Перевод: со всех языков на греческий

с греческого на все языки

ἐπί-χρονος

  • 1 время

    -мени, πλθ. времена, -мен, -менам ουδ.
    1. χρόνος, χρονικό διάστημα (αιώνας, έτος, ώρες κλπ.). || ώρα•

    московское время ώρα Μόσχας•

    время обеда ώρα φαγητού•

    сколько -ни? πόσο εθν’ η ώρα; τι ώρα είναι; || καιρός, χρόνος•

    время идет ο καιρός κυλάει, τρέχει, φεύγει•

    в последнее время он пьет τελευταύα αυτός πίνει..- летит ο καιρός πετά (φεύγει)•

    время не вдет ο καιρός δεν περιμένει•

    долгое время πολύ καιρό, επί μακρόν χρόνον•

    в настоящее время τώρα,στον ενεστώτα (παρόντα) χρόνο•

    потерянное время ο καιρός που πάει χαμένος•

    мне время дорого για μένα ο χρόνος είναι ακριβός•

    не теряйте -ни даром μή χάνετε τον καιρό μάταια•

    выиграть время κερδίζω χρόνο•

    провести время περνώ τον καιρό•

    время покажет ο χρόνος θα δείξει•

    время работает на нас ο καιρός δουλεύει για μας (προς όφελος μας)•

    в любое время οποτεδήποτε, οποιαδήποτε ώρα•

    новые -на νέοι καιροί•

    во время войны τον καιρό του πολέμου•

    на некоторое время για λίγο καιρό•

    свободное время ο ελεύθερος χρόνος.

    2. η καιρική κατάσταση, ο καιρός•

    ненастное время ο συννεφιασμένος καιρός•

    довдливое время βροχερός καιρός•

    зимнее время χειμώνας-καιρός.

    3. εποχή•

    с непамятных -ен από αμνημονεύτους χρόνους•

    -на года οι εποχές του έτους.

    4. (φιλοσ.) ο χρόνος•

    пространство и время - основные формы бытия ο χώρος και ο χρόνος είναι οι βασικές μορφές της ύλης.

    5. (γραμμ.) χρόνος•

    настоящее время ο ενεστώτας χρόνος•

    будущее время μέλλοντας χρόνος•

    прошедшее время παρελθονταςχρόνος.

    εκφρ.
    во время оноπαλ. κάποτε•
    во все –на – για πάντα, για πάντοτε, παντοτινά•
    в первое время – κατ’ αρχήν, στην αρχή, αρχικά•
    в свое - – α) κάποτε στον καιρό του (στο παρελθόν), β) έγκαιρα (όταν χρειάζεται)•
    в скором -ни – πολύ σύντομα, γρήγορα•
    до -ни ή до поры до –ниπαλ. για την ώρα, ως ένα χρονικό διάστημα, ώσπου να έρθει ο καιρός, η περίσταση•
    до сего -ни – μέχρι τώρα, μέχρι αυτή τη στιγμή•
    ко -ни – έγκαιρα, στην προθεσμία•
    на время – προσωρινά•
    со -ем – με τον καιρό•
    все время – όλη την ώρα, συνεχώς, ακατάπαυστα, διηνεκώς•
    одно время – σε λίγο (χρόνο), εντός ολίγου•
    раньше -ни – πρόωρα, νωρίς•
    самое время – (απλ.) η καταλληλότερη ώρα, στιγμή•
    тем -ем – εν τω μεταξύ, στο αναμεταξύ, κατά το διάστημα αυτό•
    от -ни ή от -ни до -ни ή по -нам – κάποτε, πότε-πότε, κάπου-κάπου, που και που, από καιρό σε καιρό, κατά καιρούς, ενίοτε•
    в то время как... – ενώ, καθ’ όν χρόνον, αν και, μολονότι, μ’ όλο που•
    с течением -ни – με τον καιρό, με την πάροδο τουχρόνου.

    Большой русско-греческий словарь > время

  • 2 на

    на 1
    πρόθ. με αιτ. και, προθτ.
    1. επάνω, επί, στον, στην, στο κ.τ.τ. положить книгу на стол βάζω το βιβλίο πάνω στο τραπέζι.• на землю, на земле (πάνω) στη γη•

    наклеить марку на конверт κολλώ γραμματόσημο στο φάκελλο•

    на полу, на пол στο πάτωμα•

    на улицу, на улице στο δρόμο•

    на сущу, на суще στην ξηρά.

