreat something of a person: P. and V. αἰτεῖν (τινά τι) (or mid.), παραιτεῖσθαί (τινά τι), ἀπαιτεῖν (τινά τι), δεῖσθαί (τινός τι), προσαιτεῖν (τινά τι), V. ἐξαιτεῖν (τινά τι), καθικετεύειν (τινός τι); see Ask.Join in entreating: P. συνδεῖσθαί (τινι, also τινός τι).Entreat in return: P. ἀντιδεῖσθαί (τινός τι).Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Entreat
-
13 Pour
v. trans.P. and V. χεῖν.Pour forth: P. and V. ἐκχεῖν.Of a river pouring forth a stream: Ar. and V. ἱέναι.Pour in: P. and V. ἐγχεῖν, Ar. and P. ἐπιχεῖν, Ar. and V. ἐγκανάσσειν (Eur., Cycl.), V. εἰσχεῖν (Eur., Cycl.), καθιέναι (τι εἰς τι).Pouring in draught after draught: V. ἐπεγχέων ἄλλην ἐπʼ ἄλλῃ (supply ἄμυστιν) (Eur., Cycl. 423).Pour libations: see under Libation.Pour over: Ar. and P. καταχεῖν (τί τινος), κατασκεδαννύναι (τί τινος), καταντλεῖν (τί τινος), V. καταστάζειν (τί τινος).V. intrans. P. and V. ῥεῖν.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Pour
-
14 Relieve
v. trans.Put a stop to: P. and V. παύειν.Relieve from, free from: P. and V. ἀφιέναι (τινά τινος), ἀπαλλάσσειν (τινά τινος), ἀπολύειν (τινά τινος) (Eur., Or. 1236), V. κουφίζειν (τινά τινος); see Deliver.Relieve from labour: V. μόχθου ἐπικουφίζειν.Relieve from troubles: V. ἀποκουφίζειν κακῶν.May the gods relieve you of your sickness: V. καί σε δαίμονες νόσου μεταστήσειαν (Soph., Phil. 462).They made their attacks taking turns to relieve: P. ἀναπαύοντες ἐν τῷ μέρει τοὺς ἐπίπλους ἐποιοῦντο (Thuc. 4, 11).Relieve a person of a duty, etc., take it over from him: P. διαδέχεσθαι (τί τινι).They did not relieve Nicias of the command: P. τὸν Νικίαν οὐ παρέλυσαν τῆς ἀρχῆς (Thuc. 7, 16).Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Relieve
-
15 Attribute
v. trans.P. and V. ἀναφέρειν (τί τινι or εἴς τινα), προστιθέναι (τί τινι), αἰτιᾶσθαι (τινός τινα), ἐπαιτιᾶσθαι (τινός τινα), Ar. and P. ἐπαναφέρειν (τι εἴς τινα), ανατιθέναι (τί τινι), V. αἰτίαν νέμειν (τινός τινι).——————subs.Peculiar quality: P. and V. ἴδιον, τό.Part: P. and V. μέρος, τό.I must endeavour to say what is the attribute of each divinity: P. ἃ ἑκάτερος εἴληχε πειρατέον εἰπεῖν (Plat., Symp. 180E).You appear unwilling to explain the essential nature of righteousness, but to state a certain attribute of it: P. κινδυνεύεις τὴν μὲν οὐσίαν (τοῦ ὁσίου) οὐ βούλεσθαι δηλῶσαι, πάθος δέ τι περὶ αὐτοῦ λέγειν (Plat., Euth. 11A).We shall find all things despised except such as have received a share in this attribute ( beauty): P. εὑρήσομεν πάντα καταφρονούμενα πλὴν ὅσα ταύτης τῆς ἰδέας κεκοίνωκε (Isoc. 216E).Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Attribute
-
16 Elicit
v. trans.Learn ( from some one): P. and V. πυνθάνεσθαί (τινός τι), Ar. and V. ἐκπυνθάνεσθαί (τινός τι), V. πεύθεσθαί (τινός τι).Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Elicit
-
17 Empty
