Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

ἐπιτρέπω

  • 1 допускать

    ρ.δ.μ.
    1. επιτρέπω, αφήνω ναεισέλθευ, δίνω, χορηγώ άδεια,εασόδου•

    его не -тли до больного δεν του επέτρεπαν να δει τον ασθενή•

    это не -ет сомнения αυτό είναι έξω πάθε αμφιβολίας, είναι αναμφίβολο.

    || επιτρέπω, δίνω το δικαίωμα•

    допускать азартные игры επιτρέπω τα τυχερά παιγνίδια.

    || επιτρέπω να πάρει μέρος•

    допускать к экзаменам επιτρέπω να δόσει εξετάσεις.

    2. ανέχομαι, υποφέρω• υπομένω•

    удивляюсь, как -ют такие беспорядки απορώ (εκπλήσσομαι) πως ανέχονται τέτοιες αταξίες.

    3. δέχομαι, παραδέχομαι•

    -аю, что это так, как вы говорите παραδέχομαι ότι αυτό είναι έτσι, όπως εσείς λέτε.

    || κάνω, διαπράττω' допускать ощибку κάνω λάθος. || περιορίζω•

    не допускать до короткости κρατώ σε απόσταση.

    επιτρέπομαι•

    дети до 16 лет не -ются δεν επιτρέπεται,για παιδιά κάτω των 16 χρονών•

    не -ется δεν επιτρέπεται, απαγορεύεται.

    || έχω άδεια, δικαίωμα ασχολίας, συμμετοχής κλπ. -к голосованию μου επιτρέπεται να πάρω μέρος στην ψηφοφορία (να ψηφίσω).

    Большой русско-греческий словарь > допускать

  • 2 допускать

    1. допускать \допускать из состава команды διαγράφω από την ομά δα 2. допускать, допустить 1) (разрешить) επιτρέπω, ανέχο μαι, παραδέχομαι \допускать к выбо рам επιτρέπω να ψηφίσουν 2) (предположить ) υποθέτω до пустим, что... ας υποθέσουμε ότι.... ◇ \допускать ошибку κάνω λά θος
    * * *
    = допустить
    1) ( разрешить) επιτρέπω, ανέχομαι, παραδέχομαι

    допуска́ть к вы́борам — επιτρέπω να ψηφίσουν

    2) ( предположить) υποθέτω

    допу́стим, что... — ας υποθέσουμε ότι

    ••

    допуска́ть оши́бку — κάνω λάθος

    Русско-греческий словарь > допускать

  • 3 допускать

    допускать
    несов
    1. (разрешать) παραδέχομαι, ἐπιτρέπω, ἀποδέχομαι, ἀνέχομαι:
    \допускать к экзамену ἐπιτρέπω νά πάρει μέρος στίς ἐξετάσεις· \допускать к выборам ἐπιτρέπω νά ψηφίσουν·
    2. (предполагать) παραδέχομαι, ἀποδέχομαι, ὑποθέτω:
    допустим, что это так ἄς ὑποθέσουμε δτι αὐτό εἶναι ἔτσι· ◊ \допускать ошибку κάνω λάθος.

    Русско-новогреческий словарь > допускать

  • 4 дать

    дам, дашь, даст, дадим, дадите, дадут; παρλθ. χρ. дал, дала, дало, дали (με το αρνητικό: не дал, не дала, не дало, не дали); προστκ. дай; παθ. μτχ. παρλθ. χρ. данный, βρ: дан, дана, дано
    ρ.σ.μ.
    1. δίνω• εγχειρίζω•

    дать деньги δίνω χρήματα•

    дать книгу δίνω βιβλίο.

    || παρέχω, χορηγώ, προσφέρω•

    помещение δίνω χώρο.

    || παραχωρώ•

    дать место δίνω τη θέση.

    || πληρώνω•

    сколько ты дал за галстук? πόσο έδοσες για τη γραβάτα;

    2. απονέμω•

    дать награду απονέμω βραβείο, βραβεύω.

    || μτφ. καθορίζω•

    дать задание на дом δίνω σπιτική δουλιά (στους μαθητές).

    || επιφέρω, καταφέρω•

    он дал ему пощечину του έδοσε ένα μπάτσο.

    || χτυπώ, δέρνω, πλήττω•

    дать по рукам χτυπώ στα χέρια.

