Перевод: со всех языков на греческий

с греческого на все языки

ἐπὶ+πολύ

  • 1 надолго

    επίρ.
    για (επί) πολύ καιρό, επί μακρόν μακριά•

    дело надолго затянулось η υπόθεση τράβηξε μακριά•

    это не надолго αυτό δεν είναι για πολύ ή δεν πάει πολύ•

    надолго ли για πολύ καιρό;

    Большой русско-греческий словарь > надолго

  • 2 долго

    долго
    нареч γιά πολύ (καιρό), ἐπί πολύ, ἐπί μακρόν χρόνον, πολλή ὠρα:
    это дело \долго тянется αὐτή ἡ δουλειά τραβά σέ μάκρος, αὐτή ἡ δουλειά παρατραβάει· ◊ \долго ли до беды τό κακό δέν ἀργεῖ νά ἔρθει.

    Русско-новогреческий словарь > долго

  • 3 подолгу

    επιρ. χρονικό• για πολύ, επί πολύ, επί μακρόν.

    Большой русско-греческий словарь > подолгу

  • 4 Over

    prep.
    P. and V. περ (acc. or gen.).
    Upon: P. and V. ἐπ (dat.).
    Throughout: P. and V. δι (gen.), κατ (acc.), ν (acc.) (rare P.).
    All over: P. κατὰ πάντα.
    Over a wide space: P. ἐπὶ πολύ.
    Across: P. and V. πέρ (gen.), δι (gen.).
    Beyond: P. and V. πέρ (acc.); see Beyond.
    met., about: P. and V. πέρ (gen.). περ (acc. or gen.).
    (Exult, etc.) over: P. and V. ἐπ (dat.).
    Of authority: P. and V. ἐπ (dat.).
    Set over: P. and V. ἐφιστναι (τινά τινι).
    He pronounces over them a fitting eulogy: P. λέγει ἐπʼ αὐτοῖς ἔπαινον τὸν πρέποντα (Thuc. 2, 34).
    Beyond, more than: P. and V. πέρ (acc.).
    Fall over: P. ἐπιπίπτειν (dat.).
    Get over, surmount: P. and V. περβαίνειν; see Surmount.
    Get over an illness: see Recover.
    It is all over with me: use P. and V. οἴχομαι (Plat.), πόλωλα (perf. of ἀπολλύναι), V. ὄλωλα (perf. of ὀλλύναι); see be undone (Undone).
    Be over, be finished: P. and V. τέλος ἔχειν, τέλος λαμβνειν, παρελθεῖν ( 2nd aor. of παρέρχεσθαι), τελευτᾶν; see End.
    Be over, remain over: P. and V. περιλείπεσθαι, λείπεσθαι, P. περιεῖναι, Ar. and P. περιγίγνεσθαι.
    Hand over: P. and V. παραδιδόναι.
    ——————
    adv.
    Excessively, too much: P. and V. γαν, λαν, περισσῶς; see Excessively.
    In compounds: P. and V. πέρ.
    Overmuch: P. and V. πέρπολυς.
    Over and above, in addition to: P. and V. πρός (dat.), ἐπ (dat.).
    In addition: Ar. and V. προσέτι, V. καὶ πρός, πρός (rare P.).
    Over again: see Again.
    Over against: see Near, Opposite.
    Over and over: see Repeatedly.

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Over

  • 5 Wide-spread

    adj.
    Use P. ἐπὶ πολύ.
    Owing to the wide spread prevalence of piracy: P. διὰ τὴν λῃστείαν ἐπὶ πολὺ ἀντισχοῦσαν (Thuc. 1, 7).

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Wide-spread

  • 6 долгий

    долг||ий
    прил
    1. μακρύς, μακρός:
    \долгийое молчание ἡ μακρά σιωπή· \долгийая жизнь ἡ μακρόχρονη ζωή· \долгийая зима ὁ μεγάλος χειμώνας· \долгийое время γιά πολύ καιρό, ἐπί πολύ·
    2. лингв.:
    \долгий гласный τό μακρόν φωνήεν \долгий слог ἡ μακρά συλλαβή· ◊ откладывать дело в \долгий ящик разг ἀναβάλλω κάποια ὑπόθεση ἐπ' ἀπειρον (или ἐπ' ἀόριστον)· это \долгийая песия разг εἶναι βαρετή ὑπόθεση.

    Русско-новогреческий словарь > долгий

  • 7 застояться

    -оюсь, -оишься ρ.σ.
    1. πολυστέκω, παραστέκω, στέκομαι όρθιος πολύ χρόνο•

    конь -лся το άλογο παραστάθηκε.