v. trans.P. and V. κενοῦν, ἐκκενοῦν (Plat.), ἐρημοῦν, ἐξερημοῦν, V. ἐκκεινοῦν.Empty over one: Ar. and P. κατασκεδαννύναι (τί τινος or τι κατά τινος), καταχεῖν (τί τινος); see Pour.V. intrans. Empty itself ( of a river): P. ἐκβάλλειν, ἐξιέναι (ἐξίημι).Empty itself into: P. ἐμβάλλειν εἰς (acc.).——————adj.P. and V. κενός, P. διάκενος.Desolate: P. and V. ἐρῆμος. Vain, useless: P. and V. μάταιος, κενός, ἀνωφελής, V. ἀνωφέλητος (also Xen.); see Vain.Empty of: P. and V. κενός (gen.), ἐρῆμος (gen.).Empty of men: V. κένανδρος.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Empty
-
18 Exact
v. trans.Exact ( something from a person): Ar. and P. πράσσειν (or mid.) (τί τινα or τι ἀπό τινος or τι ἔκ τινος), P. εἰσπράσσειν (τί τινα or τι παρά τινος).Exact vengeance from: see take vengeance on, under Vengeance.——————adj.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Exact
-
19 Ground
subs.P. and V. γῆ, ἡ, P. ἔδαφος, τό, Ar. and V. γαῖα, ἡ, χθών, ἡ, πέδον, τό, δάπεδον, τό (Eur., Ion, 576, Or. 1645) (also Xen.), V. οὖδας, τό.Land for cultivating: P. and V. γῆ, ἡ, ἀγρός, ὁ (or pl.), Ar. and V. ἄρουρα, ἡ (Plat. also but rare P.), γύαι, οἱ.On the ground: use adv., Ar. and V. χαμαί, πέδοι (also Plat. but rare P.).Sleeping on the ground, adj.: V. χαμαικοίτης,Fallen on the ground: V. χαμαιπετής.Walking the ground: V. πεδοστιβής, χθονοστιβής.To the ground: use adv., Ar. and V. χαμᾶζε, V. πέδονδε ἔραζε (Æsch., frag.).From the ground: V. γῆθεν, Ar. χαμᾶθεν.Under the ground: see Underground.He is an enemy to the whole city and the very ground it stands on: P. ἐχθρός (ἐστιν) ὅλῃ τῇ πόλει καὶ τῷ τῆς πόλεως ἐδάφει (Dem. 99).The city stood on high ground: P. (ἡ πόλις) ἦν ἐφʼ ὑψηλῶν χωρίων (Thuc. 3, 97).met., Excuse: P. and V. πρόφασις, ἡ.Reason, plea: P. and V. λόγος, ὁ.Cause: P. and V. αἰτία, ἡ.Principle: P. and V. ἀρχή, ἡ, P. ὑπόθεσις, ἡ.Ground for, pretext for: P. and V. ἀφορμή, ἡ (gen.).On all grounds: P. and V. πανταχῆ.On neither ground: P. κατʼ οὐδέτερον.On what ground? V. ἐκ τίνος λόγου;Why? P. and V. τί; τοῦ χάριν; P. τοῦ ἕνεκα; διὰ τί; V. πρὸς τί; εἰς τί; τί χρῆμα; τίνος χάριν; τίνος ἕκατι; ἐκ τοῦ; see Why.Go over old ground constantly: P. θάμα μεταστρέφεσθαι ἐπὶ τὰ εἰρημένα (Plat., Crat. 428D).Gain ground, v.: P. and V. προχωρεῖν.Lose ground: P. ἐλασσοῦσθαι.Stand one's ground: P. and V. ὑφίστασθαι, μένειν, P. μένειν κατὰ χώραν.Recover ground lost through indolence: P. τὰ κατερρᾳθυμημένα πάλιν ἀναλαμβάνειν (Dem. 42).——————v. trans.Secure, make firm: P. βεβαιοῦν.Plant, fix: P. and V. πηγνύναι, V. ἐρείδειν, ἀντερείδειν.Ground arms: P. ὅπλα τίθεσθαι.Run aground, v. intrans.: P. ὀκέλλειν, ἐποκέλλειν, V. ἐξοκέλλειν.——————adj.Of corn: P. ἀληλεμένος.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Ground
-
20 Why