    3. παραθέτω• παρουσιάζω κάνω εκδήλωση•

    дать обед δίνω γεύμα•

    дать концерт δίνω συναυλία•

    дать бал δίνω χορό.

    4. φέρω, αποφέρω, προσκομίζω•

    дать большой доход δίνω μεγάλο έσοδο.

    || φέρω, επιφέρω•

    дать успокоение φέρω καθησύχαση, καθησυχάζω.

    5. εμφανίζω, παρουσιάζω•

    дать трещину ραγίζομαι, παρουσιάζω ρωγμή•

    -течь κάνω νερά, αφήνω να τρέχει•

    дать осечку παθαίνω αφλογιστία•

    дать осадок αφήνω κατακάθια.

    6. με πολλά ουσ. σχηματίζει• συνδυασμούς•

    дать распоряжение δίνω εντολή (εντέλλομαι)•

    дать согласие συμφωνώ, συγκατατίθεμαι, δίνω συγκατάθεση•

    дать позволение επιτρέπω•

    дать ответ δίνω απάντηση (απαντώ)•

    дать разрешение δίνω άδεια (επιτρέπω)•

    дать обещание δίνω υπόσχεση (υπόσχομαι)•

    дать отсрочку δίνω αναβολή, παράταση (αναβάλλω, παρατείνω)•

    дать указания υποδείχνω, δίνω οδηγίες.

    || μεταδίνω, κάνω•

    сигнал δίνω σήμα, κάνω σινιάλο•

    дать знак κάνω νεύμα.

    || χτυπώ, κρούω•

    дать звонок χτυπώ το κουδούνι.

    7. παρέχω τη δυνατότητα, αφήνω, επιτρέπω•

    дайте мне отдыхать αφήστε με να ξεκουραστώ•

    он не дает- мне спать αυτός δε με αφήνει να κοιμηθώ.

    8. προστκ. дай ως προτρεπτικό μόριο: εμπρός, μπρος, άι, δόσ(ε), δόσ’ του.
    εκφρ.
    дать веру – πιστεύω, δίνω πίστη•
    дать вожжи ή поводокκ.τ.τ. χαλαρώνω τα χαλινά•дать знать κάνω γνωστό, γνωστοποιώ•
    дать начало – κάνω την αρχή, πρωταρχίζω•
    дать себя знать – υποχρεώνω τον εαυτό μου να καταλάβει, να αι-αθανθεί•
    дать свет – ανάβω το φως•
    дать себе труд – κουράζω, βασανίζω•
    не дал себе труда подумать – δε βασάνισε καθόλου το μυαλό του•
    слово – α) δίνω το λόγο (να μιλήσει.), β) υπόσχομαι•
    ни дать ни взять – ούτε πολύ ούτε λίγο, ακριβώς το ίδιο•
    я тебе (те) дам – θα σου τις δώσω, θα σε δείρω, θα τις φας (απειλή)•
    дай Бог – (ευχή) να δόσει ο Θεός•
    не дай Бог – (απευχή) να μη δόσει ο Θεός.
    1. πιάνομαι•

    не дать в обман δε θα πέσω στην παγίδα, δε θα πιαστώ κορόιδο.

    || υποκύπτω, υποχωρώ.
    2. πετυχαίνω, ευδοκιμώ είμαι ευμαθής•

    математика ему не далась τα μαθηματικά αυτός δεν τα έπαιρνε•

    история ему далась лучше грамматики αυτός την ιστορία την έπαιρνε καλύτερα από τη γραμματική.

    || δίνομαι, αποκτιέμαι•

    ничто даром не дается τίποτε δε δίνεται δωρεάν (τζάμπα).

    Большой русско-греческий словарь > дать

  • 5 пропустить

    ρ.σ.μ.
    1. αφήνω να περάσει, να διέλθει, να εισχωρήσει, να εισδύσει• επιτρέπω.
    2. εξυπηρετώ•

    столовая -ла за день тысячу людой το εστιατόριο εξυπηρέτησε για μια μέρα χίλια άτομα.

    || περνώ•

    пропустить нитку через уш-κο•

    иголки περνώ την κλωστή στην τρύπα του βελονιού.

    || διατρυπώ• διαπερνώ•

    пропустить гвоздь через доску διατρυπώ τη σανίδα με το καρφί.

    || διοχετεύω•

    пропустить воду через фильтр φιλτράρω το νερό.

    || κόβω•

    пропустить мясо через мясорубку περνώ το κρέας από την κρεατομηχανή, κόβω το κρέας στην κρεατομηχανή.

    || εξετάζω, ελέγχω• περνώ• υποβάλλω•

    пропустить проект через комиссию περνώ το σχέδιο από την επιτροπή (για έλεγχο).