    2. παραμένω επι πολύ.
    3. ακινητώ, χάνω τη φρεσκάδα.

    Большой русско-греческий словарь > застояться

  • 8 Generally

    adv.
    In common: P. and V. κοινῇ.
    For the most part: P. ὡς ἐπὶ πολύ, τὰ πολλά (Thuc. 1, 122).
    To speak generally, in general terms: P. ὡς ἐπὶ πᾶν εἰπεῖν.
    As is generally the case: P. οἷα... φιλεῖ γίγνεσθαι (Thuc. 7, 79).
    Generally and in detail: κατὰ πᾶν καὶ καθʼ ἕκαστον.
    Broadly, in outline: P. ἁπλῶς, οὐκ ἀκριβῶς, τύπῳ.
    On general grounds: P. and V. ἄλλως (Eur., I.A. 491).
    Customarily: P. and V. εἰωθότως, P. συνήθως.

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Generally

  • 9 засидеться

    -сижусь, -сидишься
    ρ.σ.
    παραρακάθομαι, θρονιάζομαι, καλοκάθομαι, καλοστρώνομαι, στρογγυλοκάθομαι•

    засидеться в гостях παρακάθομαι μουσαφίρης.

    || μτφ. μένω επί πολύ σ’ ένα μέρος.
    εκφρ.
    засидеться в девках ή в девицах, в невестах – μένω πολύν καιρό ανύπαντρη, αργώ να παντρευτώ.

    Большой русско-греческий словарь > засидеться

  • 10 Area

    subs.
    Size: P. and V. μέγεθος, τό.
    Width: P. and V. εὖρος, τό (Xen.), Ar. and P. πλτος, τό.
    Length: P. and V. μῆκος, τό.
    Circuit: P. and V. κύκλος, ὁ, περβολος, ὁ, περιβολή, ἡ, P. περιφορά, ἡ.
    Extend over a wide area of sea: P. ἐπὶ πολὺ τῆς θαλάσσης ἐπέχειν (Thuc. 1, 50).

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Area

  • 11 Extend

    v. trans.
    Hold out: P. and V. προτείνειν, ὀρέγειν.
    met., offer (welcome, etc.): P. and V. παρέχειν.
    Lengthen, prolong: P. and V. μηκύνειν, τείνειν, ἐκτείνειν, P. ἀποτείνειν.
    Extend the wing ( of an army or fleet): P. παρατείνειν τὸ κέρας (Thuc. 8, 104).
    V. intrans. P. καθήκειν, διήκειν, προσήκειν (Xen.), P. and V. τείνειν.
    Extend alongside: P. παρατείνειν (absol.), παρήκειν (absol.), Ar. παρατείνεσθαι (absol.).
    Extend over a wide area of sea ( of ships): P. ἐπὶ πολὺ τῆς θαλάσσης ἐπέχειν (Thuc. 1, 50).

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Extend

  • 12 Extensively

    adj.
    Over a wide space: P. ἐπὶ πολύ.
    Abundantly: P. and V. ἀφθόνως (Eur., frag.).
    Everywhere: P. and V. πανταχοῦ, πανταχῆ; see Everywhere.

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Extensively

  • 13 Mainly

    adv.
    Especially: P. and V. μλιστα, οὐχ ἥκιστα.
    For the most part: P. ὡς ἐπὶ πολύ, τὰ πολλά.

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Mainly

  • 14 Mostly

    adv.
    P. and V. τὰ πλεῖστα, P. ὡς ἐπὶ πολύ, τὰ πολλὰ, ὡς τὰ πολλά, V. τὰ πλείω.

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Mostly

  • 15 Normally

    adv.
    In the usual way: P. and V. εἰωθότως, P. συνήθως.
    Generally, for the most part: P. ὡς ἐπὶ πολύ.

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Normally

  • 16 Ordinarily

    adv.
    Generally: P. ὡς ἐπὶ πολύ, τὰ πολλά.
    Customarily: P. and V. εἰωθότως, P. συνήθως.

