-
21 распорядитель
-я α.-ница, -ы θ.διαχειριστής, μάνατζερ• οικονόμος (ιδρύματος)• επιστάτης• υπεύθυνος• διατάκτής. -
22 смотритель
-я α. -ница, -ы θ.επόπτης, -τρία, επιτηρητής, επιστάτης, -τρία. -
23 тысяцкий
-ого α. παλ.1. χιλίαρχος.2. εκλεγμένος δημογέροντας του χωριού.3. επιστάτης, φροντιστής (σε γάμο). -
24 штейгер
-а α. παλ.επιστάτης ή εργοδηγός μεταλλείων. -
25 Chairman
subs.P. ἐπιστάτης, ὁ.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Chairman
-
26 Charioteer
subs.P. and V. ἡνιόχος, ὁ (Eur., Rhes. 804), ἁρματηλάτης, ὁ (Xen.), V. τροχηλάτης, ὁ, ἡνιοστροφος, ὁ, διφρευτής, ὁ, ἁρμάτων ἐπιστάτης, ὁ, ἁρμάτων ἐπεμβάτης, ὁ, ποιμὴν ὄχου, ὁ.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Charioteer
-
27 Chief
subs.P. and V. δυνάστης, ὁ, ἡγεμών, ὁ or ἡ, προστάτης, ὁ, Ar. and V. ἐπιστάτης, ὁ (rare P.), ἄρχων, ὁ, ἄναξ, ὁ, κοίρανος, ὁ, πρόμος, ὁ, ταγός, ὁ, V. ἀρχηγός, ὁ, αρχηγέτης, ὁ. ἀνάκτωρ, ὁ, ἄκτωρ, ὁ, ἀρχέλαος, ὁ (also Ar. in form ἀρχέλας), βραβεύς, ὁ, κύριος, ὁ, κρέων, ὁ, in pl. also V. ἀριστῆς, οἱ.Chiefs of the Danai and Mycenaeans: V. Δαναῶν καὶ Μυκηναίων ἄκροι (Eur., Phoen. 430).——————adj.Principal: P. and V. μέγιστος, πρῶτος.Select, chosen: P. and V. ἐξαίρετος.The chief point: P. τὸ κεφάλαιον.Supreme: P. and V. κύριος.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Chief
-
28 Commissioner
subs.P. σύνεδρος, συγγραφεύς.Special commissioners to examine offences against the state: P. ζητηταί, οἱ.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Commissioner
-
29 Guardian
subs.One who has charge, overseer: Ar. and P. ἐπιμελητής, ὁ, κηδεμών, ὁ (Plat.), P. and V. ἐπιστάτης, ὁ, ἐπίσκοπος, ὁ, V. σκοπός, ὁ.Protector: P. and V. φύλαξ, ὁ or ἡ.Champion: P. and V. προστάτης, ὁ.In legal sense, guardian of (minors, etc.): Ar. and P. ἐπίτροπος, ὁ, P. κύριος, ὁ, V. ὀρφανιστής, ὁ; see Trustee.Be guardian to: Ar. and P. ἐπιτροπεύειν (acc.).Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Guardian
-
30 Inspector
Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Inspector
-
31 Lord
subs.Nobleman: P. and V. δυνάστης, ὁ.Master: P. and V. δεσπότης, ὁ.Chief: P. and V. ἡγεμών, ὁ, προστάτης, ὁ. Ar. and V. ἐπιστάτης, ὁ (rare P.). ἄρχων, ὁ, ἄναξ, ὁ, κοίρανος, ὁ, πρόμος, ὁ, ταγός, ὁ, V. ἀρχηγός, ὁ, ἄκτωρ, ὁ, ἀνάκτωρ, ὁ; see Chief.Lords, chief men: also use V. ἀριστῆς, οἱ.Husband: see Husband.——————v. intrans.Lorded over: V. δεσποτούμενος.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Lord
-
32 Marshal
subs.General: P. and V. στρατηγός, ὁ.——————v. trans.Draw up in order: P. and V. τάσσειν, συντάσσειν, κοσμεῖν, καθιστάναι, Ar. and P. διατάσσειν, παρατάσσειν, V. ταγεύεσθαι, P. διακοσμεῖν; see Arrange.Conduct: P. and V. ἄγειν, ἡγεῖσθαι (dat.).Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Marshal
-
33 Oarsman
subs.Ar. and P. ἐρέτης, ὁ, P. πρόσκωπος, ὁ, V. κώπης ἄναξ, ὁ (Eur., Cycl. 86), ἐρετμοῦ ἐπιστάτης, ὁ (Eur., Hel. 1267).Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Oarsman
-
34 Overseer
subs.P. and V. ἐπιστάτης, ὁ, ἐπίσκοπος, ὁ (Plat.), V. σκοπός, ὁ.Be overseer of: P. and V. ἐφίστασθαι (dat.).Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Overseer
-
35 Patron
subs.P. and V. ἐπιστάτης, ὁ.Without a patron, adj.: V. ἀπρόξενος.Be a patron to, v.: Ar. and V. προξενεῖν (gen.).Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Patron
-
36 President
subs.President of the Assembly: P. ἐπιστάτης, ὁ.Generally: P. πρόεδρος, ὁ, P. and V. προστάτης, ὁ.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > President
-
37 Prince
subs.P. and V. δυνάστης, ὁ, ἡγεμών, ὁ, προστάτης, ὁ, Ar. and V. ἄρχων, ὁ, ἐπιστάτης, ὁ (rare P.), ἄναξ, ὁ, κοίρανος, ὁ, πρόμος, ὁ, ταγός, ὁ, V. ἀρχέλαος, ὁ (also Ax. in form ἀρχέλας), βραβεύς, ὁ, κύριος, ὁ, κρέων, ὁ, ἀνάκτωρ, ὁ, ἀρχηγός, ὁ, ἀρχηγέτης, ὁ, in pl. also use ἀριστῆς, οἱ; see also King, Chief.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Prince