    3. αναμερώ (για να περάσει κάποιος)•

    женщину с ребнком κάνω μέρος να περάσει η γυναίκα με το παιδάκι.

    || επιτρέπω την είσοδο•

    пропустить в парк επιτρέπω την είσοδο στο πάρκο.

    (αθλτ.) δεν μπορώ να αποτρέψω το γκολ•

    вратарь -ил мяч в ворота ο τερματοφύλακας δε μπόρεσε να αποτρέψει το γκολ.

    4. περνώ, διαβαίνω, διέρχομαι πλησίον. || ξεχνώ κάτι περνώντας από κοντά. || αφήνω να μου διαφύγει η ευκαιρία.
    5. αφήνω κενό. || παρέρχομαι• παραλείπω•

    пропустить несколько страниц αφήνω μερικές σελίδες.

    || απουσιάζω•

    пропустить урок απουσιάζω από το μάθημα.

    6. (απλ.) πίνω (ποτό), κατεβάζω. || τρώγω κάτι, τσιμπώ.
    εκφρ.
    никого не пропустить – δεν αφήνω κανέναν σε ησυχία.

    Большой русско-греческий словарь > пропустить

  • 6 пускать

    1. (разрешать) επιτρέπω 2. (приводить в действие) βάζω σε κίνηση, βάζω εμπρός
    - в ход βάζω σε λειτουργία, βάζω σε κυκλοφορία
    3. (отпускать) αφήνω 4. (впускать, пропускать) επιτρέπω, αφήνω 5 (воду, пар и т.п.) ανοίγω 6. (давать росток, корни) ριζοβολώ, πιάνω ρίζες, ριζώνω 7. (под-вергать какому-л. действию) βάζω, τοποθετώ' - в переработку - για επεξεργασία.

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > пускать

  • 7 впускать

    впускать, впустить αφήνω (или επιτρέπω) την είσοδο
    * * *
    = впустить
    αφήνω ( или επιτρέπω) την είσοδο

    Русско-греческий словарь > впускать

  • 8 дать

    дать 1) в разн. знач. δίνω дайте, пожалуйста... δώστε, παρακαλώ... дайте им знать ειδοποιείστε τους \дать согласие συμφωνώ \дать концерт δίνω κοντσέρτο; \дать обед παραθέτω γεύμα 2) (разрешить) αφήνω, επιτρέπω дайте мне пройти επιτρέψτε μου να περάσω
    * * *
    1) в разн. знач. δίνω

    да́йте, пожа́луйста... — δώστε, παρακαλώ…

    да́йте им знать — ειδοποιείστε τους

    дать согла́сие — συμφωνώ

    дать конце́рт — δίνω κοντσέρτο

    дать обе́д — παραθέτω γεύμα

    2) ( разрешить) αφήνω, επιτρέπω

    да́йте мне пройти́ — επιτρέψτε μου να περάσω

    Русско-греческий словарь > дать

  • 9 доступ

    доступ м 1) η είσοδος, το προσιτό открыть \доступ επιτρέπω (или ανοίγω) την είσοδο 2) (посещение ) η επίσκεψη
    * * *
    м
    1) η είσοδος, το προσιτό

    откры́ть до́ступ — επιτρέπω ( или ανοίγω) την είσοδο

    2) ( посещение) η επίσκεψη

    Русско-греческий словарь > доступ

  • 10 позволить

    позволить, позволять επιτρέπω· позвольте мне... επιτρέψτε μου να...
    * * *
    = позволять

    позво́льте мне… — επιτρέψτε μου να…

    Русско-греческий словарь > позволить

  • 11 предоставить

    предоставить, предоставлять 1) δίνω, παρέχω· \предоставить в распоряжение θέτω στη διάθέση, διαθέτω 2) (дать право) επιτρέπω, αφήνω
    * * *
    = предоставлять
    1) δίνω, παρέχω