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Ordinarily

  • 17 Part

    subs.
    Portion, share: P. and V. μέρος, τό, μοῖρα, ἡ, P. μόριον, τό, V. λχος, τό.
    Division: P. and V. μερς, ἡ, μέρος, τό, μοῖρα, ἡ.
    Direction: see Direction.
    Part in a play: P. σχῆμα, τό.
    I did not abandon the part of a patriot in the hour of danger: P. ἐγὼ τὴν τῆς εὐνοίας τάξιν ἐν τοῖς δεινοῖς οὐκ ἔλιπον (Dem. 286).
    It is a wise man's part: P. and V. σοφοῦ ἀνδρός ἐστι or σοφοῦ πρὸς ἀνδρός ἐστι.
    The part of an accomplice: V. τὸ συνδρῶν χρέος (Eur., And. 337).
    In part: P. μέρος τι; see Partly.
    For my part: V. τοὐμὸν μέρος.
    I for my part: P. and V. ἔγωγε.
    For the most part: P. ὡς ἐπὶ πολύ, τὰ πολλά.
    You have no part in: P. and V. οὐ σοὶ μέτεστι (gen.).
    Take part in: P. and V. κοινωνεῖν (gen.), κοινοῦσθαι (acc. or gen.), μετέχειν (gen.), συναίρεσθαι (acc. or gen.); see Share.
    Take ( a person's) part: P. and V. εὐνοεῖν (τινί), τ (τινος) φρονεῖν, P. εὐνοϊκῶς ἔχειν (τινί); see side with.
    Take in good part: P. and V. ῥᾳδίως φέρειν (acc.).
    Parts, natural capacity: P. and V. δναμις, ἡ.
    Character: P. and V. ἦθος, τό, τρόπος, ὁ, or pl.
    Cleverness: P. and V. σοφία, ἡ. φρόνησις, ἡ; see Cleverness.
    Quarters: P. and V. τόποι, οἱ.
    Be in foreign parts, v.: Ar. and P. ποδημεῖν.
    From all parts: see from every direction, under Direction.
    ——————
    v. trans.
    Separate: P. and V. χωρίζειν, σχίζειν, διείργειν, διαλαμβνειν, διαιρεῖν, διιστναι (Eur., frag.), Ar. and P. διαχωρίζειν, διασπᾶν, V. νοσφσαι ( 1st aor. act. of νοσφίζεσθαι), P. διασχίζειν.
    Cut off: P. ἀπολαμβνειν, διαλαμβνειν.
    Separate locally ( as a dividing line): P. and V. σχίζειν.
    About the river Tanaus that parts the borders of the Argive land and the soil of Sparta: V. ἀμφὶ ποταμὸν Ταναὸν Ἀργείας ὅρους τέμνοντα γαίας Σπαρτιάτιδός τε γῆς (Eur., El. 410).
    V. intrans. Fork ( of a road): P. and V. σχίζεσθαι.
    Break: P. and V. ῥήγνυσθαι; see Break.
    Of themselves the fetters parted from their feet: V. αὐτόματα δʼ αὐταῖς δεσμὰ διελύθη ποδῶν (Eur., Bacch. 447).
    Be separated, go different ways: P. and V. χωρίζεσθαι, φίστασθαι, διίστασθαι. Ar. and P. διακρνεσθαι.
    When we parted: P. ἐπειδὴ ἀπηλλάγημεν (Dem. 1169).
    Part from: P. and V. φίστασθαι (gen.), V. ποζεύγνυσθαι (gen.) (Eur., H.F. 1375).
    Part with: P. and V. παλλάσσεσθαι (gen.), φίστασθαι (gen.), πολείπεσθαι (gen.).
    Be deprived of: see under Deprive.
    Give: see Give.

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Part

  • 18 Popularly

    adv.
    In a popular way: P. δημοτικῶς.
    Generally: P. ὡς ἐπὶ πολύ.

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Popularly

  • 19 Prevalence

    subs.
    Owing to the widespread prevalence of piracy: P. διὰ τὴν λῃστείαν ἐπὶ πολύ ἀντισχοῦσαν (Thuc. 1, 7).

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Prevalence

  • 20 Principally

    adj.
    Especially: P. and V. μλιστα, οὐχ ἥκιστα, P. διαφερόντως.
    For the most part: P. ὡς ἐπὶ πολύ.

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Principally

См. также в других словарях:

  • επί — (AM ἐπί) (πρόθεση) Ι. (με γεν.) 1. επάνω σε μια επιφάνεια ή σ ένα σημείο («επί τής στέγης», «καθέζετ ἐπὶ θρόνου») 2. σχετικά με κάτι, σε αναφορά με κάτι («επί τού θέματος, επί τής ουσίας», «ἐπὶ καλοῡ λέγων παιδός») 3. χρονική περίοδος κατά την… …   Dictionary of Greek