    2. μέσα, εντός, εις, στον, στην, στο κ.τ.τ. первый работник на селе ο πρωτοπόρος της δουλειάς στο χωριό•

    тоска на сердце θλίψη στην καρδιά•

    служить на флоте υπηρετώ στο στόλο•

    идти на свадьбу πηγαίνω στο γάμο•

    идти на завод πηγαίνω στο εργοστάσιο•

    пришли на память прошлогодние события ήρθαν στη μνήμη τα περσινά γεγονότα ή θυμήθηκα τα περσινά γεγονότα.

    3. (κατεύθυνση) προς, κατά•

    окна на восток παράθυρα κατά την ανατολή•

    дверь на улицу πόρτα κατά το δρόμο•

    посмотреть на него κοιτάζω προς αυτόν.

    4. (επαφή σύγκρουση) επί, επάνω στον, στην, στο κ.τ.τ. наскочить на забор προσκρούω στον περίβολο•

    наткуться на камень σκοντάφτω στην πέτρα.

    5. (ομοιότητα)• προς, με• σαν•

    беспокойство похожее на страх ταραχή που μοιάζει με φόβο.

    6. (χρόνος)• τον, την, το• στον, στην, στο κ.τ.τ. на 15 июля назначен митинг την (στις) 15 Ιούλη καθορίστηκε συλλαλητήριο•

    на той неделе την ερχόμενη εβδομάδα•

    на следующий день την επόμενη (μέρα)•

    на другое утро το άλλο πρωί•

    на каникулах (σ)τις διακοπές.

    || προς•

    в ночь с 24 на 25 декабря тц νύχτα της 24 προς την 25 Δεκέμβρη.

    || σε•

    со дня на день από μέρα σε μέρα•

    с часу на час από ώρα σε ώρα.

    7. κατά, ως προς•

    мягкий на ощупь μαλακός (κατά) την αφή.

    8. (σκοπός• αφορμή) ως, για, δια•

    подарить на память δωρίζω για ενθύμιο•

    подарок на день рождения δώρο για τα γενέθλια•

    на всякий случай για κάθε ενδεχόμενο•

    деньги на ремонт χρήματα για επισκευή.

    9. (ειδικότητα, επάγγελμα) για•

    буду учиться на лётчика θα μάθω (σπουδάσω) για αεροπόρος.

    10. (αιτία) για, δια•

    спосибо на добром слове ευχαριστώ για τα καλά λόγια.

    11. χάρη, για, προς•

    на славу για δόξα•

    на страх για φόβο•

    родиться на горе γεννιέμαι για πίκρες.

    12. (τρόπο) με, κατά•

    на старинный образец κατά τον παλαιό τύπο (υπόδειγμα)•

    на скаку με καλπασμό, καλπάζοντας κατά τον καλπασμό•

    на бегу τρέχοντας• κατά το τρέξιμο•

    на лету πετώντας, στο πέταγμα, στον αέρα•

    на ходу πηγαίνοντας, βαδίζοντας, κινούμενος.

    || (επί βαθμολογίας) για•

    сдать экзамен на отлично δίνω εξετάσεις (για) άριστα.

    13. (συνθήκες, κατάσταση)• με•

    на пустой ή на голодный желудок με αδειανό το στομάχι.

    || από, εκ•

    на память από μνήμης;

    14. με•

    дверь закрыта на замок η πόρτα είναι κλεισμένη με κλείδωνιά•

    она одета на меху αυτή είναι ντυμένη με γούνα•

    ходить на костылях βαδίζω με τα δεκανίκια•

    жарить на масле τηγανίζω με λάδι•

    мы поедем на пароходе θα ταξιδέψομε με το πλοίο•

    играть на деньги παίζω με χρήματα.

    15. (αύξηση, μείωση, διαίρεση κλπ.) περί, κατά•

    продвинуться на 200 метров προωθούμαι κατά 200 μέτρα•

    на 10 лет моложе брата κατά δέκα χρόνια μικρότερος από τον αδερφό.

    || (για ποσοτική διαφορά) κατά, για•

    я опоздал на 10 минут εγώ άργησα κατά 10 λεπτά•

    отступить на два шага υποχωρώ κατά δυο βήματα.