    предоста́вить в распоряже́ние — θέτω στη διαθέση, διαθέτω

    2) ( дать право) επιτρέπω, αφήνω

    Русско-греческий словарь > предоставить

  • 12 пропускать

    пропускать, пропустить 1) (куда-л.) επιτρέπω την είσοδο, αφήνω να περάσει 2) (упустить) παραλείπω, χάνω* \пропускать срок παραλείπω (или χάνω) την προθεσμία· я \пропускатьил ошибку μου διέφυγε το λάθος
    * * *
    = пропустить
    1) (куда-л.) επιτρέπω την είσοδο, αφήνω να περάσει
    2) ( упустить) παραλείπω, χάνω

    пропуска́ть срок — παραλείπω ( или χάνω) την προθεσμία

    я пропуска́тьил оши́бку — μου διέφυγε το λάθος

    Русско-греческий словарь > пропускать

  • 13 пускать

    пускать, пустить 1) (дать пройти) επιτρέπω την είσοδο, αφήνω να περάσει 2) (привести в движение ) βάζω σε κίνηση
    * * *
    = пустить
    1) ( дать пройти) επιτρέπω την είσοδο, αφήνω να περάσει
    2) ( привести в движение) βάζω σε κίνηση

    Русско-греческий словарь > пускать

  • 14 разрешить

    разрешить 1) (позволить) επιτρέπω, αφήνω· \разрешитьте пройти επιτρέψτε μου να περάσω 2) (решить) λύ(ν)ω
    * * *
    1) ( позволить) επιτρέπω, αφήνω

    разреши́те пройти́ — επιτρέψτε μου να περάσω

    2) ( решить) λύ(ν)ω

    Русско-греческий словарь > разрешить

  • 15 позволить

    позволить
    сов, позволять несов ἐπιτρέπω / δίνω ἄδεια (давать разрешение) / παίρνω τό θάρρος, τολμῶ νά (осмеливаться):
    \позволить себе ἐπιτρέπω στον ἐαυτό μου· \позволить себе слишком много παίρνω πολύ θάρρος, παίρνω πολύ ἀέρα.

    Русско-новогреческий словарь > позволить

  • 16 напустить

    -ущу, -устишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. напущенный, βρ: -щен, -а, -о ρ.σ.μ.
    1. ίαφήνω, απολύω, ανοίγω•

    напустить воды в ванну αφήνω να τρέξει πολύ νερό στη μπανιέρα•

    напустить дыму в комнату αφήνω να μπει πολύς καπνός στο δωμάτιο•

    собака -ла блох το σκυλί άφησε πολλούς ψύλλους, μας γέμισε ψύλλους.

    || επιτρέπω να μπει, να κατοικήσει•

    напустить жильцов в дом επιτρέπω ενοικιαστές στο σπίτι.

    2. κατεβάζω, χαμηλώνω•

    напустить волосы на лоб αφήνω να πέσουν τα μαλλιά στο μέτωπο.

    3. προσποιούμαι, κάνω, παρασταίνω•

    напустить на себя важность κάνω το σοβαρό, σοβαροποιούμαι•

    напустить равнодушие κάνω τον αδιάφορο•

    напустить на себя строгость κάνω τον αυστηρό.

    4. (κυνηγ.) λύνω, απολύω•

    напустить собаку на зайца απολύω το σκυλί για λαγό.

    || παρακινώ, προτρέπω.
    5. μαγεύω, κάνω μάγια (ν αρρωστήσει ή να πάθει). || εμπνέω, εμβάλλω• προξενώ ενσπείρω;
    επιτίθεμαι (με βρισιές, μομφές κ.τ.τ.).

    Большой русско-греческий словарь > напустить

  • 17 позволить

    -лю, -лишь ρ.σ.
    1. επιτρέπω, δινω άδεια•

    я -ил ему уехать του επέτρεψα να φύγει•

    никому не -лю δε θα επιτρέψω σε κανένα.

    2. (1ο и 2ο πρόσ. δεν έχει) δίνω τη δυνατότητα•

    здоровье не -ла мне приехать η υγεία δε μου επέτρεψε να έρθω.