  • Φρανκφούρτη επί του Μάιν — (Frankfurt am Main). Πόλη (648.000 κάτ. το 2003) της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας στο ομόσπονδο κρατίδιο του Έσεν. Βρίσκεται πάνω στις δύο όχθες του Μάιν, σε απόσταση 35 χλμ. από τη συμβολή του με τον Ρήνο, σε ένα σημείο, όπου ο Μάιν… …   Dictionary of Greek

  • πολύς — πολλή, πολύ, ΝΜΑ, και επικ. τ. πουλύς, πουλύ και ιων. τ. πολλός, ή, όν, Α 1. (για αριθμό και συχνά με ονόματα τα οποία δηλώνουν την έννοια τού πλήθους) αυτός που υπάρχει ή γίνεται σε μεγάλη ποσότητα (α. «συγκεντρώθηκε πολύς λαός για να τόν… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Τέχνη (Σύγχρονη) — Η ΕΙΚΑΣΤΙΚΗ ΠΑΡΑΓΩΓΗ ΣΤΗ ΣΗΜΕΡΙΝΗ ΕΛΛΑΔΑ ΚΑΙ Η ΚΑΤΑΓΩΓΗ ΤΗΣ ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΕΙΚΑΣΤΙΚΗ ΣΚΕΨΗ ΤΟΥ 19ου & ΤΟΥ 20ού αι. Εξετάζοντας την ελληνική εικαστική δημιουργία σήμερα, μπορούμε να καταλήξουμε στις εξής παραδοχές: α) παρουσιάζει έργα με μεγάλο… …   Dictionary of Greek

  • мъногыи — (мъногыи4000) пр. 1.Многочисленный, значительный по количеству: съдравьствѹите же мънога лѣ(т). съдрьжѧще порѹчение || свое. ЕвОстр 1056–1057, 294в–г (запись); Да чл҃вкъ ѹбо обѣштѧ сѧ. ˫ако чѧ˫а многа лѣта быти въ пока˫ании (πολυχρονίσαι) Изб… …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • μήκιστος — η, ο (ΑΜ μήκιστος, ίστη, ον, Α δωρ. τ. μάκιστος, ίστη, ον) νεοελλ. (για μυ) αυτός που εκτείνεται από την ιερά χώρα μέχρι τις μαστοειδείς αποφύσεις τού κρανίου αρχ. 1. πολύ υψηλός στο ανάστημα («οὓς δὴ μηκίστους θρέψε ζείδωρος ἄρουρα», Ομ. Οδ.) 2 …   Dictionary of Greek

  • μακροχρόνιος — α, ο (AM μακροχρόνιος, ον) 1. αυτός που διαρκεί, που παραμένει επί πολύ χρόνο (α. «μακροχρόνια ασθένεια» β. «ὀφθαλμίαι ὑγραὶ μακροχρόνιοι μετὰ πόνων», Ιπποκρ.) 2. αυτός που ζει πολλά χρόνια, πολύχρονος, μακρόβιος («τίμα τὸν πατέρα σου καὶ τὴν… …   Dictionary of Greek

  • επιπολύ — ἐπιπολὺ αντὶ ἐπὶ πολὺ (AM) [πολύ] επίρρ. 1. πάρα πολύ 2. τις περισσότερες φορές, ως επί το πλείστον, συνήθως …   Dictionary of Greek

  • δην — δήν (δωρ. τ.) δάν ή δοάν επίρρ. (Α) 1. επί μακρό χρόνο, επί πολύ 2. προ πολλού χρόνου. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. δην, όπως εξάλλου και η αντίθετη της πλην (με αμάρτ. σημασία «κοντά», πρβλ. πλησίον), είναι η αιτιατική ενός ονόματος με ρίζα *δFā < ΙΕ *dwā… …   Dictionary of Greek

  • μακράν — (AM μακράν, Α ιων. τ. μακρήν, Μ και μακρά) επίρρ. σε μεγάλη τοπική ή χρονική απόσταση, μακριά (α. «μακρὰν γὰρ βαρβάρου ναίει χθονός», Ευρ. β. «ἐπεὶ τἄν οὐ μακρὰν ἔζων ἐγώ», Σοφ.) νεοελλ. έξω, εκτός μσν. φρ. «πάγω μακρά» αργώ, καθυστερώ (αρχ. φρ.… …   Dictionary of Greek

  • παπισμός — Θεσμός της Καθολικής Εκκλησίας, που εκφράζει και βασίζεται στη διδασκαλία της Εκκλησίας αυτής, κατά την οποία ο επίσκοπος Ρώμης, ως διάδοχος του κορυφαίου των Αποστόλων, του Πέτρου, έχει το πρωτείο τιμής ανάμεσα στη χριστιανική ιεραρχία, και… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»