-
1 εργασειω
[desiderat. к ἐργάζομαι См. εργαζομαι] хотеть сделать, собираться сделатьτί δ΄ ἐργασείεις ; Soph. — что ты намерен сделать?
См. также в других словарях:
εργασείω — ἐργασείω (Α) επιθυμώ να εργαστώ, να πράξω κάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. Εφετικό παράγωγο από το αοριστικό θ. εργασ τού εργάζομαι] … Dictionary of Greek
ἐργασείειν — ἐργασείω long to do. be about to do pres inf act (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐργασείεις — ἐργασείω long to do. be about to do pres ind act 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐργασείων — ἐργασείω long to do. be about to do pres part act masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θαυμασείω — (Μ) τείνω να θαυμάσω, ποθώ να θαυμάσω. [ΕΤΥΜΟΛ. Εφετικό τού θαυμάζω με την κατάλ. σείω (πρβλ. εργασείω)] … Dictionary of Greek
κατεργάσειεν — κατά ἐργασείω long to do. be about to do imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)