    3. προστκ. позволь(те) мне (για αντίρρηση, διαφων ία κ.τ.τ.)
    επιτρέψτε μου.
    εκφρ.
    позволить себе – α) επιτρέπω στον εαυτό μου (για συμπεριφορά), β) είμαι σε θέση (να πράξω κάτι).

    Большой русско-греческий словарь > позволить

  • 18 пустить

    пущу, пустишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. пущенный, βρ: -щен, -а, -о ρ.σ.μ.
    1. αφήνω, απολύω, παύω να κρατώ•

    пустить на волю αφήνω ελεύθερο•

    он схватил его и не хотел пустить αυτός τον άρπαξε και δεν τον άφηνε.

    2. επιτρέπω•

    я боялся, что отец не -ит меня φοβήθηκα, μήπως δε θα με αφήσει ο πατέρας•

    пустить пассажиров в вагон επιτρέπω την είσοδο των επιβατών στο βαγόνι.

    || βγάζω στη βοσκή•

    пустить коня на траву βγάζω το άλογο στη βοσκή.

    || παλ. στέλλω επιστολή.
    3. θέτω, βάζω σε κίνηση, λειτουργία, βάζω μπρος (μπροστά)•

    пустить новый завод βάζω σε λειτουργέ ία καινούριο εργοστάσιο•

    пустить мотор, машину βάζω μπρος το μοτέρ, τη μηχανή.

    || αφήνω να διαρεύσει (για νερό, ατμό, αέριο κ.τ.τ.).
    με την πρόθ. в υποβάλλω• βγάζω• θέτω•

    пустить в переработку επεξεργάζω•

    пустить в продажу βγάζω για πούλημα•

    пустить в обращение θέτω σε κυκλοφορία•

    пустить в ход χρησιμοποιώ, βάζω σε ενέργεια.

    || με την πρόθ. под αφήνω• παραδίνω•

    пустить поле под рожь, под пар αφήνω το χωράφι για βρίζα, για αγρανάπαυση•

    все деревья пустить под топор όλα τα δέντρα τα παραδίνω στο τσεκούρι (τα κόβω).

    4. ρίχνω, πετώ κινώ, κυλώ• κατευθύνω•

    пустить шар по столу κυλώ τη φούσκα στο τραπέζι•

    пустить ко дну ρίχνω στον πυθμένα (στο βυθό)•

    пустить камень в окно ρίχνω πέτρα στο παράθυρο.

    5. διαδίδω, κυκλοφορώ• διασπείρω•

    пустить слух διαδίδω φήμη•

    пустить сплетню κουτσομπολεύω.

    || λέγω, προφέρω. || αναδίδω, βγάζω (ήχο, φωνή κ.τ.τ.).
    6. βγάζω, (ανα)φύω•

    пустить ростки βγάζω βλαστάρια (βλασταινω)•

    пустить корни βγάζω ρίζες (ριζοβολώ).

    7. προσδίδω χρώμα, απόχρωση.
    εκφρ.
    пустить кровь кому – ρίχνω κοφτές βεντούζες σε κάποιον•
    пустить в оборот – βάζω σε χρήση.
    1. ξεκινώ, εκκινώ•

    пустить в дорогу ξεκινώ για δρόμο•

    пустить в погоню το βάζω στο κυνηγητό•

    пустить бежать του δίνω δρόμο, το βάζω στα πόδια.

    2. ααρχίζω κάτι. || επιδίδομαι, ασχολούμαι,• пустить в литературу ασχολούμαι με τη λογοτεχνία.
    3. αποτολμώ, αποκοτώ• ρίχνομαι.

    Большой русско-греческий словарь > пустить

  • 19 разрешить

    -шу, -шишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. разрешенный, βρ: -шен, -пгена, -о
    1. ρ.σ.μ.
    επιτρέπω, δίνω άδεια• αφήνω•

    разрешить беспрепятственный вход и выход επιτρέπω ελεύθερατην είσοδο και έξοδο•

    разрешить пить вино επιτρέπωνα πιει κρασί.

    2. λύνω, δίνω λύση•

    разрешить вопрос λύνω το ζήτημα•

    разрешить спор λύνω τη διαφορά.

    || διευθετώ, διακανονίζω, επιλύω•

    разрешить противоречия επιλύω τις αντιθέσεις.

    || απαλλάσσω• αποδεσμεύω• απελευθερώνω•

    разрешить кого–нибудь от обязательства απαλλάσσω κάποιον από τις υποχρεώσεις.