adv.Interrogative: P. and V. τί, τοῦ χάριν (Dem. 490). P. διὰ τί, τοῦ ἕνεκα (Dem. 1104), ἀντὶ τίνος (Plat., Lys. 208E), V. πρὸς τί, ἀντὶ τοῦ, εἰς τί, τί χρῆμα, τίνος ἕκατι, ἐκ τοῦ (Eur., El. 246), τίνος χάριν.For what purpose: P. and V. ἐπὶ τῷ (Soph., Aj. 797).Indirect: P. διότι; V. ἀνθʼ ὅτου, or see the direct forms.Why not: V. τί μή.Why so: Ar. τιή.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Why
См. также в других словарях:
τινός — τινος , τις any one gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τίνος — τίς gen sg τινος , τις any one gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τινος — τις any one gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χειρ — η / χείρ, χειρός, ΝΜΑ, και χείρα Ν, και αιολ. τ. χήρ Α 1. το χέρι 2. (ιδίως) το άκρο χέρι 3. συνεκδ. το άτομο τού οποίου το χέρι έκανε κάτι (α. «χειρ Χριστόδουλου Καλλέργη» ο εικονογράφος Χριστόδουλος Καλλέργης β. «χειρ δ ὁρᾷ τὸ δράσιμον», Αισχύλ … Dictionary of Greek
τις — τι, ΝΜΑ, και κυπρ. τ. και αρκαδ. τ. σις, και θεσσ. τ. αρσ. και θηλ. κις, ουδ. κι, Α (αόρ. εγκλιτ. αντων.) (στη νεοελλ. μόνο ως λόγιος τ.) 1. κάποιος, ένας («καί τις θεὸς ἡγεμόνευεν», Ομ. Οδ.) 2. κάποιος από πολλούς 3. (με περιοριστική ή… … Dictionary of Greek
нѣкыи — (> 2000) мест. неопр. 1. Какойто, некий; некоторый: ˫ако се нѣ при коѥмь зъданѣ съсѹдѣ. малѹ нѣкакѹ влагѹ имѹштѫ. аште въложиши || ѹгль огньнъ. исѹшѧѥть и пожьжеть влагѹ (τινος) Изб 1076, 208–208 об.; Болѧринѹ нѣкоѥмɤ || въ гнѣвѣ велицѣ сѹщɤ ѿ … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
μέρος — το (ΑM μέρος) 1. τμήμα ενός όλου, τεμάχιο, κομμάτι (α. «γκρεμίστηκε ένα μέρος τού τοίχου» β. «κίνησις γὰρ αὕτη δὴ μεγίστη τοῑς Ἕλλησιν ἐγένετο καὶ μέρει τινὶ τῶν βαρβάρων», Θουκ.) 2. αυτό που αναλογεί στον καθένα, μερίδιο, μέρισμα, μερτικό («πήρε … Dictionary of Greek
πείρα — η / πεῑρα, ιων. τ. πείρη, αιολ. τ. πέρρα, ΝΜΑ η πράξη και το αποτέλεσμα τού πειρώμαι, η δοκιμή, η δοκιμασία, η γνώση που αποκτήθηκε έπειτα από δοκιμή στην πράξη, η εμπειρία («πεῑρά τοι μαθήσιος ἀρχά», Αλκμ.) νεοελλ. 1. καθετί που πέφτει στην… … Dictionary of Greek
πρόνοια — η, ΝΜΑ, και ιων. τ. προνοίη Α [πρόνους] 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού προνοώ, η εκ τών προτέρων σκέψη, η πρόβλεψη (α. «είχε την πρόνοια να μην τό διακινδυνεύσει» β. «οὐ τῇ ἐμῇ προνοίᾳ μᾱλλον ἐγίγνετο ἢ τύχῃ», Αντιφ.) 2. σύνεση, περίσκεψη 3 … Dictionary of Greek
τίς — τί, ΝΜΑ, και ηλειακός και λακων. τ. τίρ Α (ερωτ. αντων.) 1. (σε ευθεία ερώτ.) ποιος (α. «τίνος είναι το παιδί;» β. «ὦ ξεῑνοι, τίνες ἐστέ;», Ομ. Οδ.) 2. (το ουδ.) τί (ως έκφραση θαυμασμού ή περιφρόνησης) πόσο (α. «τί ωραίο σπίτι!» β. «τί κακός που … Dictionary of Greek
φεύγω — ΝΜΑ, και φεόγω Α 1. τρέπομαι σε φυγή, απομακρύνομαι γρήγορα κυρίως από φόβο ή επειδή μέ καταδιώκουν (α. «μόλις τόν είδε με το πιστόλι έφυγε» β. «βῆ φεύγων ἐπὶ πόντου», Ομ. Ιλ.) 2. αναχωρώ (α. «έφυγαν για ταξίδι τού μέλιτος» β. «Κῡρος μὲν τέθνηκεν … Dictionary of Greek