    16. εναντίον, κατά•

    жаловаться на директора παραπονούμαι κατά του διευθυντή.

    || μπροστά, εμπρός•

    это про-изходило на моих глазах αυτό γινόταν μπροστά στα μάτια μου.

    17. (αφθονία, πλήθος) επί, επάνω•

    ухаб на ухабе πλήθος λακκούβες, η μιά κοντά στην άλλη•

    дыра на дыре τρύπα στην τρύπα (η μια κοντά στην άλλη).

    на 2
    (μόριο με σημ. κατηγ.) να (πάρε, πιάσε)•, возьми να, πάρε•, лови να, πιάσε•, это тебе να, αυτό είναι για σένα.
    εκφρ.
    вот (тебе и) наκ. (απλ.) вот те на (για κάτι απροσδόκητο, παράξενο) να λοιπόν, νάτα μας, αυτό μας έλειπε ακόμα•
    на-ка (-поди); (да и) на-поди – (απλ.) (για αγανάκτηση)1 ωρίστε μας.

    Большой русско-греческий словарь > на

  • 3 Time

    subs.
    Time of day: P. and V. ὥρα, ἡ; hour.
    What time is it? Ar. and P. πηνκα ἐστί;
    About what time died he? Ar. πηνίκʼ ἄττʼ ἀπώλετο; (Av. 1514).
    Generally; P. and V. χρόνος, ὁ, V. ἡμέρα, ἡ.
    Time of life: Ar. and P. ἡλικία, ἡ, V. αἰών, ὁ.
    Occasion: P. and V. καιρός, ὁ.
    Generation: P. and V. αἰών, ὁ, Ar. and P. ἡλικία, ἡ.
    Time for: P. and V. ὥρα, ἡ (gen. or infin.), καιρός, ὁ (gen. or infin.), ἀκμή, ἡ (gen. or infin.).
    Delay: P. and V. μονή, ἡ, τριβή, ἡ, διατριβή, ἡ; see Delay.
    Leisure: P. and V. σχολή, ἡ.
    Want of time: P. ἀσχολία, ἡ.
    There is time, opportunity, v.: P. ἐγχωρεῖ.
    It is open: P. and V. παρέχει, ἔξεστι, πρεστι.
    After a time, after an interval: P. and V. διὰ χρόνου.
    Eventually: P. and V. χρόνῳ, V. χρόνῳ ποτέ, σὺν χρόνῳ, ἐν χρόνῳ. See
    ing my friend after a long time: V. χρόνιον εἰσιδὼν φίλον (Eur., Cr. 475).
    As time went on: P. χρόνου ἐπιγιγνομένου (Thuc. 1, 126).
    At another time: P. and V. ἄλλοτε.
    At times, sometimes: P. and V. ἐνίοτε (Eur., Hel. 1213), V. ἔσθʼ ὅτε, P. ἔστιν ὅτε.
    At one time: see Once.
    At one time... at another: P. and V. τότε... ἄλλοτε, Ar. and P. τότε μέν... τότε δέ, ποτὲ μεν... ποτὲ δέ.
    At the present time: P. and V. νῦν; see Now.
    At some time or other: P. and V. ποτε ( enclitic).
    At times I would have ( food) for the day, at others not: V. ποτὲ μὲν ἐπʼ ἦμαρ εἶχον, εἶτʼ οὐκ εἶχον ἄν (Eur., Phoen. 401).
    At the time of: P. παρά (acc.).