    3. (προστκ.) -й(те) επίτρεψε, επιτρέψτε•

    -йте пройти επιτρέψτε μου (αφήστεμε) να περάσω.

    4. παλ. θεραπεύω, επαναφέρω (όραση, ακοή, ομιλία). || μτφ. λύνω•

    разрешить молчание λύω τη σιωπή.

    1. λύνομαι•

    вопрос -йлся το ζήτημα λύθηκε.

    || διαλύομαι•

    сомнения -лись οι αμφιβολίες διαλύθηκαν.

    2. περατώνομαι, τελειώνω•

    дело -лось η υπόθεσητέλειωσε.

    || τερματίζομαι, καταλήγω•
    болознь -лась кризисом η άρρωστεια κατέληξε σε κρίση.
    4. γεννώ, λευτερώνομαι•

    ока -ла.сь от бремени αυτή γέννησε (λευτερώθηκε από το κοιλιακό βάρος).

    || δημιουργώ, φτιάχνω (μετά από μακρές προσπάθειες).

    Большой русско-греческий словарь > разрешить

  • 20 впустить

    1. (позволить войти, въехать) επιτρέπω, αφήνω 2. (влить, капая) εγχέω, χύνω.

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > впустить

См. также в других словарях:

  • ἐπιτρέπω — to turn to pres subj act 1st sg ἐπιτρέπω to turn to pres ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • επιτρέπω — επιτρέπω, επέτρεψα βλ. πίν. 9 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • επιτρέπω — (AM ἐπιτρέπω και ιων. τ. ἐπιτράπω) [τρέπω] 1. δίνω σε κάποιον την άδεια να κάνει κάτι, ανέχομαι (α. «δεν μού επέτρεψε να απαντήσω» β. «οὐκ ἄν ποτ’ ἄλλῳ τοῡτ’ ἐπέτρεψ’ ἐγώ ποιεῑν», Αριστοφ. γ. «ἢν δέ τις μαλακύνηται, μὴ ἐπιτρέπετε», Ξεν.) νεοελλ.… …   Dictionary of Greek

  • επιτρέπω — επίτρεψα και επέτρεψα, επιτράπηκα, επιτετραμμένος, μτβ. 1. δίνω σε κάποιον την άδεια να πει ή να κάνει κάτι, τον αφήνω ελεύθερο να κάνει κάτι, δεν τον εμποδίζω. 2. το παθ. στο γ εν. πρόσωπο όλων των χρόνων, δίνεται η άδεια για κάτι, είναι… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἐπιτετραμμένα — ἐπιτρέπω to turn to perf part mp neut nom/voc/acc pl ἐπιτετραμμένᾱ , ἐπιτρέπω to turn to perf part mp fem nom/voc/acc dual ἐπιτετραμμένᾱ , ἐπιτρέπω to turn to perf part mp fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιτρέπεσθε — ἐπιτρέπω to turn to pres imperat mp 2nd pl ἐπιτρέπω to turn to pres ind mp 2nd pl ἐπιτρέπω to turn to imperf ind mp 2nd pl (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιτρέπετε — ἐπιτρέπω to turn to pres imperat act 2nd pl ἐπιτρέπω to turn to pres ind act 2nd pl ἐπιτρέπω to turn to imperf ind act 2nd pl (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιτρέπῃ — ἐπιτρέπω to turn to pres subj mp 2nd sg ἐπιτρέπω to turn to pres ind mp 2nd sg ἐπιτρέπω to turn to pres subj act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιτρέψει — ἐπιτρέπω to turn to aor subj act 3rd sg (epic) ἐπιτρέπω to turn to fut ind mid 2nd sg ἐπιτρέπω to turn to fut ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιτρέψουσι — ἐπιτρέπω to turn to aor subj act 3rd pl (epic) ἐπιτρέπω to turn to fut part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) ἐπιτρέπω to turn to fut ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιτρέψουσιν — ἐπιτρέπω to turn to aor subj act 3rd pl (epic) ἐπιτρέπω to turn to fut part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) ἐπιτρέπω to turn to fut ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»