-
38 Principal
adj.Chief: P. and V. μέγιστος, πρῶτος.Supreme: P. and V. κύριος.The principal point: P. τὸ κεφάλαιον.——————subs.Capital: P. τὸ κεφάλαιον, τὰ ὑπάρχοντα, ἀφορμή, ἡ, Ar. and P. τὰ ἀρχαῖα.Lose one's principal: P. τῶν ἀρχαίων ἀφίστασθαι (Dem. 13).Ringleader: P. and V. ἡγεμών, ὁ or ἡ; see Ringleader.Superintendent: P. and V. ἐπιστάτης, ὁ.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Principal
-
39 Rower
subs.Ar. and P. ἐρέτης, ὁ. P. πρόσκωπος, ὁ, V. κώπης ἄναξ, ὁ (Eur., Cycl. 86), ἐρετμοῦ ἐπιστάτης, ὁ (Eur., Hel. 1267).In warships were three tiers of rowers: (1) θρανῖται, οἱ, (2) ζυγῖται, οἱ, (3) θαλάμιοι, οἱ.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Rower
-
40 Speaker
subs.P. and V. ῥήτωρ, ὁ.Be a speaker, v.: P. ῥητορεύειν.President of the assembly: P. ἐπιστάτης, ὁ.A speaker's tricks: V. στροφαὶ δημήγοροι, αἱ.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Speaker
См. также в других словарях:
επιστάτης — ο (θηλ. επιστάτρια και επιστάτισσα) (AM ἐπιστάτης, ὁ θηλ. ἐπιστάτις) αυτός που επιτηρεί, εποπτεύει και φροντίζει κάτι νεοελλ. 1. ο υπεύθυνος για την καθαριότητα κτηρίου (κυρίως σχολείου) 2. φρ. «επιστάτης κτήματος» ο υπεύθυνος για την καλλιέργεια … Dictionary of Greek
επιστάτης — ο θηλ. άτρια και άτισσα 1. αυτός που ορίστηκε να επιβλέπει κάποιο έργο, επόπτης, επιτηρητής. 2. φρ., «επιστάτης σχολείου», κατώτερος δημόσιος υπάλληλος που φροντίζει για την καθαριότητα και την τάξη του σχολείου … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἐπιστάτης — ἐπιστάτη fem gen sg (attic epic ionic) ἐπιστάτης one who stands near masc nom sg ἐπιστατέω to be an imperf ind act 2nd sg (doric aeolic) ἐπιστατέω to be an imperf ind act 2nd sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιστατῇς — ἐπιστατέω to be an pres subj act 2nd sg ἐπιστατέω to be an pres subj act 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιστάτα — ἐπιστάτᾱ , ἐπιστάτη fem nom/voc/acc dual ἐπιστάτᾱ , ἐπιστάτη fem nom/voc sg (doric aeolic) ἐπιστάτᾱ , ἐπιστάτης one who stands near masc nom/voc/acc dual ἐπιστάτης one who stands near masc voc sg ἐπιστάτᾱ , ἐπιστάτης one who stands near masc… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
επιστατώ — (AM ἐπιστατῶ, έω) [επιστάτης] είμαι επιστάτης, εποπτεύω, επιβλέπω («επιστατώ στα έργα», «ἐπιστατεῑ τοῡ ἔργου», «ποιμνίοις ἐπεστάτουν») αρχ. 1. στέκομαι από πάνω, υποστηρίζω, βοηθώ («Παιὼν τῶδ’ ἐπεστάτει λόγῳ», Αισχύλ.) 2. ακολουθώ («τίς γάρ με… … Dictionary of Greek
άνθιμος — I (Διονύσιος Ρούσσος, Σαλμώνη Ηλείας 1934 –). Μητροπολίτης Αλεξανδρουπόλεως. Σπούδασε στη φιλοσοφική και στη θεολογική σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών. Χειροτονήθηκε διάκονος το 1964 και πρεσβύτερος το 1965. Υπηρέτησε ως φιλόλογος καθηγητής σε… … Dictionary of Greek
εισπράκτης — εἰσπράκτης, ο (Α) 1. εισπράκτορας, επιστάτης με εντολή άλλου 2. επόπτης συγκομιδής και επιστάτης εργατών … Dictionary of Greek
επίτροπος — Το πρόσωπο που έχει αναλάβει τη διαχείριση των συμφερόντων άλλου προσώπου ή φορέα. Πρόκειται για τιμητικό λειτούργημα, συνήθως άμισθο. Ο ε. διαθέτει την εξουσία, συνήθως προσωρινή, για την εκτέλεση καθηκόντων που αφορούν τις υποθέσεις τρίτου,… … Dictionary of Greek
μάστορας — (I) και μάστορης και μάστουρας, ο (Μ μάστορας και μάστορος και μάστρος) 1. έμπειρος τεχνίτης, άριστος γνώστης μιας τέχνης («έμαθε κοντά σε καλό μάστορα την τέχνη» 2. αυτός που διευθύνει εργάτες, αρχιτεχνίτης, κάλφας, προϊστάμενος και επόπτης… … Dictionary of Greek
νεωκόρος — ο, η (ΑΜ νεωκόρος, Α δωρ. τ. ναοκόρος, και συνηρ. τ. νακόρος και ναυκόρος και νειοκόρος και ποιητ. τ. νηοκόρος) (γενικά) φύλακας και επιστάτης τού ναού ο οποίος κατά την αρχαιότητα λογιζόταν πρόσωπο ιερό και άξιο τιμής νεοελλ. (ειδικά)… … Dictionary of Greek