    To enforce the punishment due by law at the time of the commission of the offences: P. ταῖς ἐκ τῶν νόμων τιμωρίαις παρʼ αὐτὰ τἀδικήματα χρῆσθαι (Dem. 229).
    At that time: see Then.
    At what time? P. and V. πότε;
    At what hour? Ar. and P. πηνκα; indirect, Ar. and P. ὅποτε, P. and V. ὁπηνκα.
    For a time: P. and V. τέως.
    For all time: P. and V. εί, δι τέλους; see for ever, under Over.
    For the third time: P. and V. τρτον, P. τὸ τρίτον.
    From time immemorial: P. ἐκ παλαιτάτου.
    From time to time: P. and V. εί.
    Have time, v.: P. and V. σχολάζειν, σχολὴν ἔχειν.
    In time, after a time: P. and V. διὰ χρόνου, χρόνῳ, V. χρόνῳ ποτέ, σὺν χρόνῳ, ἐν χρόνῳ.
    At the right moment: P. and V. καιρῷ, ἐν καιρῷ, εἰς καιρὸν, καιρίως (Xen.), εἰς δέον, ἐν τῷ δέοντι, ἐν καλῷ, εἰς καλόν, V. πρὸς καιρόν, πρὸς τὸ καίριον, ἐν δέοντι; see Seasonably.
    They wanted to get the work done in time: P. ἐβούλοντο φθῆναι ἐξεργασάμενοι (Thuc. 8, 92).
    In the time of: Ar. and P. ἐπ (gen.).
    Lose time, v.: see waste time.
    Save time: use P. and V. θάσσων εἶναι ( be quicker).
    Take time, be long: P. and V. χρονίζειν, χρόνιος εἶναι,
    involve delay: use P. μέλλησιν ἔχειν.
    It will take time: P. χρόνος ἐνέσται.
    To another time, put off to another time: P. and V. εἰς αὖθις ποτθεσθαι.
    Waste time, v.: P. and V. μέλλειν, χρονίζειν,σχολάζειν,τρβειν, βραδνειν, Ar. and P. διατρβειν: see Delay.
    Times, the present: P. and V. τὰ νῦν, P. τὰ νῦν καθεστῶτα.
    Many times: P. and V. πολλκις.
    Three times: P. and V. τρς.
    A thousand times wiser: V. μυρίῳ σοφώτερος (Eur., And. 701); see under thousand.
    How many times as much? adj.: P. ποσαπλάσιος; four times as much: P. τετραπλάσιος, τετράκις τοσοῦτος (Plat., Men. 83B).
    Four times four are sixteen: P. τεττάρων τετράκις ἐστὶν ἑκκαίδεκα (Plat., Men. 83C).
    How many feet are three times three? τρεῖς τρὶς πόσοι εἰσὶ πόδες; (Plat., Men. 83E).
    ——————
    subs.
    Rhythm: P. and V. ῥυθμός, ὁ.
    Keeping time, adj.: Ar. and P. εὔρυθμος.
    Give the time ( to rowers), v.: P. κελεύειν (dat.).
    One who gives the time ( to rowers): P. and V. κελευστής, ὁ.
    ——————
    v. trans.
    Arrange P. and V. τθεσθαι.
    Measure: P. and V. μετρεῖν.
    Well-timed, adj.: see Timely.
    Ill-timed: P. and V. καιρος.

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Time

  • 4 поставка

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > поставка

  • 5 стоять

    стою, стоишь, προστκ. стой.
    επιρ. μτχ. стоя
    ρ.δ.
    1. στέκομαι ορθός•

    стоять у окна στέκομαι όρθιος στο παράθυρο•

    стоять перед зеркалом στέκομαι μπροστά στον καθρέφτη.

    || στηρίζομαι•

    стоять на ногах στέκομαι στα πόδια•

    -на коленях στέκομαι στα γόνατα•

    стоять на цыпочках στέκομαι στα δάχτυλα•

    стоять на голове στέκομαι στο κεφάλι (με τα πόδια άνω)•

    стоять на на руки στέκομαι (στηριζόμενος) στα χέριο: (με τα πόδια άνω)•

    волосы -ят дыбом τα μαλλιά στέκονται ορθωμένα.

    2. εκτελώ κάτι όρθιος•

    стоять у станка εργάζομαι όρθιος στη εργα-τομηχανή•

    стоять на посту στέκομαι στο πόστο•

    -в карауле στέκομαι στο καραούλι(σκοπιά, παρατηρητήριο)•

    стоять на молитве προσεύχομαι όρθιος.

    3. καταλύω, σταθμεύω•

    стоять лагерем στρατοπεδεύω• κατασκηνώνω;

    4. (στρατ.) παίρνω μέρος, υπερασπίζω•

    стоять на обороне παίρνω μέρος στην άμυνα.

    || αμύνομαι, κρατώ γερά•

    насмерть αμύνομαι μέχρι εσχάτων.

    || μτφ. είμαι υπέρ• με το μέρος• υπερασπίζω•

    стоять за мир υπερασπίζω την ειρήνη•

    стоять за народ υπερασπίζω το λαό,

    μτφ. είμαι της γνώμης, επιμένω στη γνώμη μου, είμαι σταθερός στη γνώμη μου ή την άποψη μου.
    5. (με το αρνητικό μόριο не) δεν τσιγκουνεύομαι, δε λυπάμαι.
    6. στέκομαι, είμαι, βρίσκομαι•

    лстица -ит у стены η σκάλα στέκεται στον τοίχο•

    печка -ит в углу η θερμάστρα είναι στη γωνία.

    7. ορθώνομαι εγείρομαι•

    перед нами -ят большие идеалы μπροστά μας στέκονται (ορθώνονται μεγάλα ιδανικά (ιδεώδη).

    8. μτφ. είμαι, κατέχω θέση, βρίσκομαι•

    у честного человека труд -ит на первом месте για τον τίμιο άνθρωπο η εργασία κατέχει την πρώτη θέση ή βρίσκεται στην πρώτη γραμμή.

    || κυρλξ. κ. μτφ. στηρίζομαι•

    дом -ит на фундаменте το σπίτι στηρίζεται στα θεμέλια•

    государство -ит на солдате το κράτος στηρίζεται στο στρατιώτη.

    || υπάρχω, είμαι•

    на бумаге -ит печать στο χαρτί (έγγραφο) υπάρχει σφραγίδα.

    10. κυρλξ. κ. μτφ. ακινητώ•

    вода в пруду всегда -ит το νερό στη δεξαμενή πάντοτε μένει ακίνητο (στέκεται)•

    время не -ит ο χρόνος κυλάει•

    работа -ит η δουλειά σταματά.

    11. είμαι (για κατάσταση)•

    -ит жара είναι ζέστη•

    комнаты -ят пустыми τα δωμάτια είναι άδεια•

    -ит тишина είναι ησυχία•

    погода -ит холодная ο καιρός είναι ψυχρός•

    -ял полдень ήταν μεσημέρι•

    -ло лето ήταν καλοκαίρι•

    -ла ночь ήταν νύχτα.

    || δείχνω•

    барометр -ит на „ясно το βαρόμετρο δείχνει αίθριος.

    12. διατηρούμαι, κρατώ•

    варенье может стоять долго το γλυκό του κουταλιού μπορεί να διατηρηθεί πολύν καιρό.

    13. δε λειτουργώ•

    часы стоять το ρολόι δε δουλεύει (είναι σταματημένο).

    || μτφ. δεν προχωρώ• δεν προοδεύω, δεν πάω μπροστά•

    работа -ит η δουλειά δεν προχωρεί.

    14. προστκ. стой(те) σταμάτα, -τάτε.
    εκφρ.
    стоять во главе – α) είμαι επικεφαλής, β) αρχηγεύω, είμαι, αρχηγός•
    стоять за спиной; стоять за кем:
    α) έχω στην καμπούρα μου• за моей спиной -ят шестьдесят лет – στην καμπούρα μου έχω εξήντα χρόνια.
    β) κρύβομαι, πίσω από κάποιον (προστατεύω, καθοδηγώ κρυφά)•
    стоять на карте ή на кону – επαφίεμαι στην τύχη•
    стоять на реальной ή тврдой почве – πατώ γερά, στηρίζομαι σταθερά•
    стоять над чьей душой; над кем – στέκομαι πάνω από το κεφάλι κάποιου (ενοχλώ), γίνομαι φόρτωμα σε κάποιον•
    стоять у власти – ασκώ την εξουσία, εξουσιάζω(κυβερνώ)•
    стоять у ворот ή у порога – πλησιάζω πολύ, επί θύραις•
    стоять близко к кому и стоять близко, около кого – α) συσχετίζομαι, συνδέομαι στενά, β) πρόσκειμαι•
    стоять вше кого – στέκομαι πάνω από κάποιον (είμαι ανώτερος κάποιου)•
    стоять выше чего – στέκομαι πάνω από κάτι (δε δίνω σημασία, προσοχή).

    Большой русско-греческий словарь > стоять

См. также в других словарях:

  • χρόνος — I Κατά την αρχαία ελληνική μυθολογία, ο X. ήταν θεότητα που προσωποποιούσε την αιωνιότητα. Πρώτος ο Φερεκύδης ανέφερε τον X. ως θεότητα. Οι Ορφικοί παραδέχονταν τον X. ως αρχή του κόσμου. Η θεοποίηση του X. παρατηρείται και στους ποιητές των… …   Dictionary of Greek

  • παραγραφή — Απόσβεση αξίωσης που απορρέει από έννομο δικαίωμα ή από λειτούργημα ή καθήκον, όταν η αξίωση αυτή από αδράνεια του δικαιούχου ή του αρμόδιου λειτουργού δεν έχει ασκηθεί για ορισμένο χρονικό διάστημα. Σε όλες τις περιπτώσεις, δικαιολογητικός λόγος …   Dictionary of Greek

  • Geflügelte Worte (Antike) — Alpha und Omega, Anfang und Ende, kombiniert zu einem Buchstaben Diese Liste ist eine Sammlung alt und neugriechischer Phrasen, Sprichwörter und Redewendungen. Sie beschreibt ihren Gebrauch und gibt, wo möglich, die Quellen an. Graeca non… …   Deutsch Wikipedia

  • μέτρηση και μέτρο — Στις φυσικές επιστήμες υπάρχει ένας σαφής διαχωρισμός μεταξύ των εννοιών του μέτρου και της μέτρησης ενός μεγέθους. Μέτρηση είναι μια διαδικασία ή ένα σύνολο από διαδικασίες, που επιτρέπει να προσδιορίσουμε την αριθμητική τιμή (δηλαδή το μέτρο)… …   Dictionary of Greek

  • времѧ — ВРЕМ|Ѧ (> 1000), ЕНЕ с. 1.Одна из форм существования материи: Не възможьно оубо рече. вне же врѣмѩ суть в мирѣ быти КР 1284, 358в; второѥ [в троице] ѥдиносоущьствьно оц҃ю и числоу и времени вышьша соуща нарицаѥть (χρόνων) ГА XIII XIV, 222а;… …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • ραδιενέργεια — Ιδιότητα ορισμένων στοιχείων να αποσυνθέτουν αυτόματα (φυσική ρ.) ή τεχνητά (τεχνητή ρ.) τους ατομικούς πυρήνες, με εκπομπή σωματιδιακών ακτινοβολιών (α και β) και ηλεκτρομαγνητικής ακτινοβολίας (γ). Οι πρώτες μελέτες επί της φυσικής ρ. ανάγονται …   Dictionary of Greek

  • σελήνη — (Αστρον.). Ο μοναδικός φυσικός δορυφόρος της Γης. Τα γενικά γνωρίσματα του ήταν γνωστά από την αρχαιότητα στους αστρονόμους, τα γεωλογικά όμως και φυσικά χαρακτηριστικά του μόλις τώρα αρχίζουν να αποκαλύπτονται με τα στοιχεία που πρόσφεραν οι… …   Dictionary of Greek

  • Γερμανία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας Προηγούμενη ονομασία (1948 90): Γερμανική Ομοσπονδιακή Δημοκρατία (ή Δυτική Γερμανία) & Γερμανική Λαϊκή Δημοκρατία) Έκταση: 357.021 τ.χλμ Πληθυσμός: 82.440.309 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα:… …   Dictionary of Greek

  • Liste griechischer Phrasen/Eta — Eta Inhaltsverzeichnis 1 Ἡ ἀνάπαυσις τῶν πόνων ἐστὶν ἄρτυμα …   Deutsch Wikipedia

  • Ιαπωνία — Επίσημη ονομασία: Αυτοκρατορία της Ιαπωνίας Έκταση: 377.835 τ. χλμ. Πληθυσμός: 126.771.662 (2001) Πρωτεύουσα: Τόκιο (8.130.408 κάτ. το 2000)Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Ασίας, χωρίς σύνορα στην ξηρά με άλλη χώρα. Βρέχεται στα Β από την… …   Dictionary of Greek

  • Festina lente — Sigma Inhaltsverzeichnis 1 Σ αγαπώ. 2 Σαρδόνιος γέλως …   Deutsch Wikipedia

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»